Ένας στους δέκα Έλληνες πάσχει από κατάθλιψη και χρήζει άμεσης θεραπείας. Τα στοιχεία έρευνας που διενήργησε ομάδα ειδικών επιστημόνων του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών δείχνουν ότι τα μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια, δηλαδή αυτά που απαιτούν άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση, είναι αυξημένα κατά 50% σε σχέση με το 2011.
Η μηνιαία επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης ανέρχεται για το 2013 σε ποσοστό 12,3% του ελληνικού πληθυσμού. Σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2011 (8,2%), το ποσοστό του 2013 (12,3%) παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση 50%, υποδεικνύοντας ότι η κλινική μείζων κατάθλιψη σημειώνει ανοδική πορεία στη χώρα μας, παράλληλα με την εντεινόμενη οικονομική κρίση.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης έρχονται να προστεθούν σε στοιχεία των προηγούμενων μελετών του ΕΠΙΨΥ, στα οποία αποτυπώνεται μια συνεχής και εντυπωσιακή αύξηση της επικράτησης της μείζονος κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό, από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009 και 8,2% το 2011.

«Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ευρήματα επιδημιολογικής μελέτης του 1984-1985 παρουσιάζουν παρόμοια επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης με ευρήματα της πρόσφατης περιόδου πριν από την κρίση. Φαίνεται δηλαδή ότι τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι και το 2008 τα ποσοστά της μείζονος κατάθλιψης δεν παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις» αναφέρουν οι ερευνητές.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα καταγράφεται προοδευτική αύξηση της κατάθλιψης, η οποία παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το μικρό χρονικό διάστημα (2008-2013) μέσα στο οποίο συντελείται.
Προφίλ των πασχόντων

Από τα δεδομένα της έρευνας του 2013 προκύπτει ότι μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, οι ηλικίες 35-44 και 55-64 ετών, τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, με εισόδημα ως 400 ευρώ, οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι.
Αναλυτικά:
* Οι γυναίκες φαίνεται πως πλήττονται από κατάθλιψη σε μεγαλύτερο ποσοστό (15,6%) σε σχέση με τους άνδρες (9%). «Το εύρημα αυτό», εξηγούν οι ειδικοί, «είναι σε συμφωνία με την κλασική επιδημιολογία της κατάθλιψης και εξηγείται πιθανώς τόσο από βιολογικούς παράγοντες όσο και από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών ρόλων της σύγχρονης γυναίκας».
* Η κατάθλιψη παρουσιάζεται περισσότερο στα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο (20,9%) έναντι σε αυτά με ανώτατο εκπαιδευτικό επίπεδο (7,2%). «Η τάση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως απόρροια των μειωμένων επαγγελματικών προσόντων όσων έχουν χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, τα οποία τους καθιστούν αφενός ιδιαιτέρως ευάλωτους σε μια επικείμενη απόλυση, αφετέρου λιγότερο ελκυστικούς υποψηφίους για ανεύρεση εργασίας» σημειώνουν οι ερευνητές.
* Ο ένας στους δύο Έλληνες (50%) με οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο των 400 ευρώ πληροί τα κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης, εύρημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως ανησυχητικό.
* Οι άνεργοι σε ποσοστό 19,8% βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα έναντι των ατόμων που εργάζονται (9,8%).
* Σε ό,τι αφορά τιςώρες εργασιακής απασχόλησης,το 16,9% αυτών που εργάζονται σε καθεστώς υποαπασχόλησης παρουσιάζουν μείζονα κατάθλιψη, ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό όσων εργάζονται με κανονικό ωράριο (7,2%), καθώς και εκείνων που εργάζονται περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα (8,1%). Το γεγονός αυτό πιθανώς οφείλεται στις μειωμένες οικονομικές απολαβές που συνδέονται με την υποαπασχόληση, αλλά και το άγχος ανεύρεσης συμπληρωματικής εργασίας.
Οικονομική δυσχέρεια
Από την έρευνα του ΕΠΙΨΥ προκύπτεις επίσης ότι ο ένας στους τρεις Έλληνες (35%) έχει αναγκαστεί να περιορίσει δραστικά τα έξοδά του ακόμα και για τα απολύτως αναγκαία είδη για τη διαβίωσή του. Επίσης, υψηλό ποσοστό (28,3%) έχει ήδη ξοδέψει μέρος ή και το σύνολο των αποταμιεύσεών του προκειμένου να διαχειριστεί τις δυσκολίες που απορρέουν από την οικονομική κρίση.
Βασικές οικονομικές δυσκολίες του πληθυσμού εντοπίζονται κυρίως στην αποπληρωμή της δόσης κάποιου δανείου, στην εξόφληση λογαριασμών και την πληρωμή της ελάχιστης δόσης κάποιας πιστωτικής κάρτας. Πολλοί δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τη δόση του αυτοκινήτου, τα έξοδα ένδυσης και υπόδησης, τα δίδακτρα των φροντιστηρίων, το ενοίκιο της κατοικίας ακόμη και τα ψώνια στο σουπερμάρκετ.
Σε σχέση με το 2011, περισσότεροι Έλληνες δυσκολεύονται να πληρώσουν τη δόση του αυτοκινήτου τους (μεταβολή της τάξης του 201,9%), το ενοίκιο της κατοικίας τους (μεταβολή της τάξης του 198,9%), τη δόση κάποιου δανείου (μεταβολή της τάξης του 160,5%), ενώ σε ποσοστιαία μεταβολή που ξεπερνά το 120% παρατηρείται αύξηση στα ποσοστά του πληθυσμού που δυσκολεύονται να πληρώσουν τα δίδακτρα των φροντιστηρίων και τους τρέχοντες λογαριασμούς.