Η γη στενάζει από το ποδοβολητό. Αναρθρες κραυγές γεμίζουν τον αέρα, «όπως ψηλά στον ουρανό οι γερανοί στριγκλίζουν όταν γυρεύουν/ να ξεφύγουν νεροποντή ακατάσχετη στη βαρυχειμωνιά, / κι ορμούν πετώντας με κρωγμούς προς τις ροές του Ωκεανού». Ανήκουστος ορυμαγδός σηκώνεται, συγκρούονται οι ασπίδες, σαν λύκοι ορμούν Αχαιοί και Τρώες να φαγωθούνε μεταξύ τους, «αχώριστοι οι αλαλαγμοί κι οι στεναγμοί» τους. Τρίζει ο χαλκός, σφίγγονται τα σαγόνια, εκτοξεύονται με πάθος τα δόρατα. Ξίφη βυθίζονται σε μαλακές σάρκες, κοντάρια καρφώνονται στις ράχες, ένα δόρυ στον σβέρκο σπάει τα δόντια και κόβει στα δύο τη γλώσσα. Πέτρες συνθλίβουνε κλειδώσεις, σπάνε τους τένοντες, παραλύουνε τα σώματα. Χέρια κόβονται από τους ώμους και πέφτουν αιμόφυρτα στο χώμα. Ενα δηλητηριώδες βέλος μολύνει τον θώρακα, ένα άλλο κάνει λιώμα τον εγκέφαλο. Λιοντάρια που πέφτουν πεινασμένα πάνω σε ελάφια κερασφόρα και τα κατασπαράσσουν λαίμαργα, πολεμιστές που σφαγιάζονται, νήματα ζωής που κόβονται αστραπιαία, γιοι που χάνονται αφήνοντας «πικρό καημό και θρήνους στον πατέρα τους».
Στην «Ιλιάδα» ο θάνατος έρχεται πάντα βίαια και πρόωρα, σκορπίζοντας αμέτρητα πτώματα στο πέρασμά του. Στο τέλος της ημέρας ο απολογισμός είναι εξίσου θλιβερός και για τα δύο στρατόπεδα: «Τρώες αριθμητοί κι ισάριθμοι Αχαιοί, / πεσμένοι πίστομα πάνω στη σκόνη, έγιναν αξεχώριστοι/ στο πλάι ο ένας του αλλουνού, τυμπανισμένοι». Αυτή η σπατάλη νεανικών ψυχών που βυθίζονται η μία μετά την άλλη στο μαύρο σκοτάδι, αυτή η «δοκιμασία που δεν έχει τελειωμό» καταλαμβάνει σελίδες επί σελίδων στο ομηρικό έπος, ένας αιματοβαμμένος κατάλογος που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής στον αναγνώστη, δεν του επιτρέπει σε καμία περίπτωση να προσπεράσει με ελαφρότητα το τίμημα το πολέμου.
Είναι λοιπόν απορίας άξια η ελαφρότητα με την οποία αποδίδονται στην πλειοψηφία τους τα σχετικά αποσπάσματα στην παράσταση που παρακολουθήσαμε προ ημερών στην Πειραιώς 260: το πώς δηλαδή ο σκηνοθέτης τα αντιμετωπίζει ως υλικό οριακά κωμικό βάζοντας τους ηθοποιούς να τα αφηγούνται με ύφος περιπαικτικό και χαριτωμένο (π.χ. «το δόρυ τον βρήκε στο δεξί βυζί», «ντιν!»), σαν σπλάτερ χιούμορ με θέμα την αφαίρεση των άκρων.
Μα και όλες οι σημαντικές μονομαχίες επιφανών ηρώων αποδίδονται με παρόμοια επιπολαιότητα, χωρίς κωμική πρόθεση αλλά και χωρίς αξιόλογη επιμονή στο δύσκολο ομολογουμένως ζήτημα της σκηνικής αναπαράστασής τους. Η πολυσυζητημένη συνεισφορά του Σι Μιαο Τζιε, μάχιμου μοναχού Σαολίν που εργάστηκε με τον θίασο κατά την προετοιμασία της «Ιλιάδας», δεν απέδωσε παρά πενιχρούς καρπούς: λίγο slow motion πάνω στη ρόδα, ημιχορευτικές κινήσεις, σακάκια που μπαινοβγαίνουν, «αγγίγματα» που προκαλούν θάνατο και άλλα τέτοια «μαγικά» γλιστρούν ξυστά γύρω από το ζητούμενο της σωματικής οδύνης. Δεν βλέπουμε ποτέ σώματα να μπλέκονται, να ιδρώνουν, να αγκομαχούν, να πάσχουν –και αυτό, αν μη τι άλλο, το βαλλόμενο σώμα, αποτελεί την κυρίαρχη εικονογραφική σφραγίδα του έπους.
Από εκεί και πέρα… Ο Αγαμέμνων (Δημήτρης Ημελλος) είναι μια καρικατούρα που πριν από την κρίσιμη αναμέτρηση γίνεται λιώμα, τα σπάει, κερνάει τους φαντάρους του κρασί και πετάει καρέκλες. Ο Αχιλλέας (Γιώργος Χριστοδούλου) συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο αγόρι που χτυπάει το πόδι στο πάτωμα για το κακό που του κάνανε και φωνάζει την πληθωρική μαμά του να τον βοηθήσει να πάρει το παιχνίδι του πίσω –ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι σκηνοθετική επιλογή (να δειχθεί δηλαδή ο ανόητος εγωισμός που γεννά όλεθρο), ούτε αυτό καθίσταται ξεκάθαρο.
Ο Εκτωρ (Αρης Τρουπάκης) στέκεται σοβαρός, με συναίσθηση των ευθυνών του, αν και συχνά υποκύπτει σε μια ερμηνευτική υπερδραματικότητα. Στον τριπλό ρόλο της Μοίρας – Θέτιδος – Εκάβης, η Μαρία Σαββίδου δεν κάνει ιδιαίτερους διαχωρισμούς όσον αφορά την εκφορά του λόγου της και όταν δεν θυμίζει την περίεργη της γειτονιάς που ρωτάει «μετά; τι έγινε μετά;», μεταμορφώνεται σε θεά-ματρόνα με αποκαλυπτικό σουτιέν, μια Θέτις που θρηνεί με πλούσιο μπούστο τον χαμό του γιου της. Μοναδικές ευχάριστες εκπλήξεις αποδεικνύονται ο Χρήστος Σουγάρης, ένας ευθύβολος, μοντέρνος Δίας, και η Αμαλία Τσεκούρα, σκαμπρόζα Ηρα αλλά και συγκινητική Ανδρομάχη.
Σε σκηνογραφικό επίπεδο ερχόμαστε και εδώ αντιμέτωποι με άστοχες επιλογές: ένα τετριμμένο βιομηχανικό τοπίο, με λάστιχα, τραπέζια, καρέκλες, κολόνες και μια λιμνούλα για να πλατσουρίζουν οι στρατιώτες αγκαλιά με τις γυναίκες τους εν είδει παρωχημένης φαντασίωσης. Την εικόνα συμπληρώνουν τα στρατιωτικά παλτό-σφαχτάρια που παρελαύνουν κρεμασμένα από γάντζους στις δραματικές στιγμές, κάτι σαν μελό εικαστικό σχόλιο γα τα άψυχα πανωφόρια των αφανών νεκρών. Οσο για τα κοστούμια που φορούν οι γυναίκες θεές, αυτά συνδυάζουν αγαλμάτινα στήθη με φούστες, ζώνες και διάφορα άλλα αξεσουάρ σε ένα φλύαρο πάτσγουορκ που προκαλεί παραζάλη.
Η εξαιρετικά άμεση και ανεπιτήδευτη μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη δεν αρκεί για να σώσει την κατάσταση. Με το πρόσχημα της λιτότητας των μέσων, η «Ιλιάδα» του Στάθη Λιβαθινού στέκεται τελικά στο πρώτο επίπεδο μιας εύπεπτης, αισθητικά παλιομοδίτικης αναπαράστασης, που λιποψυχεί μπροστά στις αληθινές προκλήσεις, αυτές που απαιτούν όχι μόνο φαντασία ή τόλμη, αλλά και ουσιαστική, βασανιστική αναζήτηση των νημάτων και των νοημάτων του αριστουργηματικού ομηρικού έπους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ