«Τι δικάζουμε σε αυτή τη δίκη; Δικάζουμε το ξέπλυμα μαύρου χρήματος ή το ξέπλυμα του πολιτικού συστήματος; Φοβούμαι το δεύτερο: ενός συστήματος που σαπίζει σαράντα ολόκληρα χρόνια στα οικονομικά σκάνδαλα». Ο κ. Ιωάννης Παγορόπουλος αγορεύει εκπροσωπώντας τον Άκη Τσοχατζόπουλο στη δίκη για τις μίζες από τα εξοπλιστικά, επιμένοντας ότι «η δίκη αυτή είναι πολιτική», αλλά και «δίκη ενδείξεων και αποχρώσεων».
«Έχετε μόνον ενδείξεις. Αποδείξεις δεν έχετε καμία. Και όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι στους «Αδελφούς Καραμαζώφ», χίλιες ενδείξεις δεν κάνουν μια απόδειξη, όπως χίλιοι λαγοί δεν κάνουν ένα άλογο» τόνισε ο συνήγορος προς το δικαστήριο. Και πρόσθεσε: «Στο πρόσωπο του Άκη Τσοχατζόπουλου, το πολιτικό σύστημα επιχειρεί να ξεπλυθεί». Παρά τις αιχμές προς την έδρα για απόφαση που έχει ήδη ληφθεί, ο κ. Παγορόπουλος υπογράμμισε την τεράστια σημειολογία της απόφασης αυτής: «Θα πρέπει να αποδείξουμε στον κόσμο ότι δικάζουμε όχι με το χέρι στην καρδιά, αλλά με το μάτι στον νόμο. Μόνον έτσι κάποτε θα λένε, αυτό ήταν ένα δικαστήριο με λεβέντες δικαστές».
Ο συνήγορος εξαπέλυσε πάντως δριμύ κατηγορώ για το σπάσιμο της δικογραφίας σε κομμάτια, γεγονός που καθιστά -όπως είπε- το παραπεμπτικό βούλευμα ελλιπέστατο στη θεμελίωσή του, ενώ υπογράμμισε ότι από την αίθουσα του δικαστηρίου θα έπρεπε να έχουν περάσει βασικά για την υπόθεση πρόσωπα όπως ο (προφυλακισμένος σήμερα) κύπριος πρώην υπουργός Ντίνος Μιχαηλίδης, ο Γιάννης Μπέλτσιος (εμπλέκεται στην υπόθεση των υποβρυχίων), ακόμη και ο αστυνομικός στην αλλοτινή φρουρά Τσοχατζόπουλου που φέρεται ως μάρτυρας στην παράδοση βαλίτσας με μαύρο χρήμα στο αθηναϊκό Hilton.
«Τι συνέβη;» διερωτήθηκε εν είδει υποφοράς η υπεράσπιση. «Πίεζε ο χρόνος (λήγει εντός του Οκτωβρίου το 18μηνο προφυλάκισης του βασικού κατηγορουμένου). Όχι εμάς, το πολιτικό σύστημα. Ο λαός θέλει τώρα κρίση για τον Τσοχατζόπουλο. Ο κόσμος θέλει αίμα στην αρένα. Η εκτελεστική εξουσία πήρε απόφαση για σπάσιμο της δικογραφίας. Και η Δικαιοσύνη καλείται τώρα να βγάλει το φίδι από την τρύπα».
Ο κ. Παγορόπουλος επεφύλαξε σκληρή κριτική κατά του νόμου για το ξέπλυμα, βάσει του οποίου ο πρώην υπουργός στο εδώλιο, κρίνοντας ότι παραπέμπει στο «ιδιώνυμο» άλλων εποχών.
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια σκανδάλων» πρόσθεσε, χωρίς να διστάσει να απαριθμήσει από τη Siemens και το Χρηματιστήριο ως το Βατοπαίδι. «Στη φάκα πιάστηκε ο Τσοχατζόπουλος. Όλοι οι άλλοι είναι αθώες περιστερές. Σαράντα χρόνια σκανδάλων και μόνος ένας έχει πάει φυλακή, ο Νίκος Αθανασόπουλος για την υπόθεση με το καλαμπόκι».
«Ουαί τοις ηττημένοις»
Ο κ. Παγορόπουλος περιέγραψε διεξοδικά την πολιτική πορεία Τσοχατζόπουλου, με έμφαση στην ήττα του από τον Κώστα Σημίτη, εκτιμώντας ότι η τοποθέτηση του σημερινού κατηγορουμένου στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας έγινε με πρόθεση την πολιτική αποδυνάμωσή του. «Ουαί τοις ηττημένοις» είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι ο Τσοχατζόπουλος στον συγκεκριμένο θώκο «ενόχλησε συμφέροντα. Και τον κρέμασαν στα μανταλάκια».
«Στο ΥΕΘΑ, από το 1996 ως το 2001, ο Τσοχατζόπουλος διαχειρίστηκε συνολικά 211 εξοπλιστικά προγράμματα. Εδώ, κυρία εισαγγελέα», είπε κραδαίνοντας το έγγραφο ο συνήγορος, «έχουμε 4 τρισ.! Πώς γίνεται λοιπόν ο Τσοχατζόπουλος, που «κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση» επιθυμούσε ωφελήματα, να συνδέεται μόνον με τα υποβρύχια και τα Tor-M1 και να μη συνδέεται και με τα ραντάρ η τα Leopard;»
Η υπεράσπιση μέτρησε εξάλλου 29 χρόνια του πρώην κραταιού Άκη σε υπουργικούς θώκους και δύο μήνες στη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού. «Δεν ειπώθηκε τίποτα, ποτέ. Ο. Τσοχατζόπουλος ήταν σε γυάλινο σπίτι, τον ήξεραν οι πάντες».
Με αδιάσειστη την πεποίθηση ότι η κατηγορία για δωροδοκία του πρώην υπουργού παραμένει μετέωρη, ο κ. Παγορόπουλος επέμεινε ότι μόνον το ΚΥΣΕΑ θα μπορούσε να φωτίσει την πτυχή αυτή. «Θέλει τόλμη, κύριε πρόεδρε, να φωνάξεις τον Σημίτη! Ελπίζω ότι το Πενταμελές (ο δεύτερος βαθμός εκδίκασης της υπόθεσης) θα το κάνει».
Όταν μάλιστα ήλθε η στιγμή να αναφερθεί στο ρωσικό οπλικό σύστημα των Tor-M1, ο κ. Παγορόπουλος έδωσε ερμηνεία για τη δίωξη Τσοχατζόπουλου: «είδε» την επιλογή τους ως αφετηρία σχεδίου εκδίκησης κατά της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τους Αμερικανούς, παραδοσιακούς συμμάχους μας μέχρι τότε. «Αυτοί έστειλαν την BlackRock και την Debevoise Plimpton στη Γερμανία, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν δικογραφίες» είπε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος στάθηκε ιδιαίτερα στις «σφιχτές διαδικασίες» της προδικασίας για την προμήθεια των όπλων, ενώ υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί να γίνει παιχνίδι πριν από το ΚΥΣΕΑ».
Με σκεπτικό ότι η δωροδοκία μετακυλίσθηκε τελικά στις πλάτες του ελληνικού λαού, ζημιώνοντας το Δημόσιο, ο κ. Παγορόπουλος επεχείρησε να ανατρέψει την κατηγορία: «Τα ρωσικά αντιπυραυλικά συστήματα ήταν τα φθηνότερα, με ή χωρίς τα αντισταθμιστικά ωφελήματα. Πού είναι η ζημιά του ελληνικού Δημοσίου; Όσο για τα υποβρύχια, διερωτώμαι το εξής: Βάσει της απόφασης του Πρωτοδικείου του Μονάχου, η γερμανική Man -μητέρα εταιρεία της Ferrostaal και της HDW-, είχε κέρδος 36 εκατομμύρια ευρώ από τη δουλειά στην Ελλάδα. Πώς είναι δυνατόν ο Μιχάλης Ματαντός (αντιπρόσωπος της Ferrostaal στην Ελλάδα) να κάνει λόγο για μίζες της τάξης των 80 εκατομμυρίων ευρώ; Πού πήγαν τα λεφτά αυτά;»
Η «αποκαθήλωση» του Άκη
Ο κ. Παγορόπουλος έθεσε ως ορόσημο στην υπόθεση την αγορά του ακινήτου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου το 2010, καθώς αμέσως μετά ο Τύπος εξαπέλυσε «λυσσαλέα επίθεση» στον πρώην υπουργό.
Κομβικό στην πολιτική αποκαθήλωση Τσοχατζόπουλου χαρακτήρισε τον ρόλο του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου«ήταν εχθρός του, γιατί υπήρχε πάντα ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του, Ανδρέα» είπε-, αλλά και υπουργών του ΠαΣοΚ όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Χάρης Καστανίδης (καθώς ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης).
«Σαν να ήταν όλοι έτοιμοι από καιρό» είπε ο συνήγορος, κάνοντας λόγο για οργάνωση του «τέλειου εγκλήματος». Ο κ. Παγορόπουλος περιέγραψε βήμα προς βήμα πώς έφθασε η ώρα της σύλληψης Τσοχατζόπουλου, τονίζοντας ως καθοριστική τη συμφωνία μεταξύ πρωθυπουργού και τρόικας, που ήθελε οπωσδήποτε «και κάποιον στη φυλακή», αλλά και τη χειραγώγηση της Βουλής.
«Το βράδυ προτού συλληφθεί ο Τσοχατζόπουλος, ο τότε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός κ. Λουκάς Παπαδήμος προκηρύσσει εκλογές. Τυχαίο; Για μένα, καθόλου. Το μεγάλο ψάρι έχει ήδη πέσει στα δίχτυα» εκτίμησε η υπεράσπιση.