Στα πρώτα της γενέθλια, η τρικομματική κάθησε και σφάχτηκε στην ποδιά της ΕΡΤ. Μικρό το κακό και μικρότερη η έκπληξη για τους ψύχραιμους παρατηρητές της πολιτικής πορείας της χώρας. Η τρικομματική έφυγε αναπολόγητη· η χρόνια «έκτακτη κατάσταση» δεν δίνει την πολυτέλεια απολογισμών. Είναι ωστόσο εξόφθαλμο ότι οι τρεις κατάφεραν το ακατόρθωτο: να εμφανίσουν κάποιου είδους δημοσιονομική προσαρμογή, απρόθυμα αποδεκτή –αλλά πάντως αποδεκτή –από τους δανειστές, χωρίς να μεταρρυθμίσουν το κράτος. Το κόστος αυτής της εγχώριας πολιτικής για την ελληνική κοινωνία υπερβαίνει κατά πολύ το καθαρό κόστος του μνημονίου. Σε βάθος τριετίας, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις πέτυχαν να πολλαπλασιάσουν το οικονομικο-κοινωνικό κόστος των μνημονίων. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να πληρώνουμε πολύ ακριβά τα φτηνά υποκατάστατα πολιτικής. Κάποτε όμως η ζωή πρέπει να προχωρήσει, αν πρόκειται να συνεχιστεί.
Οταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, οι δύο υβριδικοί εταίροι της τρικομματικής συγκυβέρνησης ξεκαθάρισαν τη στάση τους σε αντίθετη κατεύθυνση. Για πρώτη φορά αντιστρέφεται η ολέθρια τάση που επέβαλαν οι δανειστές: της από κοινού διακυβέρνησης των συστημικών πολιτικών δυνάμεων, όπου ως «συστημικές δυνάμεις» νοούνται εκείνες που αποδέχονται κατ’ αρχήν τον καπιταλισμό και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή το οικονομικο-πολιτικό σύνθεμα που χαρακτηρίζει τον Δυτικό κόσμο. Ταυτίζοντας το μνημόνιο με το σύστημα, ο εξαναγκασμός αυτός οδήγησε στη συρρίκνωση των συστημικών πολιτικών δυνάμεων και στην πολιτική στερέωση ενός ετερόκλητου αντισυστημισμού. Το αποτέλεσμα έχει διαστάσεις πολιτικού εγκλήματος. Η Ελλάδα πρωτοπόρησε κι εδώ, σε ό,τι αφορά τη ζώνη του ευρώ, αλλά προσφάτως το «μοντέλο» εξήχθη και στην Ιταλία. Η πολιτική μυωπία των ευρωπαϊκών ηγεσιών δεν βρήκε ακόμη τη θεραπεία της.
Δυστυχώς, επί του παρόντος, η αναστροφή της κατάστασης στην Ελλάδα ισχύει μόνο τυπολογικά, καθώς οι δύο ελάσσονες εταίροι της τεθνεώσας τρικομματικής πρόλαβαν να συρρικνώσουν δραματικά την πολιτική τους απήχηση. Η θετική πλευρά της ύπαρξης ενός συστημικού κόμματος στην αντιπολίτευση παραμένει θεωρητική. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη διαχείριση της «προγραμματικής αντιπολίτευσης» της ΔΗΜΑΡ. Δεν πρέπει πάντως να βιαστούμε να την καταδικάσουμε σε έξοδο από την επόμενη Βουλή, διότι άλλωστε η πιο ευδιάκριτη διάθεση του πολιτικού σώματος αυτή τη στιγμή είναι η αποφυγή των εκλογών. Η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να είναι τόσο αυτοκτονική ώστε να πλεύσει προς ΣΥΡΙΖΑ μεριά. Με τη σημερινή της διεύθυνση όμως, υπό τον Φώτη Κουβέλη, δεν συνιστά πόλο για την ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς.
Ο ρόλος του ΠαΣοΚ στην παρούσα φάση μπορεί να είναι αρκετά λειτουργικός, όχι βέβαια στην ίδια την ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς προς εξισορρόπηση του συστήματος, αλλά στη διαμόρφωση ορισμένων προϋποθέσεών της και, κυρίως, στη διατήρηση της χώρας εν ζωή. Η στάση του ΠαΣοΚ την ώρα της τελευταίας κυβερνητικής κρίσης είναι εκτιμητέα, ακόμη κι αν υπαγορεύεται από κίνητρα λιγότερο ιδεαλιστικά από αυτά που προβάλλει με δραματικούς τόνους ο πρόεδρός του. Παραμένει αλήθεια ότι τα στελέχη του, εγκατεστημένα σε μικρές και μεγαλύτερες κρατικές θέσεις ανά την επικράτεια (από την κεντρική κυβέρνηση ως τον αγροτικό δήμο), δεν είναι λιγότερα από τις εναπομείνασες οικογένειες ψηφοφόρων του. Ακόμη κι έτσι, το ΠαΣοΚ παραμένει, δυνητικά τουλάχιστον, το πιο χρήσιμο πτώμα στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Το πολιτικό τοπίο έγινε λοιπόν λίγο πιο καθαρό χωρίς να γίνει λιγότερο σύνθετο. Αλλά η σημερινή του συνθετότητα συνιστά μια λιγότερο κακή αφετηρία από την προηγούμενη. Η δουλειά των κυβερνητικών εταίρων είναι σχετικά απλή, αν και ίσως υπερβαίνει τις πολύ πεπερασμένες ικανότητές τους: να κρατήσουν την Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ ώσπου να δούμε τι θα της ξημερώσει σε λίγους μήνες. Η ανακύκλωση του πολιτικού προσωπικού γίνεται καταθλιπτική, και κάποτε κωμική, αλλά συναντά τη θηριώδη ανοχή της ελληνικής κοινωνίας. Τα δημοσκοπικά ευρήματα που την ακτινογραφούν δεν πρέπει να λαμβάνονται τοις μετρητοίς, αλλά να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τη γενική διάθεση αποχής από τους «κοινωνικούς αγώνες» που συνεχίζει να επαγγέλλεται, ελλείψει άλλου πολιτικού προτάγματος, ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συστημική προσδοκία δεν έχει πεθάνει στην Ελλάδα. Η προσδοκία αυτή είναι σαφές ότι περιλαμβάνει τη μεταρρύθμιση του κράτους, την οποία οι δύο πλέον συγκυβερνώντες, με πλήρη πολιτική παρουσία (άρα και με πιο εμφανές το πολιτικό τους έλλειμμα), θα αναγκαστούν να επιχειρήσουν.
Οι εθνικές αβεβαιότητές μας σχετίζονται πάντως με τη συνολικά αρνητική ευρωπαϊκή δυναμική, που δεν περιορίζεται στη δήθεν γεφύρωση των διαφορών του ευρωπαϊκού Βορρά με τον ευρωπαϊκό Νότο. Για να έχουμε όμως κάποιον λόγο, ακόμη και κάποια ορατότητα, στα μεγάλα πράγματα που θα ορίσουν τη ζωή της επόμενης γενιάς, πρέπει τώρα να συνεχίσουμε να περπατάμε. Να αρχίσουμε τουλάχιστον, και όχι δειλά.
Ο Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και επισκέπτης καθηγητής στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (Παρίσι).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ