Ετοιμος για δράση δήλωσε για ακόμη μία φορά ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι κάνοντας λόγο για διατήρηση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής για όσο χρειαστεί. Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωτράπεζας διατήρησε την Τετάρτη για πέμπτο συνεχή μήνα το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο ιστορικό χαμηλό του 0,50%, αν και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης συζητήθηκε και το ενδεχόμενο περαιτέρω αποκλιμάκωσής του.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε ο κεντρικός τραπεζίτης διαβεβαίωσε τις αγορές ότι η ΕΚΤ θα δράσει ανά πάσα στιγμή προκειμένου να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιστροφή της ευρωζώνης στην ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό δεν απέκλεισε να πραγματοποιηθούν νέες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης ώστε το σύστημα να μη μείνει από «καύσιμα». Αναφερόμενος στην πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας σημείωσε ότι η ΕΚΤ αναμένει ανάκαμψη με βραδύ ρυθμό ως αποτέλεσμα της σταδιακής ανόδου που εκτιμάται για την εγχώρια ζήτηση.
Οι παραπάνω δηλώσεις, αν και δεν συνιστούν ανατροπή της σημερινής κατάτασης, ευνοούν τις ελληνικές τράπεζες, σε μια περίοδο που η ενίσχυση της ρευστότητας αποτελεί ζητούμενο για την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα. Οπως επισημαίνουν τραπεζικοί κύκλοι, μπορεί να μη διοχετεύονται φρέσκα κεφάλαια στην αγορά, παρά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, ωστόσο τουλάχιστον δεν ασκείται πίεση για πιο γρήγορους ρυθμούς απομόχλευσης του χαρτοφυλακίου των δανείων. «Με δεδομένο ότι η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα φτάνει στα επίπεδα των 70 δισ. ευρώ, κάθε απαίτηση για άμεση επιστροφή αυτών των δανείων συνεπάγεται ανάλογο περιορισμό των χορηγήσεων στην ήδη επιβαρυμένη εγχώρια αγορά» υπογραμμίζει τραπεζίτης.
Από την άλλη πλευρά, θετικό είναι το γεγονός ότι το κόστος χρήματος έπειτα από αρκετούς μήνες ανόδου εμφανίζει πτωτικές τάσεις. Αν και η εξέλιξη αυτή πλήττει τους καταθέτες, οι οποίοι χάνουν τις σίγουρες υψηλές αποδόσεις που προσφέρονταν κυρίως μέσω των λογαριασμών προθεσμίας τα τελευταία τρία χρόνια, ευνοεί τις επιχειρήσεις, τα επιτόκια χορηγήσεων των οποίων αρχίζουν σταδιακά να υποχωρούν από τα ιστορικά υψηλά που διαμορφώθηκαν την περίοδο κορύφωσης της ελληνικής κρίσης.
Μπορεί οι «κάνουλες» της ρευστότητας να μην έχουν ακόμη ανοίξει, η εφαρμογή ωστόσο των πρώτων μειώσεων στο κόστος δανεισμού ανοίγει τον δρόμο για τη σταδιακή βελτίωση της κατάστασης. Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, η επαναφορά των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων πάνω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης. Οι ίδιοι κύκλοι εξηγούν ότι η πιστωτική επέκταση εξαρτάται κυρίως από την επανασύνδεση των τραπεζών με τις διεθνείς αγορές, τη δυνατότητά τους να προσελκύσουν καταθέσεις Ελλήνων που βρίσκονται σήμερα εκτός συστήματος, αλλά και από την επιστροφή της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για τον έλεγχο των επισφαλειών.
«Οσο βελτιώνονται οι συνθήκες στα παραπάνω μέτωπα τόσο περισσότερο θα αυξάνεται η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία» υπογραμμίζει επικεφαλής χορηγήσεων συστημικής τράπεζας. Από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές ως σήμερα καταγράφονται οι ακόλουθες τάσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης το περασμένο καλοκαίρι:
- Οι μειώσεις στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων που ξεκίνησαν δειλά το φθινόπωρο της περυσινής χρονιάς έχουν πλέον φτάσει στο 40%-50% σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά που καταγράφηκαν το 2012. Σύμφωνα με πληροφορίες, τις επόμενες εβδομάδες θα υπάρξουν νέες περικοπές στις αποδόσεις, με στόχο στις αρχές του 2014 το 2% σε ετήσια βάση.
- Η αναπροσαρμογή των επιτοκίων στις καταθέσεις έχει επιτρέψει στις τράπεζες να μειώσουν το κόστος δανεισμού συγκεκριμένων κατηγοριών πελατών τους. Ετσι τους τελευταίους μήνες και ιδιαίτερα μετά την τελευταία αναπροσαρμογή του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο 0,50% έχουν ανακοινωθεί περικοπές σε επιλεγμένα προϊόντα που αφορούν κυρίως χρηματοδοτήσεις προς επιχειρήσεις, οι οποίες φτάνουν τις 100 μονάδες βάσης.
- Η μείωση των επιτοκίων έχει επηρεάσει και τους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης, οι αποδόσεις των οποίων έχουν επίσης αναπροσαρμοστεί προς τα κάτω. Ο λόγος γίνεται για λογαριασμούς ταμιευτηρίου, μισθοδοσίας ή αποταμιευτικά προγράμματα.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 2 Οκτωβρίου 2013
HeliosPlus