ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΥΚΑΣ (επιμέλεια)
Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Εξήντα επτά κείμενα κριτικής 1880 – 2011

Πρόλογος Γιάννης Αναστασόπουλος.
Εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2012, σελίδες ΧΧΙΙΙ + 361
τιμή 20 ευρώ

Στη χώρα μας ο δημόσιος λόγος περί πολιτικής και κρατικών θεσμών είναι πληθωριστικός και, γι’ αυτό, εύκολος και φθηνός. Ενα από τα πιο συχνά αντικείμενά του είναι η Δικαιοσύνη. Ευλόγως. Η Δικαιοσύνη δεν είναι μία μόνο από τις τρεις «εξουσίες» του κράτους. Εν σχέσει προς τις άλλες δύο ομόλογές της, την εκτελεστική και τη νομοθετική, είναι η λιγότερο απρόσωπη.

Εξάλλου, η Δικαιοσύνη, ως κρατικός μηχανισμός επιλύσεως διαφορών και αποτροπής ή καταστολής συγκρούσεων, ευρίσκεται πολύ συχνά στην πρώτη γραμμή του πυρός. Συνεπεία αυτού, ο λόγος περί Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο πολύ συχνός, είναι και διαποτισμένος από την ένταση των αντιμαχομένων κοινωνικών εταίρων που αποφάσισαν να μεταφέρουν τις διαφορές τους στις δικαστικές αίθουσες, και από πολιτικές-κοινωνικές να τις μετατρέψουν σε νομικές-δικαστικές (βλ. Π. Κ. Τσούκας, Ο δημόσιος λόγος περί Δικαιοσύνης. Μερικά από τα ποιοτικά του γνωρίσματα, σε: Transparency.gr).
Αν επιπλέον αναλογισθούμε ότι στη χώρα μας ανοιχτούς λογαριασμούς με τον νόμο –συχνότατα με τον ποινικό νόμο –έχουν όχι (μόνο) άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου, αλλά και ο μέσος Ελληνας, καθώς και μέλη αυτών των ιδίων των ηγετιδών τάξεων της χώρας, αντιλαμβανόμαστε γιατί ο δημόσιος λόγος περί Δικαιοσύνης είναι και υποκριτικός: στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει μίαν αποτελεσματική Δικαιοσύνη, με την οποία ο καθένας θα κινδύνευε, εν δυνάμει, να βρεθεί αντιμέτωπος.
Πέραν όλων αυτών, η Δικαιοσύνη διαθέτει και ένα γνώρισμα που δεν το έχει κανένας άλλος κρατικός θεσμός. Οι λειτουργοί της ανήκουν σε δύο επαγγελματικές-κοινωνικές ομάδες, που, με οποιοδήποτε κριτήριο και αν τις δει κάποιος, είναι ισχυρές. Από τη μία οι δικαστές και οι εισαγγελείς, και από την άλλη οι δικηγόροι. Και οι δύο βιοπορίζονται από τη Δικαιοσύνη. Πράγμα αυτόδηλο για τους δικαστικούς λειτουργούς, όχι όμως για τους δικηγόρους, αφού οι υπηρεσίες τους δεν είναι κατ’ ανάγκην δικαστηριακές. Και όμως, στη χώρα μας, δικηγόροι και δικαστήρια πάνε μαζί, αδιαχώριστα, τόσο που ο Ελληνας να μην μπορεί να φαντασθεί δικηγόρο να μη συντάσσει δικόγραφα και να μην αγορεύει σε δικαστήριο. Η κατάσταση αυτή έχει ως επακόλουθο: οι σχέσεις δικαστών και δικηγόρων να είναι κακές, της κακής δε αυτής σχέσεως ολέθριο παρεπόμενο είναι ότι τα μεγάλα προβλήματα της Δικαιοσύνης δεν συζητούνται από εκείνους, τους δικαστές και τους δικηγόρους, οι οποίοι κατ’ εξοχήν βαρύνονται με την ευθύνη της επίλυσής τους, και έτσι άλυτα να σέρνονται στον χρόνο, και από γενιά σε γενιά.
Και όμως, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς, διαφορετικά. Οι σχέσεις δικαστών – δικηγόρων να είναι καλύτερες και ο δημόσιος λόγος αυτών περί Δικαιοσύνης να είναι ειλικρινής, καινοτόμος και δημιουργικός, στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, του κοινού καλού. Αυτό δεν είναι ανεδαφικό να το επιθυμεί κάποιος, ούτε μάταιο να το επιδιώκει. Υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις, ότι, ακόμη και στην Ελλάδα, όπου ανέκαθεν ευδοκιμεί η δημαγωγία, ο λαϊκισμός και η ιδιοτελής εθελοτυφλία των ιθυνόντων τάξεών της εμπρός στα προβλήματα του συλλογικού βίου, ο ποιοτικός δημόσιος λόγος περί Δικαιοσύνης, όσον και αν ήταν και παραμένει σπάνιος, δεν ήταν ούτε είναι άγνωστος. Αποδείξεις ενός τέτοιου ποιοτικού δημοσίου λόγου συνιστούν τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο που έδωσε αφορμή για αυτές εδώ τις γραμμές. Κείμενα που τα υποβαστάζουν παλιές και σύγχρονες υπογραφές, και μάλιστα όχι μόνο νομικών. Μερικές από αυτές είναι βαριές. Σημαίνουν ονόματα όπως των Βλ. Γαβριηλίδη, Δ. Γούναρη, Στ. Παπαφράγκου, Ν. Δημητρακόπουλου, Γ. Θεοτοκά, Γ. Μπαλή, Ν. Θηβαίου, Π. Ζήση, Αλ. Βαμβέτσου –για να περιοριστούμε σε μερικά από τα παλαιά και μόνο. Τα κείμενα είναι εναργή, μερικά και τολμηρά, τα περισσότερα στοχαστικά, ορισμένα συναρπαστικά, και κάποια καλύτερα και από τον συγγραφέα τους, όλα ξεδιαλεγμένα από έναν ασφαλώς πολύ μεγαλύτερο αριθμό κειμένων περί Δικαιοσύνης, τα οποία ο επιμελητής θα συγκέντρωσε, ασφαλώς, έπειτα από πολυετή έρευνα. Η συνδημοσίευσή τους προσφέρει μίαν διαχρονική, συνθετική εικόνα, μέσα από την οποία ο επιμελητής αφήνει να διαφανεί η απολύτως ορθή αντίληψή του, ότι τα προβλήματα της Δικαιοσύνης δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα δικαστήρια και τους δικαστικούς λειτουργούς αλλά και με την ποιότητα της δικηγορίας, την ηθική συγκρότηση και την επιστημονική κατάρτιση των δικηγόρων, την ποιότητα των νομικών σπουδών και της εκπαιδεύσεως των υποψηφίων δικηγόρων και υποψηφίων δικαστών, την ποιοτική στάθμη του νομοθετικού έργου και, φυσικά, την ποιότητα αυτού του ίδιου δημοσίου λόγου περί Δικαιοσύνης.
«Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης» είναι βιβλίο μελαγχολικό, όπως και ο εύστοχος τίτλος του, γιατί πιστοποιεί ότι τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος της χώρας είναι τόσο παλαιά όσο το ελληνικό κράτος, αλλά και γιατί καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα ο ποιοτικός δημόσιος λόγος περί των κρατικών θεσμών ποτέ δεν κατόρθωσε να γίνει κυρίαρχος και σπάνια έγινε έμπρακτος.
Τα κείμενα του τόμου, καθώς καταδεικνύουν πειστικά την ιστορικότητα προβλημάτων της χώρας, μας θέτουν προ της βαριάς ευθύνης όχι να τα περιγράψουμε ξανά, με την ανομολόγητη πρόθεση να αναβάλουμε τη λύση τους και πάλι, αλλά επιτέλους να τα επιλύσουμε. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε βαθιά ότι –για να δανειστώ τη δραματικά αληθινή διαπίστωση του Π. Τσούκα (Εισαγωγή, σελ. ΧΙΧ) –«το μείζον πρόβλημα των Ελλήνων είναι ο τρόπος, με τον οποίο στέκονται απέναντι στα προβλήματα του συλλογικού βίου, τρόπος που είναι πιο προβληματικός και από τα ίδια τα προβλήματα».
Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ