Υπάρχουν μερικοί που, ακόμη και τώρα, πιστεύουν ότι η κρίση είναι μια διόρθωση. Αριστερής ή δεξιάς στοίχισης, υψηλού ή χαμηλού κοινωνικού στάτους, είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι στο παρελθόν «είχαμε ξεφύγει». Οτι αγαπήσαμε την πολυτέλεια γιατί ξεχάσαμε να ζούμε απλά, και έτσι, με κάποιον τρόπο, απομακρυνθήκαμε από τις υποτιθέμενες ρίζες μας. Νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι πάντα αναγνώριζαν μια συμφυή ποιότητα στη λιτότητα, όπως οι ασκητές στην πενία, απλώς τώρα νιώθουν ότι μπορούν να εκφραστούν. Θεωρούν ότι η έλλειψη χρημάτων μάς αναγκάζει να επανεκτιμήσουμε τα βασικά που χρειαζόμαστε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Η τελευταία έρευνα του ΟΟΣΑ, πάντως, δείχνει αυτό που οι περισσότεροι ήδη ξέρουμε: η Ελλάδα δεν είναι μια χαρούμενη χώρα.

Ο δείκτης του ΟΟΣΑ είναι αποτέλεσµα των προτάσεων τριών από τους καλύτερους οικονοµολόγους του κόσµου, των Αµάρτια Σεν, Τζόζεφ Στίγκλιτζ και Ζαν-Πολ Φιτουσί. Είναι και αυτή µία από τις προσπάθειες να µπει ο ανθρώπινος παράγοντας στα οικονοµικά, ως αποτέλεσµα αυτοκριτικής της οικονοµικής επιστήµης απέναντι στην εµµονή της στα µαθηµατικά τέλεια µοντέλα µε τα γνωστά εξοντωτικά αποτελέσµατα. Η έκθεση ξεκινάει µε τη διαπίστωση ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά είναι ο βασικός παράγοντας για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Με την εξαίρεση της κατοικίας, δεν υπάρχει κανένα άλλο κριτήριο στο οποίο να µην είµαστε κάτω από τον µέσο όρο του ΟΟΣΑ. Για την ανεργία τα ξέρετε, το ίδιο ισχύει στην Παιδεία, στην Υγεία, στο περιβάλλον, στην αίσθηση ασφάλειας, στην εµπιστοσύνη στους θεσµούς. Ακόµη και η περίφηµη αλληλεγγύη δεν φαίνεται να δουλεύει. Στην ερώτηση αν έχουν κάποιον να βασιστούν στα δύσκολα, οι Ελληνες απάντησαν «ναι» κατά 81%. Ο µέσος όρος είναι 90%.

Φαίνεται ύποπτο να υποστηρίζει κανείς ότι τα λεφτά σχετίζονται µε την ευτυχία, σαν κάτι που θα έλεγε µε σοβαρότητα µόνο ένας νοσταλγός της Θάτσερ, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι οι πλούσιες χώρες είναι πιο ευτυχισµένες και οι πλούσιοι είναι γενικά πιο χαρούµενοι άνθρωποι. Στη σχετική βιβλιογραφία υπάρχει το λεγόµενο «παράδοξο του Ιστερλιν», ερευνητή που στη δεκαετία του ’70 απέδειξε ότι η ευτυχία αυξάνεται µαζί µε το εισόδηµα – µέχρι τα 57.000 ευρώ τον χρόνο. Από εκεί και πάνω παραµένει σταθερή, αν και πιο πρόσφατες έρευνες στην Ιταλία και στην Ιαπωνία το αµφισβητούν. Τα «οικονοµικά της ευτυχίας» µάς λένε ότι η ανισότητα µας κάνει δυστυχισµένους και οι δηµόσιες δαπάνες ευτυχισµένους. Οτι ο χαµηλός πληθωρισµός δεν έχει µεγάλες επιπτώσεις στην ευτυχία µας και σίγουρα όχι τόσο καταστρεπτικές όσο η ανεργία. Οτι το χρέος των πιστωτικών φέρνει µεγαλύτερο άγχος από αυτό των στεγαστικών. Οτι ένας εργαζόµενος είναι πιο χαρούµενος όταν δουλεύει κανονικά, και όχι µε σχέση µερικής απασχόλησης. Είναι, µάλιστα, πιο ικανοποιηµένος αν κάνει υπερωρίες µερικές φορές, αλλά δυστυχισµένος όταν το κάνει κάθε µέρα. Μπορεί να συνοψίσει κανείς τα ευρήµατα των ερευνητών στο εξής: τα χρήµατα δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά χωρίς αυτά δεν πρόκειται να τη βρεις.

*Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου 2013