Ελπίζω από το πενιχρό «πλεόνασμα ελπίδας» να μην πάει λεπτό στον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής –στους «δικούς μας ανθρώπους», όπως χαρακτήρισε τη «βάση» της ο Φ. Κρανιδιώτης. Σε αυτούς με τους οποίους «πρέπει να συνομιλούμε πολιτικά», όπως επιθυμεί ο Τ. Μπαλτάκος, αναγνωρίζοντας ως συνομιλητή του τον Χρήστο Παππά («Το Βήμα», 29-9-2013). Ως προς την «αξιοποίηση» του Μ. Βορίδη από το Μαξίμου, την απάντηση έδωσε ενώπιόν του ο Δημήτρης Πουλικάκος στην «Ανατροπή». Ο θείος Νώντας δεν τα μάσησε.
Αλλά το ζήτημα δεν είναι οι εντιμότατοι φίλοι του Σαμαρά, ούτε αν βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους ή στο τέλος της αρχής της Χρυσής Αυγής. Το ζήτημα είναι ότι ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται στη μέση του εκφασισμού της από τους άλλους (ποιους;) αλλά κυρίως από τον εαυτό του. Ο γείτονας, για παράδειγμα, που χάραξε με κλειδί αγκυλωτό σταυρό στο καπό του αυτοκινήτου μου, ή ο ανώνυμος που σχολιάζει χυδαία τα ηλεκτρονικά μου σημειώματα. Αυτή είναι η μέση μιας διαδρομής από το μαύρο στο μαύρο, ακόμη και όταν εμφανίζεται ως γαλάζιο, πράσινο ή κόκκινο. Και αυτή η Αγία Μετριότητα άρχει. Η Χρυσή Αυγή είναι γι’ αυτήν η Χρυσή Ευκαιρία.
Ποια είναι λοιπόν η Δημοκρατία που, ενώ έχει τις δυνατότητες να αντισταθεί στον φασισμό, την ίδια στιγμή έχει τις υστεροβουλίες και τις ανοχές που τη διαλύουν;
Εχω τη γνώμη πως η αρχή του τέλους της Χρυσής Αυγής (αλλά και ενδεχομένως το αντίστροφο, διότι δυσφημιζόμενη η Χρυσή Αυγή διαφημίζεται) δεν είναι μόνον το «αυτονόητο» του Τσίπρα, αλλά και το αδιανόητο των 425.000 συμπολιτών μας που είδαν στη Χρυσή Αυγή το αυτονόητο: τη δική τους υπόσταση μέσα από την εκδίκηση. Κυρίως μέσα από «τα δικά τους παιδιά».
Ποιοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή και γιατί οι πολιτικοί τούς δικαιολογούν σαν να ήταν άτομα με ειδικές ανάγκες που παραπλανήθηκαν; Ε, λοιπόν εγώ πιστεύω ότι πράγματι είναι άτομα με ειδικές ανάγκες οι 425.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής και δεν τους δικαιολογεί ούτε η κρίση, ούτε η ανεργία, αλλά ούτε και οι δικές τους ανάγκες. Το να «ανανήψουν» είναι μια δύσκολη διαδικασία για όσους απωθούν τις ενοχές τους.
Δεν θα βιαστώ όμως να καταφύγω στον Β. Ράιχ που υποστήριζε ότι οι μάζες επιθυμούν τον φασισμό. Θα σημειώσω απλώς πως σήμερα αυτή η «βάση» της Χρυσής Αυγής και αύριο, «βάση» των κομμάτων του συνταγματικού τόξου, θέτει το ζήτημα της λειτουργίας μιας κοινωνίας στην οποία η βιο-εξουσία, παράλληλα με την υποχρέωση της πειθαρχίας, της παρέχει εμμέσως το δικαίωμα της δολοφονίας μέσω του υφέρποντος ρατσισμού. Να ποιο είναι το πρόβλημα: η πολιτική δεν θα επινοήσει εκ νέου τον εαυτό της, μια που ούτε στην διεργασία της ταύτισης είναι σε θέση πλέον να προσφύγει για την προετοιμασία ενός άλλου μύθου, ούτε όμως μπορεί να επιφέρει ρήξη με τον υφιστάμενο με τον οποίο ζει η Ελλάδα τον μύθο της στην Ελλάδα: «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», τουτέστιν business as usual.
O φασισμός, εκτός από βία, είναι η φασιστική νοοτροπία της καθημερινής μας ζωής: φόβος και αποστροφή του διαφορετικού. Το χειρότερο; Σε αυτή την κοινωνία μια ορισμένη λογική είναι φασιστική και μάλιστα, δεν είναι «ξένη προς τη γενικότερη λογική της ορθολογικότητας στο πλαίσιο της μεταφυσικής του Υποκειμένου». Ιδού τι υποστηρίζουν ο Λακού-Λαμπάρτ και ο Νανσύ στο βιβλίο τους Ο Μύθος του Ναζισμού (εκδ. Εστία): «Η λογική, η οποία αυτοεκπληρούται κατ’ αυτόν τον τρόπο, της ιδέας ή του υποκειμένου είναι πρωτίστως, όπως γίνεται κατανοητό μέσω του Χέγκελ, η λογική της Τρομοκρατίας».
Αυτά. Τα υπόλοιπα, στην τηλεόραση όπου εκεί μια άλλη, οικουμενική πλέον μυθολογία έχει (κυριολεκτικά) τον λόγο: η Εικόνα. Οπότε, καλό είναι τα λόγια των (κοινωνικών) της λειτουργών να «διαβάζονται» σαν λεζάντες σε αυτό το συναρπαστικό κόμικ με τους Ντάλτον στον Μελιγαλά!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ