Αν οι ιππότες του θεάματος στο Χόλιγουντ, παραγωγοί και σκηνοθέτες όπως ο Μάικλ Μπέι, ο Ζακ Σνάιντερ και ο Ρόλαντ Εμεριχ, βρίσκονται στην Αμερική για να προστατεύουν το αστραφτερό κάστρο της ψυχαγωγίας, τότε υπάρχει και μια αντίπαλη ομάδα, πέρα από τα βουνά του Παλαιού Κόσμου. Ο ανταγωνισμός είναι ξεκάθαρος: ενάντια στην ιλιγγιώδη ταχύτητα, τα ομιλούντα τέρατα και τη φθηνή ηθική του Χόλιγουντ, η Αυστριακή Ενωση των εξαιρετικά απαισιόδοξων κυρίων πραγματεύεται μια εντελώς διαφορετική θεματολογία. Σεξοτουρισμός, μεταναστευτική απογοήτευση, ηλικιακή υποβάθμιση, παράλογη βία, βιομηχανική γεωργία και ανεκδήλωτος ναζισμός αποτελούν μερικά από τα κυρίαρχα μοτίβα του ευρωπαϊκού αυτού κινηματογράφου.
Ποια όμως είναι τα μέλη των αυστριακών πεσιμιστών; Η ομάδα απαρτίζεται από τον Ούλριχ Ζάιντλ, δημιουργό της τριλογίας «Παράδεισος» και υπεύθυνο για τον τεμαχισμό των σύγχρονων φιλοδοξιών· τον Γκοτζ Σπίλμαν, σκηνοθέτη του θρίλερ «Ρεβάνς» και πρωτοπόρο της χαρακτηριστικής αυστριακής απάθειας, και τον μεγαλειώδη ντοκυμαντερίστα Νικολάους Γκεϊράλτερ, γνωστό για το ανήσυχο «Ο Αρτος Ημών ο Επιούσιος». «Αρχηγός» της ταξιαρχίας είναι βεβαίως ο Μίχαελ Χάνεκε, ο σκηνοθέτης του «Cache», της «Λευκής κορδέλας» αλλά και της «Αγάπης» που απέσπασε εφέτος το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Ο Χάνεκε υπενθυμίζει ότι ο σημερινός αυστριακός κινηματογράφος προέρχεται από μια θέση διαμετρικά αντίθετη με τις αξίες του Χόλιγουντ. Ενώ ο εμπορικός αμερικανικός κινηματογράφος επιδιώκει ανελέητα τη συναισθηματική επίδρασή του πάνω στον θεατή, το αυστριακό σινεμά υιοθετεί την ακριβώς αντίστροφη τεχνική: ενάντια στις συνηθισμένες συναισθηματικές επιδιώξεις, ο Ζάιντλ αποδομεί άκρως χαρακτηριστικά τους χολιγουντιανούς συνειρμούς στο «Love», το πρώτο κομμάτι της «Παραδεισένιας τριλογίας», μετατρέποντας το ηλιόλουστο «Ηakuna matata» του «Βασιλιά των λιονταριών» σε ένα νοσηρό προοίμιο σεξοτουριστικών συναλλαγών.
Ενώ το Χόλιγουντ χλευάζει, περιθωριοποιεί ή παραμελεί εντελώς κομμάτια της ζωής και της σημερινής πραγματικότητας, το νέο αυστριακό σινεμά διαλέγει αντ’ αυτού να εστιάσει πάνω τους, διεκδικώντας έτσι δίκαια τον τίτλο του πιο απαισιόδοξου κινηματογράφου. Υπάρχει σίγουρα κάτι το συναρπαστικό στο πόσο εύκολα αυτοί οι σκηνοθέτες δέχονται τέτοιου είδους προκλήσεις, έτοιμοι να ασχοληθούν με τόσο δύσκολα και «επικίνδυνα» θέματα. Το ίδιο συναρπαστική είναι και η απεικόνιση που προσφέρουν.
Το βασικό γνώρισμα του αυστριακού κινηματογράφου είναι η στατικότητά του· το βιεννέζικο βλέμμα απλά παρατηρεί αντί να συμμετέχει. Οι χαρακτήρες καταλαμβάνουν τον χώρο και μέσα σε αυτόν υπόκεινται σε διαφορετικά καθεστώτα, ανάλογα με τον σκηνοθέτη. Για παράδειγμα, ο Χάνεκε συχνά εφαρμόζει διάφορα σαδιστικά σοκ στους πρωταγωνιστές του, ενώ ο Ζάιντλ φαίνεται να έχει μια πιο ιδιαίτερη κλίση προς τη φάρσα.
Αυτό που φαίνεται να έχει περισσότερη σημασία για τους Αυστριακούς είναι ο χώρος και όχι τόσο ο χρόνος. Τους ενδιαφέρει το πώς ακριβώς είναι ο κόσμος, και όχι το πώς θα μπορούσε ιδανικά να είναι. Η ιστορία είναι δευτερεύουσα· η εξέλιξη του χαρακτήρα δεν αποτελεί τόσο πολύ συνέπεια της πλοκής (όπως γίνεται στο Χόλιγουντ) όσο της ανήσυχης προσπάθειάς του να ξεφύγει από τα δεσμά της πραγματικότητας, όπως αυτή ορίζεται από τον κινηματογράφο. Και το ίδιο το αυστριακό σινεμά μοιάζει ανήσυχο από μόνο του, ξεχωρίζοντας λόγω της δικιάς του «χωρικής» αναζήτησης, μιας αναζήτησης που αποτυπώνεται στη διασύνδεση μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης στη «Ρεβάνς» του Σπίλμαν, όπως και στη συσχέτιση αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου στα δυο πρώτα κομμάτια της τριλογίας του Ζάιντλ.
Ισως η ίδια η κατάσταση της Αυστρίας να έχει τοποθετήσει τους καλλιτέχνες της στο πιο ταιριαστό σημείο για μια τέτοιου είδους «έρευνα» πάνω στη μυστική υποδομή του σύγχρονου τρόπου ζωής. Μια εύπορη, πολυπολιτισμική χώρα στην καρδιά της Δύσης –που όμως δεν έχει εμπλακεί ακόμη στη διαδικασία της ηγεσίας της –δεν μπορεί παρά να εξειδικεύεται, λόγω της βαθιάς της μνήμης, στην ενδοσκόπηση. Η απαιτητική προσέγγιση του Χάνεκε και των συναδέλφων του μοιάζει να ακολουθεί τη βιεννέζικη ψυχαναλυτική παράδοση του Φρόιντ, «ξεφλουδίζοντας» έτσι τον πολιτισμό ως πηγή δυσφορίας.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 27 Ιουνίου 2013

HeliosPlus