Στο σημερινό ασταθές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ των ελλειμμάτων, του υψηλού δημόσιου χρέους, αλλά και της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας (ζώνη ευρώ). Τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά επιτείνουν την ανάγκη για πολύ προσεκτικούς χειρισμούς των δημοσίων δαπανών. Ομως, οι επιπτώσεις της μείωσης των δημοσίων δαπανών στην ελληνική οικονομία έχουν εξεταστεί με προχειρότητα, όπως ανακοινώθηκε από το ΔΝΤ. Τα τελευταία μόνο χρόνια έχει πραγματοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο έρευνα σχετικά με το ύψος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή σε σχέση με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο τεκμαίρεται πλέον εμπειρικά είναι ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών σε μια οικονομία η οποία ήδη βρίσκεται σε ύφεση έχει πολύ μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία (ΑΕΠ, απασχόληση κτλ.) από την αντίστοιχη μείωση των δαπανών όταν η οικονομία βρίσκεται σε ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, η Ελλάδα μπαίνει αισίως στο έκτο συνεχόμενο υφεσιακό έτος. Αυτό το οποίο όμως προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι οι νέες εμπειρικές μελέτες, ακόμη και τώρα με αυτήν την παραδοχή, εξακολουθούν να αγνοούν ακόμη έναν σημαντικό παράγοντα στον προσδιορισμό του ύψους του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, ο οποίος είναι το συναλλαγματικό καθεστώς. Η Ελλάδα συμμετέχοντας στη ζώνη του ευρώ ουσιαστικά έχει σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία (εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών της εταίρων ανήκει στη ζώνη του ευρώ). Σε αυτήν την περίπτωση, η οικονομική θεωρία ορίζει ότι σε μια χώρα με κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία η επίδραση της μείωσης των δημοσίων δαπανών θα είναι μικρότερη διότι μέρος της μείωσης της προκαλούμενης ενεργούς ζήτησης θα αντισταθμιστεί από την αύξηση των καθαρών εξαγωγών λόγω της υποτίμησης του νομίσματος που προκαλείται αυτόματα. Στην περίπτωση της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, που είναι και η περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπάρχει αυτή η αντιστάθμιση και εάν επίσης η ανταπόκριση των ιδιωτικών επενδύσεων στην προκαλούμενη μείωση του επιτοκίου δεν είναι μεγάλη (όπως συμβαίνει τώρα) τότε η μείωση του ΑΕΠ είναι ακόμη μεγαλύτερη. Σε μια πρόσφατη μελέτη μας που είναι υπό δημοσίευση (Exchange rate regimes and the crowding out effect, 2013), εμπειρικά αποδεικνύεται η παραπάνω θεωρητική παραδοχή. Με λίγα λόγια, ακόμη και αν είχε υπολογιστεί η επίδραση της ύφεσης στο ύψος του πολλαπλασιαστή για την Ελλάδα, ο πραγματικός πολλαπλασιαστής θα ήταν και πάλι υψηλότερος εξαιτίας της επίδρασης της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτό σημαίνει ότι η αδιαμφισβήτητα πραγματική ανάγκη για μείωση των δημοσίων δαπανών κοστίζει πολύ ακριβά σε όρους ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία. Ετσι λοιπόν οι «δημοσιονομικοί στόχοι» που έχουν στη βάση τους τον υποεκτιμημένο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή είναι φυσικό να μην επιτυγχάνονται σχεδόν ποτέ όταν ο πραγματικός πολλαπλασιαστής είναι σημαντικά υψηλότερος.
Πώς προδιαγράφεται το μέλλον υπό αυτές τις προϋποθέσεις; Η Ελλάδα έχει ανάγκη τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες, αλλά σε ένα περιβάλλον όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει τον κυρίαρχο ρόλο, με την εποπτική και ρυθμιστική μόνο συνδρομή του κράτους. Το κράτος θα πρέπει να δημιουργεί τις συνθήκες μιας ανταγωνιστικής αγοράς χωρίς καρτέλ ή μονοπώλια προς όφελος των καταναλωτών και του Δημοσίου. Οι ταχείες διαρθρωτικές αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη συνεπικουρούμενες από τις δημόσιες δαπάνες. Στην αντίθετη περίπτωση, οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες απλώς θα επιτείνουν το υπάρχον πρόβλημα, όπως έχει φανεί και από την πρόσφατη εμπειρία. Σε ένα περιβάλλον όπου η απομόχλευση είναι το ζητούμενο και με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά, όπου εύλογα δημιουργούν προσδοκίες για άνοδο στο μέλλον, οι μη δημοσιονομικού κόστους μεταρρυθμίσεις αποτελούν το κλειδί για την ανάπτυξη. Με την επιτάχυνση αυτών των μεταρρυθμίσεων και μόνο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το όπλο της αύξησης των δημοσίων δαπανών.
Ο κ. Περικλής Γκόγκας είναι επίκουρος καθηγητής και ο κ. Ιωάννης Πραγγίδης λέκτορας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ