Το 1980 η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μ. Αλέξανδρος» διχάζει την κινηματογραφική κριτική αλλά και την ευρύτερη Αριστερά. Στο πρόσωπο του Μ. Αλεξάνδρου κρίνεται κατά ορισμένους ο Αρης Βελουχιώτης ή ακόμη και ο Στάλιν. «Το Βήμα» δημοσιεύει σαλόνι με συζήτηση μεταξύ εκπροσώπων πολιτικών νεολαιών, κριτικών και του σκηνοθέτη. Η Ιστορία είχε μπει στην οθόνη του κινηματογράφου και είχε προκαλέσει μια τεράστια δημόσια συζήτηση.

Ακόμη δεν υπήρχαν κοινωνικά δίκτυα και η τηλεόραση ήταν πολύ κλειστή για να φιλοξενήσει τέτοιες συζητήσεις.

Χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 2011, ο Θάνος Βερέμης με παρουσιαστή τον συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο θα παρουσιάσει την άποψή του για την ιστορία της ελληνικής επανάστασης και θα πυροδοτήσει έναν ατέρμονα διάλογο στα κοινωνικά δίκτυα ξεσηκώνοντας πολιτικές εντάσεις. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί το 2007 με το βιβλίο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που επιμελήθηκε η καθηγήτρια Μαρία Ρεπούση και στο οποίο αναφερόταν: «Χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονται στο λιμάνι (της Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα…». Ισως η λέξη «συνωστίζονται» που συζητήθηκε δημόσια περισσότερο από κάθε άλλη σε επιφυλλίδες, οργισμένα άρθρα, σατιρικά κείμενα, γελοιογραφίες, επιθεωρησιακά κείμενα, πολιτικές αντιπαραθέσεις στη Βουλή κτλ. έδωσε το στίγμα του πώς η Ιστορία βγαίνει από την έρευνα, από το στεγνό επιστημονικό κείμενο και γίνεται talk of the town, σημείο συζήτησης και αναφοράς για μεγάλες κοινωνικές ομάδες που ανατροφοδοτούνται από τα media.

Το συνέδριο για τη δημόσια ιστορία που ολοκληρώνεται σήμερα στον Βόλο με θέμα «Χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας: Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα» εκτείνεται σε πάρα πολλούς τομείς του επιστητού όπου η Ιστορία παρεμβαίνει στο σήμερα, καταγράφεται και ξαναγράφεται από μη ιστορικούς παρεμβαίνοντας στην κοινωνία.

Οι ανακοινώσεις είναι πολλές και ψηλαφούν πεδία που σε εκπλήσσουν. Παράδειγμα, η τοποθέτηση, η αισθητική και η διασπορά των γλυπτών σε μια πόλη. Οι Αντρέας Π. Ανδρέου και Κώστας Κασβίκης στην παρέμβασή τους επικεντρώνονται σε δύο δημόσια μνημεία τα οποία απεικονίζουν τον βασιλιά Φίλιππο Β’ τα οποία τοποθετήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1993 και στα Bitola (Μοναστήρι) της πΓΔΜ από το 2009 ως το 2011. Παρά τη χρονική απόσταση που χωρίζει την ανέγερσή τους, τα δύο αυτά δημόσια γλυπτά συνδέονται με την ιστορία της Αρχαίας Μακεδονίας και τις πολιτικές χρήσεις της στο πλαίσιο της ανάδυσης του μακεδονικού ζητήματος στη δεκαετία του ’90. Γι’ αυτόν τον λόγο τα δύο αγάλματα εξετάζονται ως τόποι ιστορικής μνήμης με ιδιαίτερη αναμνηστική και συμβολική αξία, ως δημόσιες εκδηλώσεις εορτασμού και επανακατασκευής της εθνικής μνήμης, ως απόπειρες πολιτικής χειραγώγησης και ως πεδία συγκρούσεων διαφορετικών ομάδων για τη μορφή και τους τρόπους αναπαράστασης της συμβολικής αξίας του παρελθόντος.
Παρόμοια θεματικά είναι και η παρέμβαση των Βασίλη Δαλκαβούκη και της Κατερίνας Τσέκου που αφορά τα μνημεία της Κομοτηνής, μιας περιοχής με έντονη παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας, και τις ανταγωνιστικές σχέσεις που αναπτύσσονται με το χριστιανικό στοιχείο. Τα μνημεία συνιστούν ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αποτύπωσης αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης στον δημόσιο χώρο καθώς αναπαριστούν την εκάστοτε επίσημη αντίληψη για το ιστορικό παρελθόν και την προβάλλουν στο δημόσιο χώρο. Από την άποψη αυτή σημασία δεν αποκτά μόνο η παρουσία αλλά και η απουσία μνημείων για συγκεκριμένα γεγονότα.


Οι εβραίοι στη λογοτεχνία
Μια μεγάλη κατηγορία παρεμβάσεων αφορά τη λογοτεχνία. Θυμόμαστε ότι όταν ο συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης έθιξε το θέμα της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο στο βραβευμένο μυθιστόρημά του «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή», μια ομάδα ακροδεξιών τραμπούκων απαγόρευσε την παρουσίαση του, και στην πράξη το βιβλίο αυτό δεν παρουσιάστηκε ποτέ και πουθενά δημόσια, παρά την κυκλοφοριακή επιτυχία του. Τα τελευταία χρόνια μέσα από τη λογοτεχνία υπάρχει μια επαναδιατύπωση της ιστορίας των εβραίων. Διεθνώς η συζήτηση φούντωσε με τα έργα «Οι Χαμένοι» του Μέντελσον και «Ευμενίδες» του Λίτελ. Σήμερα έχει μεταφερθεί και στη χώρα μας. Στο συνέδριο εξετάζονται πολλές πτυχές αυτής της νέας αφήγησης.
Η Ξένια Ελευθερίου εξετάζει το πώς παρουσιάζεται το «Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων στο Διαδίκτυο» μέσα από περίπου 900 δικτυακούς τόπους. Σκοπός της έρευνας δεν είναι η διερεύνηση του τι πραγματικά συνέβη όσον αφορά το Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων αλλά του πώς διαχειρίζεται σήμερα το συγκεκριμένο γεγονός μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο θέμα εξετάζει και ο σκηνοθέτης Γιώργος Ανδρίτσος μέσα από φιλμικά κείμενα, δηλαδή μέσα από τις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους οι οποίες έχουν αναφορές στις διώξεις ενάντια στους έλληνες εβραίους στα χρόνια της Κατοχής της Ελλάδας από τις φασιστικές δυνάμεις του Αξονα που οδήγησαν στον αφανισμό των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Από μια άλλη σκοπιά η Αννα-Μαρία Δρουμπούκη παρουσιάζει το θέμα «Οι Ελληνες ως οι νέοι εβραίοι: Η επικαιροποίηση της Κατοχής στην Ελλάδα της κρίσης», το πώς δηλαδή σήμερα στα μέσα και ιδιαίτερα στα κοινωνικά δίκτυα παρουσιάζονται οι Ελληνες να καταπιέζονται ως άλλοι εβραίοι από τους Γερμανούς της Μέρκελ.
Υπάρχουν ακόμη δεκάδες πρωτότυπες ανακοινώσεις όπως οι αφηγήσεις της Ιστορίας μέσα από τη φωτογραφία, οι ομάδες προφορικής ιστορίας όπως αυτές στην Κυψέλη ή οι προφορικές ιστορίες που συλλέγονται από τους ερευνητές σε ένα δίγλωσσο χωριό της Φλώρινας, ο περιφερειακός Τύπος στη Θράκη και πώς διαμορφώνει τη ιστορική αφήγηση του τόπου και άλλες πολλές.
Νίκος Μαραντζίδης: «Η επίσημη Ιστορία βγαίνει από το καβούκι της»

Πόσο επηρεάζει άραγε η δημόσια ιστορία την επίσημη ιστορική έρευνα; Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης (στη φωτογραφία) πιστεύει ότι υπάρχει μια διαδραστική σχέση μεταξύ της επίσημης Ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας. «Η ιστορική έρευνα αναγκάζεται να επανατοποθετηθεί και να διευρύνει τα θέματά της όταν η δημόσια ιστορία παρεμβαίνει και απασχολεί την κοινωνία με νέα ζητήματα. Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τα εργαλεία, τα τεστ, τις μεθόδους της, η επιστημονική ιστορική έρευνα δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τις απαντήσεις που δίνει η δημόσια ιστορία. Πρέπει να υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή». Υπάρχουν δυσκολίες να πείσει ή να αλλάξει τη γνώμη της κοινωνίας ο επίσημος ιστορικός; Ο Ν. Μαραντζίδης λέει «ναι» και φέρνει ως παράδειγμα το περίφημο κρυφό σχολειό: «Η κοινωνία θέλει να πιστεύει σε αυτόν τον μύθο και η δημόσια συζήτηση τον ανατροφοδοτεί παρ’ όλο που η πλειονότητα των ιστορικών κλίνει στην άποψη ότι δεν υπήρξε». Παρ’ όλα αυτά ο καθηγητής συμφωνεί ότι η δημόσια ιστορία βγάζει τους ιστορικούς από το καβούκι τους –άλλο αν κάποιοι δεν το θέλουν καθόλου, όπως σημειώνει –και τους αναγκάζει σε γόνιμες αντιπαραθέσεις. Σίγουρα, λέει, «τα media και κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα έσπασαν το μονοπώλιο της ιστορικής γνώσης, αμφισβήτησαν πολλά από τα δεδομένα της, και διαμόρφωσαν νέα πεδία έρευνας. Π.χ., ο ιστορικός του 20ού αιώνα βλέπει διαφορετικά από τον συνάδελφό του του 19ου αιώνα τις γενοκτονίες μετά το Ολοκαύτωμα». Υπάρχει κίνδυνος να παραποιηθεί η «πραγματική Ιστορία»; Ο Ν. Μαραντζίδης είναι κατηγορηματικός: «Το παρελθόν δεν κατασκευάζεται εκ του μηδενός, επίσημη και δημόσια ιστορία θα το λαμβάνουν πάντα υπόψη τους». Μπορεί να βλάψει η δημόσια ιστορία; «Ναι, δείτε το γαλλικό παράδειγμα, όπου η Βουλή απαγόρευσε την αντίθετη άποψη για το Ολοκαύτωμα. Η Ιστορία δεν μπορεί να ποινικοποιείται και ο ιστορικός να έχει να αντιμετωπίσει τον νόμο αν τα πορίσματά του δεν συμφωνούν με αυτή την κακή χρήση της δημόσιας ιστορίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ