«… γνώριμος και ξένος…».

Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες

Επιμέλεια Βασίλης Βασιλειάδης.

Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας,

Θεσσαλονίκη 2013,

σελ. 328, τιμή 12 ευρώ

Ο Ρίτσος είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας ποιητής μετά τον Καβάφη. Καζαντζάκης και Καβάφης παραμένουν οι πιο δημοφιλείς λογοτέχνες μας στο εξωτερικό, με μια σημαντική διαφορά: ο αλεξανδρινός ποιητής διαβάζεται ως ποιητής οικουμενικός, όχι ως ποιητής του Ελληνισμού, ενώ ο κρητικός συγγραφέας διαβάζεται ως αντιπροσωπευτικός νεοέλληνας λογοτέχνης ο οποίος με το έργο του και ιδιαίτερα με την κινηματογραφική μεταφορά τουΖορμπάκαθιερώνει μια εικόνα του Ελληνα την οποία οι ξένοι εκδότες αναζητούν στους νεότερους έλληνες συγγραφείς. Η μεταφρασμένη ελληνική ποίηση υπερτερεί της πεζογραφίας –τουλάχιστον ως το 1980 –και οι συλλογικές ανθολογίες των ατομικών εκδόσεων. Παρά τη σύγχρονη παντοκρατορία της αγγλικής, η γαλλική εξακολουθεί να αποτελεί και στις πρόσφατες δεκαετίες την κύρια γλώσσα διαμεσολάβησης για την είσοδο της λογοτεχνίας μας στη διεθνή εκδοτική αρένα, με αρωγό επίσης τη γερμανική. Αυτές είναι ορισμένες από τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την ανάγνωση του συλλογικού τόμου«… γνώριμος και ξένος…». Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσεςπου κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ) με την επιμέλεια του νεοελληνιστή Βασίλη Βασιλειάδη.

Ο τόμος είναι το επιστέγασμα μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΕΓ το διάστημα 1998-2003. Ομάδες εργασίας με επικεφαλής έλληνες και ξένους ελληνιστές, μεταξύ των οποίων και διακεκριμένοι μεταφραστές όπως ο Ντέιβιντ Κόνολι (αγγλικά), Μπιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ (ισπανικά), Ελενα Λάζαρ (ρουμανικά), κατέγραψαν την παρουσία ελληνικών λογοτεχνικών κειμένων σε αυτοτελείς εκδόσεις σε 17 γλώσσες της Ευρώπης (αγγλική, αλβανική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανέζικη, γλώσσες της Ισπανίας, ιταλική, νορβηγική, ολλανδική, πορτογαλική, ρουμανική, ρωσική, σερβική, σουηδική, τουρκική, φινλανδική) για τον 19οκαι τον 20ό αιώνα.
Μόλις ολοκληρωθεί η ανάρτηση όλων των στοιχείων της καταγραφής αυτής στον ηλεκτρονικό κόμβο του ΚΕΓ (http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/bibliographies/from_greek/index.html), θα έχουμε διαθέσιμο ένα σημαντικό βιβλιογραφικό εργαλείο που συμπληρώνει την παλαιότερη συστηματική καταγραφή της Ερης Σταυροπούλου (Βιβλιογραφία μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΕΛΙΑ, 1986) και το Αρχείο Μεταφρασμένων Ελληνικών Βιβλίων του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=470) και τα επεκτείνει με νέα ενδιαφέροντα στοιχεία για την τύχη των μεταφρασμένων ελληνικών λογοτεχνημάτων σε βιβλιοθήκες και σε βιβλιοπωλεία.
Χρειαζόμαστε τα πραγματικά δεδομένα προκειμένου να μη διαιωνίζονται μύθοι και στρεβλές εντυπώσεις για την παρουσία και την πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό και για να συγκροτήσουμε επιτέλους σε στέρεες βάσεις μια μεθοδική και αποτελεσματική πολιτική προώθησης του ελληνικού βιβλίου. Διότι, παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις, η ελληνική λογοτεχνία μεταφράζεται αλλά δεν κυκλοφορεί ευρέως και σπάνια έχουμε επανεκδόσεις. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μεγάλης φίλης των ελληνικών γραμμάτων Ισπανίας, όπου μόνο οι μισοί τίτλοι των ελληνικών βιβλίων που έχουν εκδοθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια είχαν υπολογίσιμη κυκλοφορία ενώ το 40% των τίτλων αυτών είναι εξαντλημένοι, έστω κι αν είχαν αρχικά κάποια εμπορική επιτυχία.
Το ότι η μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας ευνοήθηκε, διαχρονικά, από τις ιστορικές συγκυρίες είναι αναμφισβήτητο. Ο Αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία το 1821, σε συντονισμό με τον αγώνα και άλλων λαών στην Ευρώπη για τη δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών, πυροδοτεί μια σειρά ανθολογιών δημοτικών ελληνικών τραγουδιών σε πολλές γλώσσες τον 19οαιώνα. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, έλληνες αριστεροί πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαθίστανται στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ εργάζονται για την προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως η Μέλπω Αξιώτη στο Ανατολικό Βερολίνο και ο Δημήτρης Χατζής στη Βουδαπέστη. Αντίστοιχη είναι η δράση των Ελλήνων που καταφεύγουν στο Παρίσι μετά την απριλιανή δικτατορία.
Ειδικές διακρατικές σχέσεις και πολιτικές και πολιτισμικές «συγγένειες» ενθαρρύνουν επίσης τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ελληνιστής Ρολφ Εσε παρατηρεί ότι στη Δανία αναπτύσσεται το ενδιαφέρον για τα ελληνικά γράμματα στη δεκαετία του 1960, όταν ο τότε έλληνας διάδοχος Κωνσταντίνος παντρεύεται τη δανέζα πριγκίπισσα Αννα-Μαρία. Στη Σουηδία των Βραβείων Νομπέλ ο περισσότερο μεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας, με 25 αυτοτελείς εκδόσεις, είναι ο πρώτος νομπελίστας μας, ο Γιώργος Σεφέρης, ενώ στη Ρωσία ο πιο δημοφιλής είναι ο βραβευμένος με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη Γιάννης Ρίτσος.
Τον ρόλο της –και διόλου αμελητέο –παίζει στη μετάφραση της νεοελληνικής λογοτεχνίας η ίδρυση τμημάτων νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Πολλές «αναδρομικές» μεταφράσεις παλαιότερων έργων της λογοτεχνίας μας αλλά και σύγχρονων έργων γίνονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι διδακτικές ανάγκες της ελληνομάθειας. Δεν είναι μεταφράσεις εύστοχες πάντοτε, και σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν αναγνωστικό κοινό έξω από τον περίβολο του πανεπιστημίου.
Εκδοτικοί οίκοι, όπως ηRomiosiniστη Γερμανία, που εξειδικεύονται στη συστηματική έκδοση ελληνικών τίτλων, έχουν συμβάλει εξαιρετικά στην παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, φαίνεται όμως πως οι έλληνες συγγραφείς αποκτούν πραγματικά αναγνωστικό κοινό σε μια ξένη χώρα όταν τους αναλαμβάνει ένας γνωστός εμπορικός εκδοτικός οίκος, πράγμα που συνέβη με τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Πέτρο Μάρκαρη στην Ισπανία, σημειώνει ο Μπιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η οικονομική ενίσχυση και οι επιδοτήσεις των ελληνικών μεταφράσεων βοήθησαν καθοριστικά την έκδοση ελληνικών τίτλων στο εξωτερικό, το επισημαίνουν πολλοί συνεργάτες του τόμου, ειδικά όταν πρόκειται για μεταφράσεις προς άλλες «ασθενείς» γλώσσες, ολλανδική, σερβική, φιλανδική κ.ά. Την ίδια περίοδο χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής ερευνητών και φοιτητών και στην ανάπτυξη του τουρισμού αρχίζει να δημιουργείται μια κοινότητα μεταφραστών με επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας ώστε να διαβάζει ελληνική λογοτεχνία από το πρωτότυπο. Είναι οι άνθρωποι που συνήθως αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να προτείνουν έναν τίτλο προς μετάφραση.
Το τι επιλέγεται κάθε φορά προς μετάφραση είναι ένα άλλο ουσιαστικό ζήτημα προς συζήτηση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τις επιλογές καθόρισαν οι ιδεολογικές συγγένειες ενώ οι χώρες της Δύσης έδειξαν προτίμηση σε κείμενα που παρουσιάζουν μια «εξωτική» ή «τουριστική» εικόνα της Ελλάδας. Οι προσωπικές γνωριμίες των συγγραφέων με ξένους ομοτέχνους τους και μεταφραστές καθώς και η συμμετοχή τους σε θεσμικά όργανα λογοτεχνικών συλλόγων και σωματείων ευνοεί συχνά μεταφραστικές επιλογές που δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή μιας περιόδου ενώ αξιόλογα νεοελληνικά κείμενα δεν καταφέρνουν να μιλήσουν ξένες γλώσσες.
Ο τόμος εκθέτει όψεις της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε μετάφραση, που δίνουν το έναυσμα για ενδελεχείς μελέτες της πρόσληψης της λογοτεχνίας μας στο εξωτερικό. Δεν είναι όμως μόνο φιλολογικό το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι λογοτεχνικές μεταφράσεις. Αποτυπώνουν ευρύτερες πολιτισμικές σχέσεις αλλά και πολιτικές σχέσεις και αποτελούν εξαιρετικά εύγλωττες αντανακλάσεις της εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό, χρήσιμες για να αντιληφθούμε πώς μας προσδιορίζουν οι ευρωπαϊκοί λαοί και πώς μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε τον εαυτό μας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Ενα πρόχειρο παράδειγμα: οι διακυμάνσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται ποσοτικά στις εκδόσεις ελληνικών τίτλων στην Τουρκία όπου επιλέγονται προς μετάφραση, γράφει η τουρκάλα ελληνίστρια Νταμλά Ντεμίροζου, τίτλοι που«ανακατασκευάζουν την ελληνική ταυτότητα σε αντιδιαστολή με την εικόνα του «Αλλου/Τούρκου» μέσα στο σύνολο αξιών της ελληνικής διήγησης».
Η κρίση και η μετάφραση
Τα δεινοπαθήματα της Ελλάδας στη διάρκεια της νεότερης Ιστορίας συνοδεύονται συνήθως από αναβιώσεις του ενδιαφέροντος για λογοτεχνικές μεταφράσεις. «Το συγκυριακό ενδιαφέρον ήταν πάντα η μοίρα των «μικρών» γλωσσών» εκτιμά μιλώντας στο «Βήμα» ο Πέτρος Μάρκαρης, από τους πιο αναγνωρίσιμους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς στη Γερμανία, στην Ισπανία και στην Ιταλία, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η ευμενής πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό έχει αυξηθεί πολύ με την κρίση».
Την ίδια «πικρή διαπίστωση» κάνει και ο νεότερος Χρήστος Οικονόμου, που εμφανίστηκε μέσα στην κρίση και είδε τη συλλογή διηγημάτων τουΚάτι θα γίνει, θα δεις(Πόλις, 2010) να μεταφράζεται στα ιταλικά (2012) και στα γερμανικά (2013). Από το Βερολίνο όπου βρέθηκε μας είπε ότι οι Γερμανοί «θέλουν να γνωρίσουν ανθρώπους από την Ελλάδα που δεν είναι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι και να πληροφορηθούν από αυτούς για όσα συμβαίνουν τώρα στη χώρα μας».

Διαπίστωσε επίσης ότι, μολονότι διαβάζουν πολύ, οι Γερμανοί εξακολουθούν να έχουν μια στερεοτυπική εικόνα της Ελλάδας και πολλοί «ταράζονται» στην παρουσίαση μιας διαφορετικής εικόνας του Ελληνα. «Το σίγουρο είναι», λέει, «ότι ενδιαφέρονται για ελληνικά βιβλία που αναφέρονται στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν τους ενδιαφέρει ένα μυθιστόρημα που αφήνει στην άκρη το τοπικό για χάρη του παγκόσμιου».

«Οι ξένοι εκδότες κόπτονται για καλά βιβλία και συγγραφείς και όχι για το πανεπιστημιακό σύνδρομο της «νεοελληνικής λογοτεχνίας»» προσθέτει ο Πέτρος Μάρκαρης και εξηγεί ότι για να έχει τύχη αγαθή ένας έλληνας συγγραφέας σε μια ξένη γλώσσα απαιτείται ένας ελληνομαθής που θα αγαπήσει και θα προωθήσει κάποιο βιβλίο του στο εκδοτικό κύκλωμα της χώρας του, ένας εκδότης που θα «μυριστεί» ένα βιβλίο με προοπτικές επιτυχίας, ένας καλός μεταφραστής και πολύ «τρέξιμο» από τον ίδιο τον συγγραφέα προκειμένου να έρθει σε επαφή με τους αναγνώστες της γλώσσας υποδοχής και να δημιουργήσει σταδιακά μέσω παρουσιάσεων και δημόσιων αναγνώσεων το δικό του κοινό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ