Στην ελληνική πολιτική σκέψη η πρόσληψη της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, δηλαδή της συνθήκης ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας και των συμμαχικών δυνάμεων που υπήρξαν νικήτριες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιλαμβανομένης της Ελλάδος, συνοδεύεται ρητά ή άρρητα από αρνητικό πρόσημο. Σε αντίθεση προς τη Συνθήκη των Σεβρών του 1919, η οποία θεωρήθηκε ο θρίαμβος των εθνικών οραματισμών με τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», η Λωζάννη είναι η συνθήκη της ήττας και της καταστροφής, που έγινε δεκτή ως αδήριτη αναγκαιότητα και ως επισφράγιση της συμφοράς του ελληνισμού.
Ακριβώς αντίστροφη υπήρξε και παραμένει η πρόσληψη της Λωζάννης στην τουρκική πολιτική σκέψη, η οποία την αντιλαμβάνεται και την εξαίρει ως στιγμή θριάμβου και δικαίωσης των αγώνων και θυσιών του τουρκικού έθνους κατά τον λεγόμενο πόλεμο της ανεξαρτησίας των ετών 1919-1922. Η διάσταση μεταξύ των δύο συμβατικών αναγνώσεων της Λωζάννης εικονογραφεί χαρακτηριστικά την ψυχολογική απόσταση μεταξύ των δύο εθνικών κοινωνιών και υποδεικνύει το μέγεθος της προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί για να επουλωθούν τα τραύματα ώστε να καταστεί δυνατός ένας ειλικρινής διάλογος.
Απέναντι στις συμβατικές θεωρήσεις των πραγμάτων θα πρότεινα ότι θα άξιζε να δοκιμαστεί μια επαναστάθμιση με ζητούμενο το κατά πόσον τα πράγματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν και να αξιολογηθούν κάπως διαφορετικά, ώστε στην περίπτωση της Ελλάδος να αφαιρεθεί ενδεχομένως το αρνητικό πρόσημο από την αντίληψη της συνθήκης, ενώ στην περίπτωση της Τουρκίας να μετριαστεί η θριαμβολογική διαπραγμάτευση του ζητήματος η οποία εδραιώνει τα στερεότυπα και αναπαράγει τις προκαταλήψεις.
Οποιαδήποτε επαναστάθμιση οφείλει φυσικά να αρχίσει από μια προσεκτική ανάγνωση, ώστε να γνωρίζουμε τι ακριβώς διαλαμβάνει η συνθήκη. Διευκρινίζω ότι αναφέρομαι στη Συνθήκη Ειρήνης, η οποία υπεγράφη στη Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923 και όχι στη Σύμβαση της Ανταλλαγής των Πληθυσμών της 30ής Ιανουαρίου του ιδίου έτους, η οποία ως μνημείο διεθνούς δικαίου και πολιτικής σκέψης απαιτεί διαφορετική διαπραγμάτευση και αξιολόγηση.
Ανασύνδεση με την Ευρώπη
Αν μελετήσει κανείς το κείμενο, θα διαπιστώσει, πρώτον, ότι με το άρθρο 12 η Συνθήκη της Λωζάννης επιβεβαιώνει και αναγνωρίζει οριστικά την ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, πλην της Ιμβρου και της Τενέδου, και επί όλων των άλλων νησίδων και βραχονησίδων που βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές. Αυτή υπήρξε μια πρόνοια της συνθήκης την οποία δεν παρέλειπε ποτέ να υπογραμμίζει και να εξαίρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τη θεωρούσε σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα που αποσαφήνιζε το καθεστώς των νήσων του Αιγαίου υπέρ της Ελλάδος.
Η άλλη σημαντική εδαφική πρόνοια της Συνθήκης, η οποία ευνοούσε τον ελληνισμό, προκύπτει από το άρθρο 20 με το οποίο η Τουρκία αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία το 1914 και ως εκ τούτου παραιτείται από οποιαδήποτε κυριαρχική αξίωση επί της νήσου. Το σημαντικό στοιχείο πάντως δεν είναι οι εδαφικές διευθετήσεις, που άλλωστε είχαν επί της ουσίας κριθεί από τις πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά όσα αναφέρονται στην προστασία των μειονοτήτων. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί το σημείο καμπής, το οποίο εισάγει την έννοια της αναγνώρισης και του σεβασμού της ετερότητας και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πολιτική παιδεία και σκέψη των συμβαλλομένων μερών και μάλιστα της Ελλάδος και της Τουρκίας.
Για τις δυο χώρες, των οποίων η πολιτική παράδοση και ο κώδικας των κυρίαρχων πολιτικών αξιών κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν προσδιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά από την επιβολή του εθνικισμού, με όλα του τα παρεπόμενα, το νέο κλίμα που εισάγει η Συνθήκη αντιπροσωπεύει μια ανασύνδεση με την ευρωπαϊκή παράδοση των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών. Είναι δυνατόν να αναφερόμαστε σε ανασύνδεση διότι στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας αυτή η σύζευξη είχε συντελεστεί πρωταρχικά στην πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού. Σε αυτή την ανασύνδεση έγκειται και η ελπίδα που φέρνει ουσιαστικά η Λωζάννη στις δύο χώρες για την οργανική τους ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή παράδοση, για τον ενστερνισμό δηλαδή των αξιών του δυτικού κόσμου και την αποδοχή τους από αυτόν με κριτήριο την επιτυχία του ενστερνισμού των αξιών του –επιτυχία όχι μόνο ρητορική και κανονιστική αλλά και πρακτική.
Η αρχή της αμοιβαιότητας
Στο σημείο αυτό συνίσταται και η δοκιμασία όχι τόσο της βιωσιμότητας της συνθήκης ως πλαισίου συνύπαρξης των δύο χωρών και ως μηχανισμού συμμετοχής τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αλλά ιδίως η δοκιμασία των εσωτερικών πολιτικών κοινοτήτων των δύο χωρών ως προς την ειλικρινή ηθική εσωτερίκευση του κώδικα των αξιών της ευρωπαϊκής παράδοσης, που θα διασφάλιζε και την επιβίωση της ελευθερίας στις δύο κοινωνίες.
Η Συνθήκη της Λωζάννης εισήγαγε την αρχή της προστασίας των εθνικών ή, για την ακρίβεια, των θρησκευτικών μειονοτήτων, αλλά εισήγαγε με το άρθρο 45 και την αρχή της αμοιβαιότητας, η οποία εμπεριείχε και την παράλογη δυναμική της παραβίασης των αρχών της δικαιοσύνης, της ισοπολιτείας και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων ως απαρασάλευτων κανόνων της λειτουργίας μιας ελεύθερης κοινωνίας, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει στην αντισυμβαλλόμενη κοινωνία.
Η αρχή της αμοιβαιότητας βεβαίως καταργήθηκε από τη Συμφωνία της Βιέννης το 1969 για το δίκαιο των συνθηκών, η ένταξη της σχετικής πρόνοιας στη Συνθήκη της Λωζάννης όμως αποτέλεσε πηγή επανειλημμένων δοκιμασιών της ικανότητας των δύο χωρών να λειτουργήσουν ως κοινωνίες δικαιοσύνης και ελευθερίας, δοκιμασιών στις οποίες ως επί το πλείστον οι δύο κοινωνίες δεν απέβησαν επιτυχείς. Θα πρέπει μάλιστα να προστεθεί ότι δεν πρέπει να μας παρηγορεί το ότι οι αποτυχίες αυτές υπήρξαν μεγαλύτερες και περισσότερες στην περίπτωση της Τουρκίας.
Δίοδος προς μια νέα πραγματικότητα
Τη σημασία της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης ως αποφασιστικού αναβαθμού στην πορεία της Ελλάδας προς την οργανική ενσωμάτωσή της στις αξίες αλλά και στην πράξη του ευρωπαϊκού κόσμου αντιλήφθηκε και επεσήμανε ο σημαντικότερος έλληνας φιλελεύθερος στοχαστής του 20ού αιώνα, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος το 1961 συσχέτισε τη Λωζάννη με την άρτι τότε συντελεσθείσα σύνδεση της χώρας με τους υπό διαμόρφωση θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με εντυπωσιακή ευθυκρισία ο Θεοτοκάς επισημαίνει ότι η Λωζάννη προσέδωσε στην Ελλάδα τον χαρακτήρα ευρωπαϊκού εθνικού κράτους, το οποίο βρήκε τελικά τη φυσική του θέση στο γίγνεσθαι της ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης μετά την εποχή των Παγκοσμίων Πολέμων, με τη σύνδεσή του με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα θεωρημένη η Συνθήκη της Λωζάννης ως Συνθήκη ειρήνης και προστασίας των μειονοτήτων θα μπορούσε να επανεκτιμηθεί όχι πλέον ως επισφράγιση εθνικών συμφορών αλλά ως η δίοδος, ίσως καλύτερα η στενωπός, προς μια νέα εθνική πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται πλέον από πιο ουσιαστικές δυνατότητες αλλά και προκλήσεις αυτογνωσίας, δικαιοσύνης και ελευθερίας σε διάλογο με την πολιτική σκέψη και τον ηθικό προβληματισμό που διέπει τον συλλογικό βίο των φιλελεύθερων δημοκρατικών.

Ο κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ