Η νυχτερινή αγορά τροφίµων του Πεκίνου, µε τα λυόµενα κιόσκια, τα πολύχρωµα φωτάκια, τα αχνιστά γουόκ και τις σπεσιαλιτέ-θρίλερ, είναι περισσότερο ένα σόου για τους τουρίστες παρά ένα υπαίθριο σουπερµάρκετ όπου οι ντόπιοι αγοράζουν το φαγητό τους – εκείνοι προτιµούν τα εξίσου τροµακτικά µπακάλικα στις γειτονιές τους. Το καταλαβαίνεις µε το που πλησιάζεις στον πρώτο πάγκο, όταν ο… σεφ σηκώνει από την πυρωµένη σχάρα ένα καλαµάκι µε καλοψηµένο κρεατάκι που παραπέµπει σε κοτόπουλο (κυρίως λόγω του ανοιχτού χρώµατός του) και σε προτρέπει: «Come sir, snake! Very tasty!». Πόσο tasty, δεν θα µάθω ποτέ, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να βάλω φίδι στο στόµα µου, ακόµη και αν φτάσω στο τελικό στάδιο της ασιτίας. Ούτε ψητό ιππόκαµπο θα φάω, από εκείνους που πουλούσαν δίπλα. Ούτε τηγανητές αράχνες (υπήρχαν διαφόρων ειδών και µεγεθών), σκαθάρια και σκουληκάκια.

Η αλήθεια είναι ότι, κατά το πρόσφατο ταξίδι µου στην Ασία, όσες φορές και αν πέρασα από την αγορά που στήνεται κάθε βράδυ στο κέντρο της κινεζικής πρωτεύουσας, δεν είδα κανέναν από τους Δυτικούς που συνωστίζονταν µπροστά στους πάγκους µε τα… εξωτικά εδέσµατα να δοκιµάζει. Μόνο φωτογράφιζαν και εξέφραζαν, καθένας στη γλώσσα του, τον αποτροπιασµό τους, επιστρατεύοντας όλους τους αγίους του εορτολογίου: «Jesus Christ! Is this a snake?» και «Santa Madonna! Questo è uno scarafaggio» και «Pour l’amour de Dieu! Des araignées!». Δεν παριστάνω τον άνετο, θυµήθηκα κι εγώ διάφορους αγίους και αγίες, ειδικά όταν έφτασα στον πάγκο µε τους ζωντανούς σκορπιούς. Καθείς εκ των οποίων ήταν µπηγµένος µε βαρβαρότητα σε ένα καλαµάκι και περίµενε τον… λιχούδη που θα τον αγόραζε, κουνώντας σπασµωδικά την ουρά του και αργοπεθαίνοντας µπροστά στα µάτια των τουριστών. Αποτρόπαιο θέαµα, σε έκανε να λυπηθείς ένα αρθρόποδο που υπό άλλες συνθήκες θα σου προκαλούσε φόβο.

Είδα κι άλλα αξιοπερίεργα και εφιαλτικά περπατώντας µπροστά από τις µαγειρικές εστίες, όπου σκυθρωποί (το χαµόγελο δεν το έχουν εύκολο) Κινέζοι έψηναν διάφορα κοµµάτια κρέας και τα αναµείγνυαν µε λαχανικά που δεν γνώριζα. Είδα αποξηραµένες νυχτερίδες, τηγανητές ακρίδες, στοµάχια ψαριών που τα τεµάχιζαν και τα έριχναν στις σούπες, άλλες σούπες, µέσα στις οποίες επέπλεαν πόδια κότας µε τις φολίδες και τα νυχάκια τους! Η περιέργειά µου ήταν µεγαλύτερη από την αηδία που ένιωσα ορισµένες φορές να µε κατακλύζει. Πλησίαζα, παρατηρούσα, φωτογράφιζα. Οπως προανέφερα, όµως, δεν είχα το θάρρος να δοκιµάσω. Αν θα ήθελα να είχα τολµήσει; Θα ήθελα. Γιατί θα µπορούσα τώρα να σας περιγράψω τι γεύση έχει το φίδι, πόσο τραγανή είναι η καλοψηµένη αράχνη, αν µασιέται εύκολα ο ιππόκαµπος.

Ναι, ακούγεται σαν θρίλερ αυτό το κινεζικής προέλευσης δείπνο, ωστόσο, αν είµαστε ό,τι τρώµε, ας µην ξεχνάµε και πως τρώµε ό,τι µας έχουν µάθει ότι τρώγεται. Εποµένως, αν θεωρούµε αδιανόητο να βάλουµε στο στόµα µας ένα έντοµο επειδή οι Νεοέλληνες δεν περιλαµβάνουν τα έντοµα στη διατροφή τους, για κάποιον που µεγάλωσε µακριά από τη θάλασσα µπορεί να µοιάζει µε θρίλερ η αχινοσαλάτα ή οι ωµές πεταλίδες που στην Ελλάδα θεωρούνται µεζές πρώτης τάξεως. Σε κάποιον άλλον, που η γαστριµαργική κουλτούρα του δεν περιλαµβάνει τα σαλιγκάρια, οι µπουµπουριστοί χοχλιοί, οι οποίοι διαφηµίζονται ως µία από τις κορυφαίες σπεσιαλιτέ της λεβεντογέννας Κρήτης, θα προκαλούν ανατριχίλες. Οπως ανατριχίλες προκαλεί στον χορτοφάγο το λαχταριστό φιλέτο, το οποίο ο Γάλλος τρώει σχεδόν ωµό. Κοντολογίς, µια ιδέα είναι όλα, ακόµη και το φαγητό µας. Από εκεί και πέρα, από εµάς εξαρτάται πόσο ανοιχτοί είµαστε στις νέες ιδέες. Παρεµπιπτόντως, παρ’ ότι κάθε φορά κλείνω την εν λόγω στήλη µε µια συνταγή, σήµερα θα το αποφύγω. Υπάρχει, αλήθεια, έστω ένας ανάµεσά σας που θέλει να µάθει πώς µπορεί να ετοιµάσει πικάντικα κατσαριδάκια για το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής;