Δεν είμαστε πια παιδιά. Εκείνα δεν αποχωρίζονται «στ’αλήθεια» τίποτα και κανέναν. Επιβάτες σε μια ρόδα λουνα παρκ κυλάνε στην ξένιαστη τροχιά τους βέβαια πως θα περάσουν απ το ίδιο σημείο ξανά και ξανά.

Το καλοκαίρι χαιρετάνε το δάσκαλο ξαλαφρωμένα, σίγουρα πως δεν θα τους λείψει ποτέ. Τους φίλους στο σχολείο με την εγγύηση της επόμενης συνάντησης τον ερχόμενο Σεππτέμβρη. Το Σεπτέμβρη, τους καλοκαιρινούς φίλους με τη πρώιμη σκέψη του επόμενου καλοκαιριού ολοζώντανη στις ξαναμμένες ήδη σκέψεις τους.

Χαιρετάνε τους γονείς το πρωί για το σχολειο ή για την εκδρομή, σίγουροι πως όταν γυρίσουν θα ναι εκεί να τους περιμενουν. Κρατάνε τα παιχνίδια τους σπασμένα να τους θυμίζουν τη χαρά που τους έδιναν. Δε λυπούνται. Δε φοβούνται. Δεν αγωνιούν για το αντάμωμα της ζωής.

Μαθαίνουμε τον χωρισμό αργότερα. Τον πραγματικό χωρισμό. Η γνωριμία μας με το απόλυτο, το ανυπέρβλητο, το μη αναστρέψιμο προϋθετει το μεγάλωμά μας, την ετοιμότητα της αποδοχής του. Εως ότου συντελεστεί μέσα μας αυτή η σεμνή επίπονη ιεροτελεστία, κανένας χωρισμός δε φαντάζει μόνιμος.

Κάπου εκεί που αποχαιρετάμε την παιδική ηλικία, στην πολύχρονη και επώδυνη αγωνία ενός εαυτού που θέλει να αποσχιστεί και να προχωρήσει αυτόνομος κι εκείνου του άλλου, που κουρνιάζει μεσα μας με μια απαράμιλλη ζεστασιά ζητώντας παρακλητικά “άσε με να μείνω”, κάπου εκεί μαθαίνουμε να λέμε αντίο. Άγαρμπα στην αρχή, πονώντας όπως νομίζουμε οι αφελείς πως δε θα πονέσουμε ποτέ ξανά, μαθαίνουμε να τραβάμε σιγά σιγά τις κλωστίτσες που μας δένουν με πράγματα και ανθρώπους , τυφλοί στις μελλοντικές μας συναντήσεις με τον ίδιο βαθύ πόνο που σιγά σιγά συνηθίζουμε.

Κι έτσι μεγαλώνουμε.

Και μια μερα καταλαβαίνουμε πως έχουμε μαθει μόνο να αποχωριζόμαστε . Την παιδική μας υπόσταση μαζί με την αφέλεια και τον ενθουσιασμό. Την περιέργεια για το άγνωστο. Το ρομαντισμό μας. Το όνειρο της αρχής. Το «πάμε» του άγριου ξεκινήματος. Το γνήσιο των σχέσεων μας. Το πάθος των θέλω μας.

Και μια άλλη καταλαβαίνουμε πως αυτό το κομμάτι του εαυτού μας το έχουμε απωλέσει για πάντα. Και κάποιους ανθρώπους τους χάσαμε για πάντα. Στην κατηφόρα, καβάλα στο ποδήλατο, δε θα αφήσουμε ποτέ ξανά τα χέρια.