Σε μια Ευρώπη που βλέπει ορατό τον κίνδυνο διάλυσης της συνοχής της εξαιτίας της ανεργίας, η οποία αναδεικνύεται σε υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα καθώς μεγάλος αριθμός εξειδικευμένου προσωπικού την εγκαταλείπει αναζητώντας καλύτερη τύχη σε άλλες ηπείρους, ενδιαφέρον προκαλεί μία μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό πολιτική μετανάστευσης «πλεονάζοντος ευρωπαϊκού πληθυσμού» που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρώπης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, εξάγοντας ευρωπαίους εργάτες σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Ευρώπης που μέχρι το 1952 είχε περίπου επιτευχθεί, ακολούθησε η περίοδος της ανάπτυξης (1952 – 1964). Παρά τον διαρκή κίνδυνο ενός πυρηνικού ολέθρου που απειλούσε την ειρήνη ξανά στο έδαφός της, πολλά κοινωνικά προβλήματα έδειχναν να βρίσκουν τη λύση τους χάρις στην πολιτική σταθερότητα και στην οικονομική άνοδο που πέτυχαν οι κυβερνήσεις της Δύσης, αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης μέσα στην ίδια περίοδο.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ένας σοβαρός παράγοντας που είχε να κάνει με την εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση της Ευρώπης που, σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τη Δύση, αυξήθηκε κατά πενήντα περίπου εκατομμύρια μέσα σε μία εικοσαετία μετά το 1945.
Η ανοικοδόμηση


Η έντονη αστικοποίηση που παρατηρήθηκε στις δεκαετίες 1950 και 1960 οδήγησε στην ανάγκη να διευρυνθούν οι πόλεις και οι κωμοπόλεις προκειμένου να υποδεχθούν τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό. Κερδισμένοι από τις εξελίξεις βρέθηκαν οι κλάδοι της κατασκευαστικής βιομηχανίας καθώς χρειάστηκε να σχεδιασθούν δρόμοι και να κατασκευασθούν νέες κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία και καταστήματα.
Το έργο αυτό στη χώρα μας συνέπεσε με την περίφημη, γνωστή ως οκταετία δημιουργίας (1956 – 1963) της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ας σημειωθεί ότι μόνο σε μία χρονιά, το 1958, συνυπολογιζομένου και του πρώτου τριμήνου της επόμενης χρονιάς, παρεδόθησαν 2.259 εργατικές κατοικίες σε μεγάλα αστικά κέντρα πλην εκείνων της Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Στην εκτέλεση ευρύτερου προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, μετά τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ, συνέβαλε το «Ταμείον Αποκαταστάσεως Προσφύγων και Πλεονάζοντος Πληθυσμού» που ιδρύθηκε το 1956 και του οποίου ηγείτο ο Pierre Schneiter, Ειδικός Αντιπρόσωπος του Συμβουλίου της Ευρώπης «διά τους εθνικούς πρόσφυγας και τον πλεονάζοντα πληθυσμόν εν Ευρώπη» (ΑΠ 8318, 28 Φεβρουαρίου 1957, Λ. Καυταντζόγλου, σύμβουλος πρεσβείας). Σκοπός ιδρύσεως του Ταμείου «η παροχή δανείων προς τα συμμετέχοντα εις αυτό κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης προς εκτέλεσιν έργων ανεγέρσεως λαϊκών και εργατικών κατοικιών, οικονομικής αναπτύξεως υπανάπτυκτων γεωργικών περιοχών κ.ο.κ.». Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο η χώρα μας, που στο μεταξύ είχε επικυρώσει τη Συμφωνία προσχώρησης της Ελλάδας στο Ταμείο από τις 12 Νοεμβρίου 1956 (ΑΠ 03098, Α. Ξύδης, γραμματέας πρεσβείας Α’), είχε υποβάλει αίτημα για τη χρηματοδότηση αρχικά δύο έργων οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής Ζαγορίου – Μετσόβου και ανεγέρσεως «ευθυνών λαϊκών κατοικιών» (οπ. π).
Τα συμμετέχοντα στο Ταμείο κράτη ήσαν η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο και η Τουρκία. Από αυτά, τα δύο πρώτα, η Γερμανία και η Ιταλία, είχαν συνεισφέρει στο Ταμείο από 1,8 εκατ. δολ. έκαστο. Η συμμετοχή της χώρας μας περιοριζόταν στις 105.125 δολ. που κατεβλήθησαν σε δύο δόσεις. Εθνικός μας εκπρόσωπος στο Ταμείο ορίσθηκε ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Συντονισμού Γρ. Ζαριφόπουλος.
Ελληνική «αμέλεια»


Ο γνωστός δαίμων της ελληνικής γραφειοκρατίας και η έλλειψη συντονισμού των κρατικών υπηρεσιών δεν άργησαν και τότε να εκθέσουν τη χώρα μας με αποτέλεσμα δύο από τα σημαντικότερα έργα, εκείνα του Ζαγορίου – Μετσόβου και των λουτρών Αλεξανδρουπόλεως, να απορριφθούν «θεωρηθέντα πλημμελή ως προς την τεχνικήν αυτών επεξεργασίαν», ενώ «το περί λαϊκών κατοικιών σχέδιον δεν ανταποκρινόταν απολύτως προς τους σκοπούς του Ταμείου» (ΑΠ 387/Σ. Ε, πρέσβης Ν. Καμπαλούρης, μόνιμος αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης).
Από την ανάγνωση των εγγράφων ωστόσο προκύπτει, πλην άλλων, η δυσαρέσκεια της διοίκησης του Ταμείου και του επικεφαλής του P. Schneiter εξαιτίας του ότι ο έλλην εκπρόσωπος με το επιχείρημα ανειλημμένων υποχρεώσεων είχε συμμετάσχει μόλις στη μία εκ των έξι συνεδριάσεων της επιτροπής, καίτοι τα έξοδα μετάβασης και διαμονής του εκαλύπτοντο από το Ταμείο. Αποτέλεσμα αυτής της δυσαρέσκειας ήταν η απόρριψη του ελληνικού σχεδίου.
Ωστόσο, το επιχείρημα ότι η ανέγερση λαϊκών κατοικιών δεν ενέπιπτε στους σκοπούς του Ταμείου αυτόματα εθεωρείτο απλή πρόφαση αφού ο ίδιος ο Schneiter σε περιοδεία του στην Ελλάδα το 1954 είχε τόσο εκπλαγεί από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης 35.000 ελληνικών οικογενειών που εξ αυτού κυρίως του λόγου επιστρέφοντας στο Παρίσι εισηγήθηκε τη με ταχύτατες διαδικασίες ίδρυση του Ταμείου. Εκτός τούτου, ανέγερση λαϊκών κατοικιών μέσα στο 1957, όταν απορρίφθηκε το ελληνικό αίτημα, είχαν εγκριθεί για τη στέγαση ιταλών εργατών στην Καρλσρούη και αγροτικών κατοικιών στην Τουρκία (ΑΠ 28428, Σκέφερις, μόνιμος υφυπουργός, 9 Ιουλίου 1957).
Σε ό,τι μάλιστα αφορούσε την Τουρκία, ο έλλην διπλωμάτης Ν. Καμπαλούρης τηλεγραφούσε από το Στρασβούργο την 1η Μαΐου 1957, ένα μήνα προ της συνόδου του Ιουνίου, ότι το σχέδιο που είχε υποβάλει ήταν εξαιρετικά εμπεριστατωμένο προειδοποιώντας την ύστατη έστω στιγμή «όπως υποβληθή ολοκληρωμένον σχέδιον εις Μόνιμον ημών Αντιπροσωπείαν Συμβουλίου της Ευρώπης, δεόντως μεταφρασμένον γαλλιστί ή αγγλιστί, άλλως θέλομεν απολέσει ευκαιρίαν χρηματοδοτήσεως υπό Ταμείου Προσφύγων παντός έργου αφορώντος Ελλάδα».
Οπερ βεβαίως, εξαιρετικά ατυχώς, συνέβη. Το σχέδιο έφτασε καθυστερημένα, πλημμελώς επεξεργασμένο και μόνο χάρις στις ενέργειες του Καμπαλούρη επικαλούμενου λόγους για «πρόωρον και αβασάνιστον απόρριψιν του Ελληνικού Σχεδίου περί ανεγέρσεως προσφυγικών οικημάτων» το ελληνικό αίτημα αποφασίσθηκε να επανεξετασθεί (ΑΠ 443, από Στρασβούργο, 8 Ιουλίου 1957).
Επαχθείς όροι


Ωστόσο, στη σύνοδο του Ιουνίου το Ταμείο, προκειμένου να αποφύγει δυσμενείς εντυπώσεις ως εκ της εγκρίσεως του σχεδίου της γείτονος Τουρκίας, έλαβε την απόφαση «περί χορηγήσεως εις το Εθνικόν Ιδρυμα Επαγγελματικής Καταρτίσεως δανείου εξ 61.500 δολ. διά την προμήθειαν τεχνικού εξοπλισμού» (οπ.π). Παρ’ όλ’ αυτά, ο Καμπαλούρης αξιολογούσε την εν λόγω απόφαση αρνητικά. Εγραφε: «Τολμώ να νομίζω ότι οι προταθέντες όροι του δανείου είναι μάλλον επαχθείς και ότι εάν ειλικρινώς επιδιώκομεν την προώθησιν των άλλων σχεδίων (αξιοποιήσεως περιοχής Μετσόβου και Αλεξανδρουπόλεως) η εκ μέρους αποδοχή της προσφοράς ταύτης θα καταστήση δυσχερεστέραν την ικανοποίησιν των άλλων επιδιώξεων».
Τοσούτο μάλλον όταν ήδη είχαν ληφθεί αποφάσεις του Ταμείου για τη χρηματοδότηση «ιδρύσεως προτύπων αποικιών εν Ροδεσία από Ευρωπαίους μετανάστας και την διά δανείων ενίσχυσιν των Ευρωπαίων μεταναστών εις τους τόπους εισδοχής των» (ΑΠ 17355, Α. Ψαρράς, Υπ. Προνοίας, 26 Μαρτίου 1957) ενώ είχαν δοθεί δάνεια σε ευρωπαίους τεχνίτες, μετανάστες στην Αργεντινή, στη Βραζιλία και άλλες χώρες της Λ. Αμερικής. Επρόκειτο για πραγματικά άλλες εποχές, όταν η τραυματισμένη μεταπολεμική Ευρώπη εξήγε μετανάστες για την επιβίωση του πλεονάζοντος πληθυσμού της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ