«Αν μου έθεταν το δίλημμα «κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες» ή «εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση», θα διάλεγα τις εφημερίδες».

Thomas Jefferson (1743-1826), συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και Γ
πρόεδρος των ΗΠΑ.
Εδώ και πάνω από μια δεκαετία συζητούμε –τουλάχιστον στον δημοσιογραφικό κόσμο της Δύσης –για το ποιο θα είναι το μέλλον των εφημερίδων και των περιοδικών. Και, όσον αφορά το ζήτημα του μέσου που πιθανόν θα έπαιρνε τη θέση του χαρτιού, εμείς οι του ΒΗΜΑscience είχαμε τον άνετο ρόλο να σας ενημερώνουμε για τις οργανικές οθόνες των ταμπλετών που έρχονταν ή για τα εύκαμπτα φύλλα οθόνης από γραφένιο που θα έρθουν, ή και την ακόμη πιο κατοπινή ολογραφική ανάγνωση του περιεχομένου τους, στον αέρα… Ομως η έννοια «εφημερίδα» ή «περιοδικό» δεν έχει να κάνει μόνο με το μέσο εκτύπωσης ή εμφάνισής τους. Εχει να κάνει με όλο το σύστημα παραγωγής και διάθεσής τους, με έναν ολόκληρο κόσμο αξιών, μοντέλων και στρατηγικών, που συνεχίζει να υπάρχει εφόσον διασφαλίζει οικονομικά ένα θετικό πρόσημο.
Θεωρητικά, ακόμη και με παροδικά αρνητικό πρόσημο, ο κόσμος αυτός παίρνει παράταση ζωής εφόσον τον στηρίζει η κοινωνία. Ομως, όπως προφητικά έγραψαν στις 8 Ιουλίου 2013 στη Ηuffington Post οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Yale Bruce Ackerman and Ian Ayres: «H κρίση (του Τύπου) στον αγγλόφωνο κόσμο θα μετατραπεί σε καταστροφή για τις μικρότερες γλωσσικές ζώνες. Η αγγλόφωνη αγορά είναι αρκετά μεγάλη ώστε οι διαφημιστές να πληρώνουν πολλά για να αποκτήσουν πρόσβαση στα δεκάδες εκατομμύρια αναγνωστών των διαδικτυακών New York Times ή του Guardian. Αλλά το πορτογαλικό αναγνωστικό κοινό είναι πάρα πολύ μικρό για να στηρίξει σοβαρή δημοσιογραφία στο Διαδίκτυο. Τι θα συμβεί στην πορτογαλική δημοκρατία όταν κανείς δεν θα είναι διατεθειμένος να πληρώνει για παλιομοδίτικες εφημερίδες;».
Είναι, επομένως, «αβάσταχτη ελαφρότητα» πλέον η μονομερής ενημέρωσή σας με την τεχνολογική πτυχή του ζητήματος. Θα πρέπει να δούμε το «τι θα συμβεί» πολύ πιο σφαιρικά.

Το μονοπάτι της κρίσης
Οσοι νοιάζονται μόνο για τις ειδήσεις και όχι για τους φορείς τους ίσως δεν έχουν αντιληφθεί ότι το δημοσιογραφικό τοπίο έχει γίνει την τελευταία δεκαετία σχεδόν «επίπεδο»: Εφημερίδες, ραδιοτηλεοπτικά κανάλια και περιοδικά εμβληματικά στον χώρο τους, εθνικής και διεθνούς εμβέλειας, τρίζουν εκ θεμελίων το ένα μετά το άλλο, συρρικνώνονται μέχρις ασφυξίας ή σαρώνονται από απρόσμενους νεόπλουτους «διασώστες». Χαρακτηριστικότερο και πιο πρόσφατο παράδειγμα η εξαγορά της Washington Post από τον ιδρυτή του διαδικτυακού βιβλιοπωλείου Amazon, Jeff Bezos, στις 5 Αυγούστου 2013, έναντι 250 εκατομμυρίων δολαρίων.
Γιατί συμβαίνει αυτή η κατάρρευση; Πώς έφθασαν έντυπα που κάποτε συνιστούσαν απαραίτητο «ξεκίνημα της ημέρας» να ψυχορραγούν βουτηγμένα στην αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού τους; Ποιο αμάρτημα πληρώνει ο Τύπος όταν «τον ξεχνούν όλοι» σαν γκρινιάρη κι ανήμπορο γέρο στο γηροκομείο;
Αν κάνετε την ερώτηση σε οικονομικούς επαΐοντες θα αποκομίσετε πλείστες απαντήσεις, με πιθανότερο κοινό τόπο τον εξής: «Ο Τύπος εθίστηκε στη μονοπωλιακή του θέση στην ενημέρωση και, όταν εμφανίστηκε το Διαδίκτυο ως διεκδικητής, ανοίχθηκε οικονομικά υπέρμετρα προκειμένου να «πνίξει το νεογέννητο στην κούνια του». Διείσδυσε λοιπόν στον κυβερνοχώρο εξαγοράζοντας τα «μαγαζιά-γωνία», αλλά… ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να βρει μοντέλο ουσιαστικής κερδοφορίας στον νέο αυτό κόσμο. Κερδοφορίας όχι μόνο αντίστοιχης του 30% που είχε απολαύσει στις δεκαετίες της ευδαιμονίας –ως το γύρισμα του αιώνα –αλλά ούτε καν του 15% στο οποίο αρκούνταν ως τη δεκαετία του ’70».
Αν το ίδιο ερώτημα υποβληθεί στους τεχνοκράτες της πληροφορικής θα γεννήσει ίσως την ακόλουθη διαφορετική απάντηση: «Ο Τύπος την έπαθε επειδή αντιμετώπισε μια χίμαιρα που άλλαζε συνεχώς μορφή. Στην αρχή τού είπαν ότι οι αναγνώστες που έχανε κοιτούσαν μια οθόνη υπολογιστή, κι αυτός προσάρμοσε το περιεχόμενό του αναλόγως. Επειτα όμως του είπαν πως η οθόνη αυτή μικραίνει και γίνεται οθόνη φορητού, οθόνη τάμπλετ, οθόνη κινητού και –τώρα –οθόνη ρολογιού. Εκείνος προσαρμοζόταν… προσαρμοζόταν… ωσότου ανακάλυψε πως δεν του αφήνουν πλέον χώρο παρά μόνο για τίτλους ειδήσεων. Και ότι όλη η διαφήμιση πηγαίνει ακριβώς σε εκείνους που συλλέγουν τίτλους ειδήσεων…».
Πέρα όμως από τα όσα δίκια τυχόν έχουν οι οικονομολόγοι και οι πληροφορικάριοι, σημαντικότατο θα ήταν να ακούσουμε και την άποψη των ιδίων των αναγνωστών για την κρίση του Τύπου. Εκεί η εύρεση κοινού τόπου είναι πολύ πιο δύσκολη, αλλά είμαι προσωπικά σίγουρος πως ένα γερό κοσκίνισμα θα έβγαζε κυρίαρχες τις φράσεις «γιατί να διαβάσω ειδήσεις που ήδη έχουν προβληθεί στην TV ή το YouTube;», «γράφουν για ό,τι ενδιαφέρει αυτούς και όχι ό,τι καίει εμένα, τη γειτονιά μου, τον κόσμο μου…», «γιατί να πληρώσω όταν μπορώ να τα βρω τσάμπα στο Internet;», ή «ο κόσμος μου είναι πια εικόνα και ήχος… με κουράζουν τα πολλά γράμματα».
Οι φράσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετα επιλεγμένες. Εμφανίζονται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στις έρευνες αγοράς των ΜΜΕ. Τι σημαίνουν; Οτι ο πλανήτης μας δεν υφίσταται μόνο τις συνέπειες μιας κλιματικής αλλαγής αλλά και μιας πολιτισμικής αλλαγής. Οπότε… αλληθώριζε ο συντάκτης της Washington Post, Paul Farhi, όταν έκλεινε το 2005 το άρθρο του «Ενα λαμπρό μέλλον για τις εφημερίδες» με τη φράση «ακόμη και αν οι εφημερίδες είναι δεινόσαυροι, οι δεινόσαυροι περιδιάβαιναν τη Γη για εκατομμύρια χρόνια». Η πρόσφατη εξαγορά της εφημερίδας του από τον «διαδικτυακό βιβλιοπώλη» απέδειξε ότι οι δεινόσαυροι μπορούν να συνεχίσουν τις βόλτες τους εφόσον γίνουν… pet.
Η αναζήτηση «νέας εποχής»
Κατευοδώνοντας τους αποφοίτους της Σχολής Δημοσιογραφίας του αμερικανικού πανεπιστημίου UC Berkeley, στις 16 Μαΐου 2009, η παλαίμαχη δημοσιογράφος Barbara Ehrenreich τους είπε: «Οσο υπάρχει μια ιστορία να ειπωθεί, μια αδικία να εκτεθεί, ένα μυστήριο να λυθεί, θα βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Η ύφεση δεν θα μας σταματήσει. Μια βιομηχανία (του Τύπου) που πεθαίνει δεν θα μας σταματήσει. Ακόμη και η φτώχεια δεν θα μας σταματήσει, γιατί βρισκόμαστε εδώ σε μια αποστολή. Αυτό είναι το νόημα του πτυχίου σας στη δημοσιογραφία. Μην το θεωρήσετε πιστοποιητικό που σας υπόσχεται δικαιώματα. Σκεφτείτε το σαν κλήση επιστράτευσης. Στη δεκαετία του ’70 λεγόταν «δημοσιογραφία με άποψη». Για εμάς, τώρα, είναι «αντάρτικη δημοσιογραφία» και δεν θα μας σταματήσουν».
Γενναία λόγια. Αλλά εξόν από το «αντάρτικο» κάποιοι αναζητούν και τη συνταγή που θα ξανακάνει τη δημοσιογραφία θελκτικό ανάγνωσμα, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους μια ειρηνική διαβίωση άνευ πείνας. Υπάρχει αυτή η συνταγή; Και αν ναι, ποιος τη γνωρίζει;
Τον Φεβρουάριο του 2009, όταν η αρχαιότερη εφημερίδα του Κολοράντο των ΗΠΑ έκλεισε έπειτα από 150 χρόνια λειτουργίας, ο τελευταίος εκδότης της Rocky Mountain News, John Temple, εκφώνησε τον εξής περίεργο επικήδειο: «Νομίζαμε ότι «βγάζαμε» μια εφημερίδα. Και φαίνεται ότι υπάρχουν πολλοί που το πιστεύουν ακόμη αυτό. Αλλά δεν βγάζαμε κάτι τέτοιο. Βγάζαμε ειδήσεις, πληροφορίες, γνώσεις και διασυνδέσεις».
Προτού οι δημοσιογράφοι «χωνέψουν» αυτό που είπε ο Temple, o επικεφαλής της Google, Eric Schmidt, δήλωσε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης Εφημερίδων (NAA mediaXchange 2009) τα εξής: «Θα πρέπει να συνηθίσετε στην ιδέα ότι δεν είστε μόνο γεννήτριες αξιόπιστου και επαγγελματικού επιπέδου περιεχομένου, αλλά και συσσωρευτές των νέων ειδών πληροφορίας που εξέθρεψε το Διαδίκτυο –δηλαδή συλλογικά επεξεργαζόμενων δομών γνώσης, όπως η Wikipedia και οι πληροφορίες που πηγάζουν από τους χρήστες του Διαδικτύου, μέσω των εικόνων, των βίντεο ροής και των ιστολογίων τους». Το συμπληρωματικό και επεξηγηματικό μήνυμα που έδινε ουσιαστικά το αφεντικό της Google στις εφημερίδες ήταν ότι ο έλεγχος περνούσε πλέον στους καταναλωτές των ειδήσεων.
Για τους «πολυεθνικούς εκδότες» η νέα αυτή εποχή έδειχνε ευπρόσδεκτη. Τουλάχιστον, αυτό καταλάβαινε κανείς από δηλώσεις όπως αυτή του πασίγνωστου Rupert Murdoch: «Ολο και περισσότεροι άνθρωποι θα αγοράζουν τις εφημερίδες τους σε φορητές και ευέλικτες συσκευές, με όλο και λιγότερα δένδρα να κόβονται για χαρτί. Αλλά δεν θα γίνει αμέσως. Θα πάρει ίσως και 20 χρόνια. Μετά… δεν θα υπάρχει χαρτί, δεν θα υπάρχουν εργοστάσια εκτύπωσης και δεν θα υπάρχουν συνδικάτα εργαζομένων».
Στο ίδιο μήκος κύματος –πέρυσι και έναν μόλις χρόνο προτού αγοράσει τη Washington Post –o Jeff Bezos της Amazon δήλωνε στη γερμανική εφημερίδα Berliner-Zeitung ότι «στο εγγύς μέλλον κάθε νοικοκυριό θα έχει πολλαπλές ταμπλέτες, πράγμα που θα δώσει επίσης νέα ώθηση και στις (ηλεκτρονικές) εφημερίδες». Και κατέληξε προβλέποντας και αυτός ότι έπειτα από 20 χρόνια δεν θα υπήρχαν έντυπες εφημερίδες.
Η επιχειρηματική συνταγή
Αν αποδεχθούμε ότι «η σφαγή» που ήδη βιώνουν οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες και τα περιοδικά είναι απόρροια μιας μεταβατικής εποχής –που κάποτε θα περάσει –ποια είναι η μορφή του μέλλοντός τους σε αυτό το περίεργο νέο τοπίο πληροφόρησης;
Απαντήσεις αναζητούν όλοι, αλλά από τους πιο μεθοδικούς σε αυτή την αναζήτηση είναι οι Φινλανδοί, οι οποίοι «έχουν να χάσουν πολλά από την αλλαγή» (λόγω του χαρτιού που ως σήμερα πουλούσαν στις εφημερίδες) αλλά και «έχουν ετοιμαστεί νωρίτερα από όλους» (με την πρωτοπορία τους σε κινητή τηλεφωνία και διαδικτύωση). Το «Συμβούλιο των Σοφών» που έχει θεσμοθετήσει αυτή η χώρα ως σύμβουλο της εκάστοτε κυβέρνησής της, ανέθεσε στη διετία 2010-2012 στο Πανεπιστήμιο Aalto και το Τεχνολογικό Ερευνητικό Κέντρο της Φινλανδίας VTT τη διερεύνηση του «Περιοδικού του Μέλλοντος». Το πόρισμα της έρευνας δημοσιεύθηκε εφέτος και μπορείτε να το διαβάσετε διαδικτυακά στο www.vtt.fi/inf/pdf/technology/2013/T83.pdf/.
Τι μας λέει εν περιλήψει η έρευνα των Φινλανδών; Οτι η ψηφιοποίηση των μέσων ενημέρωσης έχει οδηγήσει σε πολυδιάσπαση του αναγνωστικού κοινού και τα κοινωνικά δίκτυα του Διαδικτύου αναλαμβάνουν ρόλο επικοινωνιακού φίλτρου συμπληρωματικό σε εκείνον των συμβατικών καναλιών πληροφόρησης. Το περιοδικό του μέλλοντος θα είναι μια περίοπτη «φίρμα», που θα έχει την παρουσία της και σε έντυπα και σε ηλεκτρονικά και σε κινητά μέσα, και θα φροντίζει για την ανάπτυξη «σφιχτοδεμένης κοινότητας αναγνωστών» γύρω της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι αφενός οι υπηρεσίες του περιοδικού θα είναι προσβάσιμες στους καταναλωτές-αναγνώστες μέσω διαφόρων διαύλων (τόσο σε έντυπη όσο και σε ψηφιακή μορφή) και αφετέρου ότι οι συμμετέχοντες στις κοινότητες των αναγνωστών θα μπορούν να γίνουν συν-δημιουργοί του περιεχομένου του περιοδικού. Ο εκδότης θα δρα πλέον ως συντονιστής της κοινότητας.
Το νέο αυτό μοντέλο (μοντέλο παροχής υπηρεσιών) προσφέρει στους καταναλωτές καλύτερες ευκαιρίες για την επιλογή του πιο κατάλληλου περιεχομένου για τους εαυτούς τους, σε όποια μορφή βρίσκουν βολικότερη ανά πάσα χρονική στιγμή. Αλλά ο μετασχηματισμός των ΜΜΕ σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών θα απαιτήσει και την υιοθέτηση ενός αντίστοιχου επιχειρηματικού μοντέλου, το οποίο θα κρατά προσεκτικό λογαριασμό των αναγκών των διαφόρων ομάδων καταναλωτών/αναγνωστών του, του πώς αντιλαμβάνονται τις διαφορετικές μορφές των μέσων ενημέρωσης… του τι συνιστά αξία γι ‘αυτούς στην κάθε μορφή των μέσων… και πώς όλα αυτά μπορούν να μεταφράζονται σε κερδοφορία για τα επόμενα έτη.
Η αλλαγή του περιεχομένου
Ενόσω τα επιτελεία εφημερίδων και περιοδικών υπολογίζουν και ξαναϋπολογίζουν την κερδοφορία του μοντέλου παροχής υπηρεσιών, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται το «τι σόι άρθρα» περιμένει από αυτούς η νέα εποχή. Στη δεκαετία που πέρασε, μυριάδες επαΐοντες ξεχύθηκαν στον πλανήτη και δίδαξαν σε άπειρα σεμινάρια τον «νέο τρόπο γραφής στο Διαδίκτυο». Μολονότι οι τεχνικές τους ήταν καλοδουλεμένες και λογικά αντίστοιχες των μηχανισμών «ανανέωσης των ιστοσελίδων», «εστίασης στο θέμα», «συνάρμοσης με συναφείς και προγενέστερες ειδήσεις» και τα τοιαύτα, το αποτέλεσμα είναι μάλλον αξιοθρήνητο: από τη μια οι διδαχθέντες κατάφεραν να… γράφουν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ενώ από την άλλη έβλεπαν τους εντελώς άναρχους (συντακτικά και γραμματικά) ερασιτέχνες των ιστολογίων (blogs) να τους κλέβουν την αναγνωσιμότητα. Μήπως λοιπόν δεν φταίει τόσο η μορφή παρουσίασης όσο το περιεχόμενο των άρθρων;
Ο δανός ερευνητής του χώρου των ΜΜΕ Thomas Baekdal είναι σίγουρος ότι όλα αυτά απηχούν μια σημαντική αλλαγή ρόλου: «Οταν κοιτάζω τις τάσεις που διαμορφώνονται» λέει στη μελέτη του www.baekdal.com/analysis/news-as-data-and-the-future-of-newspapers, «πείθομαι ότι μελλοντικά αυτό που ορίζουμε σήμερα ως ειδήσεις θα χωριστεί σε τρεις πλήρως διαφορετικές περιοχές. Η μία περιοχή θα είναι αυτή των ειδήσεων ως δεδομένα, η άλλη εκείνη των ειδήσεων ως ρεπορτάζ διερεύνησης και η τρίτη εκείνη των ειδήσεων υπό τη μορφή ανάλυσης, προοπτικής και τεχνογνωσίας». Στη μελέτη του εξηγεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παραδείγματα το πόσο βαρετό είναι –κυρίως για τη νέα γενιά –να διαβάζει στις εφημερίδες ειδήσεις που αναπαράγονται και από όλα τα άλλα μέσα, με εντελώς «χαζό τρόπο». Λέει μάλιστα το εξής σημαδιακό: «Ο κόσμος γίνεται όλο και πιο άμεσος, και σε αυτή την αμεσότητα οι κομιστές ειδήσεων είναι ένας ρόλος που είναι πλέον αχρείαστος».
Παρόμοια αντίληψη φαίνεται να έχουν κάποιοι και στην απέναντι μεριά του Ατλαντικού. Ο δημοσιογράφος Michael Hirschorn του βοστωνέζικου The Atlantic έγραψε: «(Οι εφημερίδες) θα ανακαλύψουν ότι ο παγκόσμιος ιστός τούς επιτρέπει (ή έστω τους επιβάλλει) την επικέντρωση σε ένα στενότερο φάσμα θεμάτων και ενδιαφερόντων, ενώ παράλληλα βοηθά δημοσιογράφους και εκδόσεις από άλλα μέρη του κόσμου να βρουν νέα ακροατήρια. Η εφημερίδα του μέλλοντος», καταλήγει, «μπορεί να μοιάζει στην Huffington Post περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
Η αντίληψη αυτή εμβαθύνεται από κάποιους άλλους με προτάσεις ανάληψης των διερευνητικών ρεπορτάζ όχι πλέον από τις ίδιες τις εφημερίδες αλλά από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Παράδειγμα στην πράξη είναι το νεόφυτο μη κερδοσκοπικό ίδρυμα ProPublica, που διευθύνεται από τον πρώην αρχισυντάκτη της Wall Street Journal Paul Steiger. Με προϋπολογισμό 10 εκατομμυρίων δολαρίων για το πρώτο του έτος, απασχολεί 18 μόνιμους ρεπόρτερ και παρέχει δωρεάν τα ρεπορτάζ τους σε ΜΜΕ όπως οι New York Times, The Atlantic και το 60 Minutes. Την κίνηση αυτή δήλωσε ότι θα μιμηθεί και η Huffington Post, η οποία επίσης ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει πόρους για ερευνητική δημοσιογραφία.
Φαίνεται λοιπόν ότι το μανιφέστο για «αντάρτικη δημοσιογραφία» της Barbara Ehrenreich είχε τελικά κάποια απήχηση… Αλλά πώς θα επιβιώσουν στην «εποχή της μετάβασης» οι εφημερίδες και τα περιοδικά που θέλουν να εστιάσουν και στην τρίτη κατηγορία ειδήσεων κατά Baekdal –εκείνη της ανάλυσης, της προοπτικής και της τεχνογνωσίας;
Οι καθηγητές Bruce Ackerman και Ian Ayres της αρχής του άρθρου μας πιστεύουν ότι έχουν τη λύση υπό τη μορφή εθνικής επιδότησης: «Σύμφωνα με την πρότασή μας», έγραψαν στο άρθρο τους How the Internet Can Save Journalism, «κάθε άρθρο ενημέρωσης στο Διαδίκτυο θα τελειώνει ρωτώντας τον αναγνώστη αν θεωρεί ότι τον κατατόπισε. Αν απαντήσει ναι, το μήνυμά του θα στέλνεται σε ένα Εθνικό Κληροδότημα Δημοσιογραφίας –το οποίο θα λαμβάνει ετήσια χρηματοδότηση από την κυβέρνηση. Αυτά τα χρήματα θα διανέμονται στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς με βάση έναν αυστηρό μαθηματικό τύπο, που θα μεταφράζει τα περισσότερα κλικ σε μεγαλύτερη επιδότηση».
Δεν είμαι σίγουρος αν τα κουπόνια ενός τέτοιου Εθνικού Κληροδοτήματος θα περιέσωζαν τη «χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας» και στην πολύπαθη Ελλάδα. Οπωσδήποτε όμως συμφωνώ με τον Δανό Thomas Baekdal στο ότι η νέα γενιά «δεν χρειάζεται πλέον τους δημοσιογράφους να της πουν τι συνέβη. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται δημοσιογράφους που θα της πουν γιατί συνέβη και γιατί αυτό είναι σημαντικό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ