
Το Τρίτο Ράιχ
Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος.
Εκδόσεις Αγρα, 2013,
σελ. 398, τιμή 19,50 ευρώ
Κοιμάται και τα βλέπει στον ύπνο του! Το πεζικό, τις κινήσεις των τεθωρακισμένων σωμάτων, τις αεροπορικές μονάδες μάχης, τις ναυτικές βάσεις, όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο 25χρονος Ούντο Μπέργκερ ασχολείται επισταμένως με τον εθιστικό κόσμο των wargames και πιο συγκεκριμένα με τα επιτραπέζια παιχνίδια υψηλής στρατηγικής. Είναι ο ομοσπονδιακός πρωταθλητής της Γερμανίας, το μεγάλο ταλέντο της τοπικής λέσχης, του κύκλου των παικτών της Στουτγάρδης, που συν τοις άλλοις εμφανίζεται ως «δημιουργικός δοκιμιογράφος» στις σελίδες εξειδικευμένων εντύπων και ασφαλώς συμμετέχει σε αγώνες που διεξάγονται σε κάθε γωνιά του κόσμου.
«Γράφω σαν αστραπή. Παίζω πολύ αργά αλλά γράφω πάρα πολύ γρήγορα» σχετικά με το πώς μπορεί κάποιος να κερδίσει ή να χάσει έναν πόλεμο, τι ελλείψεις παρουσιάζει η δομή ενός παιχνιδιού, σε ποια σημεία ήταν εύστοχος και πού έσφαλλε ο σχεδιαστής του, ποια είναι τα λάθη στην ανάπτυξη, ποια κλίμακα είναι η σωστή και πρωτίστως –κρατήστε το αυτό –ποια ήταν η διάταξη στην πρωτότυπη μάχη.
Στις αρχές κάποιου Σεπτεμβρίου ο ίδιος ετοιμάζεται να δημοσιεύσει στο διεθνώς αναγνωρισμένο περιοδικό «The General» μια «παραλλαγή πέρα από κάθε φαντασία» για το Τρίτο Ράιχ την οποία κανείς ως τότε «δεν έχει διανοηθεί». Σκοπεύει να συντρίψει όλα τα γνωστά σχήματα και να ανασυγκροτήσει εκ θεμελίων το συγκεκριμένο παιχνίδι που συνιστά μια προσομοιωτική επαναφορά στο αιματηρό θέατρο των συγκρούσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Αυτό το είδος παιχνιδιών σου προξενεί μια περίεργη διάθεση να βρεις στοιχεία. Είναι σαν να θέλουμε να μάθουμε όλα όσα έγιναν ώστε να αλλάξουμε αυτά που έγιναν λάθος» εξομολογείται με κάποια μακαβριότητα ο πρωταγωνιστής, που κατευθύνει εκ νέου τις ναζιστικές στρατιωτικές δυνάμεις «σε μια Ευρώπη που πάσχει από αμνησία, σε μια Ευρώπη δίχως έπη και δίχως ηρωισμό».
Η αφήγηση στο ομότιτλο με το επιτραπέζιο παίγνιο μυθιστόρημα του Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003) ξεκινά την εικοστή ημέρα του Αυγούστου. Ο ήρωας, ένας επίδοξος ποιητής που απαγγέλλει από μνήμης στίχους του Κλόπστοκ ή του Σίλερ και για κάθε στρατηγό έχει ένα λογοτεχνικό αντίστοιχο –ο Ρόμελ είναι ο Τσέλαν, επί παραδείγματι -, ταξιδεύει για πρώτη φορά με την αγαπημένη του Ινγκεμποργκ. Επιστρέφει δε ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια στον τόπο όπου συνήθιζε να κάνει διακοπές ως έφηβος με τους γονείς του, σε ένα παραλιακό θέρετρο της Κόστα Μπράβα, στην Καταλωνία.
«Το χωριό ήταν βυθισμένο μέσα σε κάτι που έμοιαζε με κρυστάλλινη σφαίρα» και όλοι «φαίνονται εξωπραγματικά κοιμισμένοι» εκεί λόγω της ραστώνης –πράγμα, θα λέγαμε, αναμενόμενο και θεμιτό.
Δημιουργείται μάλιστα στον αναγνώστη –στις πρώτες 150 σελίδες –μια καλώς εννοούμενη διάθεση υπνηλίας, μια παραζαλισμένη νωθρότητα εξαιτίας του ήλιου και της αμμουδιάς. Ο Ούντο Μπέργκερ όμως δεν τα βλέπει καθόλου έτσι τα πράγματα. «Λένε ότι είμαι νευρικός και δεν είναι αλήθεια» μας προειδοποιεί ο (πάντοτε) αναξιόπιστος αφηγητής. Ο,τι μας αποτρέπει πάντως από το να κλείσουμε το βιβλίο και να τρέξουμε στην πλησιέστερη παραλία είναι η υπερένταση και η καχυποψία του, η διαίσθησή του ότι γύρω μας σέρνεται «κάτι σκοτεινό και θολό όπως συμβαίνει στην Ισπανία και παραδόξως δεν σου εμπνέει δυσπιστία» –σκεφθείτε έναν ασθμαίνοντα, αμήχανο και μισοτελειωμένο Χίτσκοκ για να μπείτε στο κλίμα.
Την ώρα λοιπόν που οι υπόλοιποι λουόμενοι φροντίζουν για το μαύρισμά τους και απολαμβάνουν δροσιστικά οινοπνευματώδη ποτά ο ίδιος κλείνεται στο δωμάτιό του και συμπληρώνει μανιωδώς ένα τετράδιο –κάτι σαν ημερολόγιο –που ο μέντοράς του, Κόνραντ, ονομάζει «Βιβλίο Εκστρατείας». Ο Ούντο Μπέργκερ μένει στο ξενοδοχείο «Ντελ Μαρ» το οποίο διευθύνει η δυναμική και γοητευτική φράου Ελζε, μια παλιά του γνώριμη, με την οποία θα προσπαθήσει να αναπτύξει ένα ειδύλλιο –αλίμονο, κάποια στιγμή της εξομολογείται, λίγο πριν ή λίγο μετά το πεταχτό φιλί δίπλα σε μια εκκλησία, ότι του θυμίζει τη μάνα του.
Ο ίδιος έχει ζητήσει από το προσωπικό –αρχικά από την ανήλικη καμαριέρα Κλαρίτα, την οποία αργότερα θα οδηγήσει στο κρεβάτι έναντι πολλών αψυχολόγητων φιλοδωρήματων –ένα τραπέζι ενάμισι μέτρο μήκος και αρκετά ψηλό ώστε να στήσει εκεί το δικό του Τρίτο Ράιχ, δηλαδή το ταμπλό με τις κάρτες του. Η όμορφη Ινγκεμποργκ διαβάζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Φλόριαν Λίντεν και δεν πτοείται από την ελαφρά αδιαφορία που επιδεικνύει ο εραστής της. Θα λέγαμε ότι του την ανταποδίδει με έναν φυσικό τρόπο –δεν υπάρχει πάθος σε αυτή τη σχέση! –και προσεγγίζει ένα άλλο παράξενο ζευγάρι Γερμανών, τον έμπειρο σερφίστα Τσάρλι (Καρλ) και τη φίλη του, τη Χάνα, που μένουν στο διπλανό ξενοδοχείο του κυρίου Πέρε.
Νικητής ο Καμένος
Ο Ούντο είναι μεν απορροφημένος από τις δουλειές του αλλά δεν είναι αντικοινωνικός. Κάθε τόσο διασκεδάζει μαζί τους και τους ακολουθεί για μια μπίρα στο Ρινκόν ντε λος Ανδαλούσες ή στις νυχτερινές τους τσάρκες με το αυτοκίνητο, κατά βάθος όμως πιστεύει ότι αυτή η παρέα μοιάζει με «ταφόπετρα», τους βαριέται. Τυπική, ακραιφνώς τουριστική και ευκαιριακή είναι και η συνύπαρξή του με δύο περιφερόμενους φτωχοδιάβολους της παραλίας, τον Λύκο και το Αρνί. Ο πρώτος δουλεύει σε ένα σουπερμάρκετ της περιοχής των κάμπινγκ, ο δεύτερος είναι σερβιτόρος σε ένα μπαρ της παλιάς συνοικίας.
Ενας μονάχα του προκαλεί το ενδιαφέρον, ο επονομαζόμενος Καμένος, «ο υπεύθυνος των θαλάσσιων ποδηλάτων», ένας μυώδης τύπος με μακριά μαλλιά, εγκαύματα σε όλο του το σώμα και παραμορφωμένο πρόσωπο. Αυτός κάθε βράδυ επιδίδεται σε μια αλλόκοτη τελετουργία: συγκεντρώνει τα ποδήλατα ώστε να κοιτάζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και φτιάχνει έναν κύκλο ή μάλλον «ένα αστέρι με ακανόνιστες ακτίνες» που μοιάζει με φρούριο. Αν το δούμε βέβαια έξω από το λογοτεχνικό hangover που επιβάλλει περίτεχνα ο Μπολάνιο –η σκοτεινή, αενάως μετασχηματιζόμενη ατμόσφαιρα τον ενδιαφέρει άλλωστε, δεν πάσχισε ποτέ για την πλοκή ή τη φόρμα -, είναι μια παράγκα με τεντόπανο όπου κοιμάται τις νύχτες.
Στον Ούντο, που θαυμάζει ορισμένους επικεφαλής της Βέρμαχτ αλλά είναι ένθερμος αντιναζιστής και δεν του αρέσουν οι πατριωτικές ιδεοληψίες, καρφώνεται η ιδέα ότι ο Καμένος μπορεί να μάθει γρήγορα τους κανονισμούς του παιχνιδιού και να γίνει έτσι ο έκτακτος παρτενέρ του, ένας θερινός αντίπαλος εκτάκτου ανάγκης: γνωρίζει πολύ καλά ότι το να παίζει μόνος δεν είναι ουσιαστική προπόνηση και επιπλέον δεν βγάζει πουθενά.
Ο Καμένος δεν είναι Ισπανός, όπως διαπιστώνει έπειτα από μια σύντομη έρευνα ο Ούντο, αλλά Λατινοαμερικανός, «ένα είδος στρατιώτη που πολεμούσε απελπισμένα». Πάντοτε επιθυμούσε «να κρεμάσει τους ναζιστές» που κυκλοφορούσαν ακόμη αδέσποτοι στον κόσμο. Εκτός των άλλων διαβάζει και ποίηση –Βαγέχο, Νερούδα, Λόρκα! Αποδεικνύεται γρήγορα ότι ο Καμένος –που συμπαθεί τους Κόκκινους και επιλέγει ως παίκτης τις στρατιές τους –είναι σπίρτο αναμμένο και τα πιάνει πάρα πολύ γρήγορα. Αποτέλεσμα; Ο πρωτάρης, συνεπικουρούμενος από τον σύζυγο της φράου Ελζε που τον κατατοπίζει συνωμοτικά τις νύχτες, κατατροπώνει τον νεαρό πρωταθλητή και τον σπρώχνει σε έναν αργό και επώδυνο ψυχοσωματικό κλονισμό.
Ο αναγνώστης, που ως εκείνη τη στιγμή έχει παραπλανηθεί προσπαθώντας να διαλευκάνει έναν πνιγμό και έναν βιασμό, μένει εγκλωβισμένος στο κεφάλι του Ούντο και υφίσταται τις αναταράξεις, έχει λουφάξει μέσα στις «κοιμισμένες εικόνες» του πνεύματος ενός «δυσαρεστημένου ενοίκου της Σκοτεινής Γης» κατά τον Γκαίτε. Οταν ο Ούντο επισκέπτεται τον άνδρα της φράου Ελζε που πεθαίνει από καρκίνο, στο «σκοτεινό δωμάτιο» όπου αναπαύεται, για να του ζητήσει τον λόγο, ο γέρος ξενοδόχος του λέει ότι επιτέθηκε πολύ νωρίς στη Σοβιετική Ενωση –το μέγα λάθος του Χίτλερ με την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα το 1941 –και ότι τα παιχνίδια έχουν και συνέπειες: εν προκειμένω, «ο νικητής αποφασίζει για τη ζωή του ηττημένου».
Ο σερβιτόρος και το επιτραπέζιο
Το επιτραπέζιο που εντάσσει ο Μπολάνιο στον λεπτό ιστό των επαναλαμβανόμενων μοτίβων της μυθοπλασίας του –όπως αυτά κορυφώνονται στο «2666» (εκδόσεις Αγρα) και στους «Αγριους ντετέκτιβ» (εκδόσεις Καστανιώτη) –είναι πραγματικό. Είναι το «Rise and Decline of the Third Reich» της εταιρείας Avalon Hill, που σχεδίασε ο John Prados και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1974. Πρόκειται για ένα περίπλοκο παιχνίδι στρατηγικής που μετεξελίχθηκε μέσα στα χρόνια και περιλαμβάνει πάρα πολλούς παράγοντες για τη «διεξαγωγή» του πολέμου σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, από την οικονομική ισχύ των εμπόλεμων χωρών (Basic Resource Points) ως την τύχη των παικτών (ζάρια). Το ταμπλό, όπως περιγράφεται και στο βιβλίο, είναι ένας χάρτης που πάνω του υπάρχουν εξάγωνα.
Το επιτραπέζιο που εντάσσει ο Μπολάνιο στον λεπτό ιστό των επαναλαμβανόμενων μοτίβων της μυθοπλασίας του –όπως αυτά κορυφώνονται στο «2666» (εκδόσεις Αγρα) και στους «Αγριους ντετέκτιβ» (εκδόσεις Καστανιώτη) –είναι πραγματικό. Είναι το «Rise and Decline of the Third Reich» της εταιρείας Avalon Hill, που σχεδίασε ο John Prados και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1974. Πρόκειται για ένα περίπλοκο παιχνίδι στρατηγικής που μετεξελίχθηκε μέσα στα χρόνια και περιλαμβάνει πάρα πολλούς παράγοντες για τη «διεξαγωγή» του πολέμου σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, από την οικονομική ισχύ των εμπόλεμων χωρών (Basic Resource Points) ως την τύχη των παικτών (ζάρια). Το ταμπλό, όπως περιγράφεται και στο βιβλίο, είναι ένας χάρτης που πάνω του υπάρχουν εξάγωνα.
Ο Μπολάνιο έγραψε αυτό το μυθιστόρημα το 1989 –σε μια περίοδο κοσμογονικών αλλαγών –όταν ακόμη δούλευε ως σερβιτόρος και πουλούσε μπιχλιμπίδια σε υπαίθριους πάγκους. Το Τρίτο Ράιχ εντοπίστηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ολοκληρωμένο, ως δακτυλογραφημένο κείμενο στον πάτο ενός συρταριού. Το ισπανικό πρωτότυπο δεν είχε κυκλοφορήσει ως το 2010. Το αμερικανικό περιοδικό «The Paris Review», αφού ήρθε σε συμφωνία με τους κληρονόμους του, δημοσίευσε –κάτι που έκανε έπειτα από 40 χρόνια –την αγγλική του μετάφραση σε τέσσερις συνέχειες προτού το εκδώσει (2011) ο μεγάλος εκδοτικός οίκος Farrar, Straus and Giroux. Κλασικός Μπολάνιο, ολίγον ακατέργαστος… αλλά Μπολάνιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ