Ποιος θα μπορούσε σήμερα να πιστέψει ότι η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 παρέμενε χωρίς κρατική τηλεόραση; Είναι γι’ αυτό ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στην ίδρυσή της και που ασφαλώς συνδέονταν με την άσκηση πολιτικής επιρροής στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων.

Αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στις άμεσες προτεραιότητες οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας μετά τον πόλεμο η ίδρυση ελληνικής κρατικής τηλεόρασης, η ανάγκη της προέκυψε, προσλαμβάνοντας μάλιστα επιτακτικό χαρακτήρα, τη δεκαετία έξαρσης του Ψυχρού Πολέμου, όταν ακόμη και τα Σκόπια έφτασαν να διαθέτουν τηλεοπτικό σταθμό στις πόλεις Μοναστήρι και Πρίλεπ, όπως πληροφορούσε με έγγραφό του ο τότε διευθύνων το γενικό προξενείο μας Κ. Ζαχαρόπουλος (ΑΠ 2287, Σκόπια, 4 Νοεμβρίου 1959). Στο ίδιο έγγραφο φέρεται ιδιόχειρη απόρρητη σύσταση προς την ΚΥΠ για την εξακρίβωση του κατά πόσον «θα είναι τεχνικώς δυνατόν να γίνεται λήψις προγραμμάτων αυτών εν Ελλάδι», καθ’ όσον σε συνημμένο δημοσίευμα της «Νόβα Μακεντόνια» της 31ης Οκτωβρίου, αναφερόμενο στα εγκαίνια του σταθμού μία εβδομάδα νωρίτερα, εξαγγελλόταν αφενός συνεργασία με «πρόγραμμα ιταλικής τηλεοράσεως και ευρυοράσεως μέσω του Πελιστέρ και της Σόλουνσκα Γκλάβα», αφετέρου δε η δυνατότητα μετάδοσης σε ακόμη μεγαλύτερη ακτίνα, από τα Σκόπια και το Κουμάνοβο ως την Αχρίδα και το Τέτοβο!


Παρά τον διαφαινόμενο άμεσο κίνδυνο για άσκηση αντεθνικής προπαγάνδας σε βάρος της χώρας μας, η συνταγή που προτεινόταν ήταν για μία ακόμη φορά λανθασμένη. Αντί δηλαδή να αντιμετωπισθεί με το ίδιο όπλο, την κρατική τηλεόραση, προτεινόταν με επιχείρημα την εξοικονόμηση συναλλάγματος η… απαγόρευση εισαγωγής συσκευών τηλεοράσεως προκειμένου να προστατευθεί και «να μην αφεθή το κοινόν, ιδία των βορείων επαρχιών, έκθετον εις ξένας προπαγάνδας και δη άνευ της δυνατότητος αντιδράσεως εκ μέρους ημών, μέσω εθνικού τινος προγράμματος, ως συμβαίνει εις τον τομέα της ραδιοφωνίας, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται δι’ ευνοήτους οικονομικούς λόγους η εις το εγγύς μέλλον εγκατάστασις ελληνικού σταθμού τηλεοράσεως» (Α’ Πολιτική Διεύθυνση, Τμήμα Βαλκανικής, ΑΠ 59 665/752, 14 Δεκεμβρίου 1959, πρέσβης Κ. Χειμαριός).
Πράγματι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια η εισαγωγή και εμπορία τηλεοπτικών δεκτών παρέμενε απαγορευμένη, αν και είχαν ήδη εισαχθεί αρκετές συσκευές από ομογενείς που επέστρεφαν στη χώρα συνοδεύοντας την οικοσκευή τους από το εξωτερικό. Σε ερώτημα του τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου Εμπορίου (εμπιστευτικό ΕΠ 444, 13 Απριλίου 1962) προς το ΥΠΕΞ περί του αν εξακολουθούσε να ισχύει η απαγόρευση εισαγωγής, ο Χειμαριός επιβεβαίωνε ότι επιτρέπεται «εις ας περιπτώσεις αύται κομίζονται υπό ομογενών ομού μετά λοιπής οικοσκευής των, της απαγορεύσεως παραμενούσης ως προς λοιπάς περιπτώσεις, ήτοι προς εμπορίαν ή υπό τύπον δώρου» (ΑΠ Α 00-55, 16 Μαΐου 1962), ενώ από αίτηση ελληνίδας ομογενούς, κατοίκου Μονάχου, το έτος 1964 και σχετική έγκριση της Α’ Πολιτικής Διευθύνσεως ΥΠΕΞ «δι’ εισαγωγήν μιας συσκευής τηλεοράσεως, εφ’ όσον θέλει παραμείνη εις την εν Αθήναις οικίαν της αιτούσης» (ΑΠ Α 00-58, Δ.Α. Παπαδάκης, 23 Απριλίου 1964) προκύπτει ότι η τηλεόραση ως συσκευή εθεωρείτο σπάνιο και απαγορευμένο αγαθό. Ωστόσο, δειλά-δειλά η χώρα φαινόταν ότι προετοιμαζόταν, όπως προκύπτει από εγκύκλιο του τότε ΕΙΡ που μέσω ΥΠΕΞ διαβιβαζόταν σε 19 πρεσβείες μας στο εξωτερικό. Η εγκύκλιος προσκαλούσε σε ένδειξη ενδιαφέροντος ξένους οίκους προκειμένου να συμμετάσχουν σε διεθνή μειοδοτικό διαγωνισμό «διά την προμήθειαν υλικού ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως» (ΥΠΕΞ, Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, ΑΠΦ 1027, Ε20-35, 17 Ιουλίου 1963).
Το μεγάλο άλμα ωστόσο συντελείται μέσα στην αμέσως επόμενη χρονιά, όπως προκύπτει από εκτενή, διθυραμβικά σχεδόν, δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου που συνέχαιραν την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου για την απόφασή της να προχωρήσει έπειτα από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες μεταξύ 1952 και 1965 στην ίδρυση τηλεοπτικού φορέα υιοθετώντας πρόταση του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Γ. Μαύρου να καταβάλει η Τράπεζα (μαζί με την Παρακαταθηκών και Δανείων, τη ΔΕΗ και τον ΟΤΕ) το ποσό των 80 εκατ. δραχμών για την αγορά εξοπλισμού και τη μισθοδοσία του προσωπικού επί πέντε έτη, παραδίδοντας στη συνέχεια τα ηνία στα χέρια του κράτους, εφόσον ενδιαφερόταν να αγοράσει τον σταθμό και να τον καταστήσει κρατικό. Αρχικά προβλεπόταν μία ώρα βραδινού τηλεοπτικού προγράμματος με επίκαιρα της εποχής και ταινίες εκπαιδευτικού περιεχομένου και αφιέρωση τηλεοπτικού χρόνου 6 λεπτών ωριαίως για διαφημίσεις («Times», 13 Μαΐου 1965).
Οπως σημείωνε μια άλλη εφημερίδα, η «Evening Standard» (φύλλο 1ης Ιουνίου 1965) σε άρθρο της «Οι Ελληνες είναι έτοιμοι για τηλεόραση», η πρόταση του Γ. Μαύρου προσέκρουσε σε αντίδραση του ΕΙΡ που επέμενε ότι ο πρώτος αυτός τηλεοπτικός σταθμός έπρεπε, καίτοι πειραματικός, να είναι εξαρχής κρατικός και ότι χρειαζόταν γι’ αυτό να ψηφισθεί ειδικός νόμος, ενώ στο ίδιο δημοσίευμα γινόταν λόγος για τους λίγους τυχερούς Αθηναίους που θα είχαν τη δυνατότητα να «πιάσουν» το πρώτο τηλεοπτικό σήμα καθώς η πρωτεύουσα περιβάλλεται από λοφίσκους που εμποδίζουν τη λήψη του. Ενδιαφέρον όμως έχει η εισαγωγή του συντάκτη που γράφει: «Με την τηλεόραση οι Ελληνες θα βρουν έναν ισχυρό αντίπαλο στην αγαπημένη τους συνήθεια να πολιτικολογούν με κάθε αφορμή», υπονοώντας σαφώς ότι θα είχαν με κάτι άλλο να ασχοληθούν!
Γερμανία και Ιταλία
Ραδιοτηλεόραση από… επανορθώσεις!

Και όμως! Πρώτη φορά λόγος για ίδρυση τηλεόρασης έγινε το 1949, όταν συνεζητείτο το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων ύψους 400 εκατ. δολαρίων που όφειλαν να καταβάλουν η Γερμανία και η Ιταλία στη χώρα μας. Μάλιστα, με συμπληρωματικό πρωτόκολλο της Συμφωνίας Οικονομικής Συνεργασίας της 31ης Αυγούστου 1949, μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, που υπεγράφη στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1960, γινόταν σαφής αναφορά ότι, από τα 15 εκατομμύρια του υπολοίπου χρέους της γείτονος, τα 13,5 προορίζονταν «να χρησιμοποιηθούν διά την κατασκευήν και εγκατάστασιν εν Ελλάδι (δι’ αναθέσεως μελέτης εις ιταλικούς οίκους) δικτύου τηλεοράσεως, ραδιοφωνικού δικτύου FM, κέντρου ραδιοφωνικών εκπομπών βραχέων κυμάτων και εργοστασίου παραγωγής συσκευών λήψεως τηλεοράσεως και ραδιοφώνου, τηλεφωνικών συσκευών και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων» (ΑΠ 015835 Α/Γεν., Χρ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς, Πληρεξούσιος Υπουργός Α’, 9 Αυγ. 1960).
Ωστόσο τρία χρόνια αργότερα καμία πρόοδος δεν είχε σημειωθεί και μόλις τον Ιούλιο του 1963 ανακοινώνεται με εγκύκλιο του ΕΙΡ, που μέσω ΥΠΕΞ (ΑΠΦ 1027 Ε20-35, Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, 17 Ιουλίου 1963) διαβιβαζόταν σε πρεσβείες του εξωτερικού, διεθνής μειοδοτικός διαγωνισμός «προμηθείας και πλήρους εγκαταστάσεως Ραδιοφωνίας και Τηλεοράσεως», ο οποίος όμως τελικώς ακυρώθηκε εξαιτίας «τεχνικών δυσχερειών καθιστωσών δύσκολον ασφαλή κρίσιν περί αρτιωτέρας και συμφεροτέρας προσφοράς» (ΑΠΦ 2203/ιτλ – 63, Κωστόπουλος, ΥΠΕΞ 24 Ιουλίου 1964), κάνοντας έξαλλη την ιταλική κυβέρνηση που κατηγορούσε την ελληνική για δυσμενή διάκριση εις βάρος της εταιρείας ιταλικών συμφερόντων Edison-Page η οποία είχε μειοδοτήσει στον διαγωνισμό (ΑΠ 273, πρέσβης Χατζηβασιλείου από Ρώμη, 3 Ιουλίου 1964).
Από ανάγνωση αλληλογραφίας της εποχής η ως άνω εμπλοκή που στοίχισε σε μικρή, περαιτέρω καθυστέρηση για την απόκτηση εθνικού τηλεοπτικού δικτύου της χώρας δεν ήταν άσχετη με την εμπλοκή των ελληνοϊταλικών διαπραγματεύσεων σχετικά με τη ρύθμιση οικονομικών εκκρεμοτήτων μεταξύ των δύο χωρών μετά τη λήξη του πολέμου και παρά τη λεγόμενη Συμφωνία Φανφάνι – Καραμανλή. Μάλιστα ήταν τόσο ελάχιστα διπλωματική η στάση της Ιταλίας απέναντι στις υποχρεώσεις της που μετεφράζετο με τον πιο απρεπή και άκομψο τρόπο στο πρόσωπο του τότε έλληνα πρέσβη στη Ρώμη

Ν. Ξ. Χατζηβασιλείου, ο οποίος σε κρυπτογράφημά του στις 30 Αυγούστου 1963 σημείωνε ότι, αρνούμενος να εμφανίζεται «ως επαίτης εις ον αρνούνται ελεημοσύνην», επέμενε στην τήρηση των όρων της Συμφωνίας για να λάβει την απάντηση από συνομιλητή του στο ιταλικό ΥΠΕΞ «ή τα δέχεσθε υπό αυτούς τους όρους ή δεν τα παίρνετε καθόλου!». Αναφερόμενος στην «ταπείνωσιν ην ησθάνθη», ο έλληνας διπλωμάτης κατέληγε ότι παρά «τας ανευθύνως αφειδείς και αισιοδόξους υποσχέσεις» της Ιταλίας, ο ίδιος υπέφερε από «ανεκδιηγήτους ταλαιπωρίας τας οποίας ουδείς δύναται βεβαίως να συλλάβη» (ΑΠ 2730).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ