Θα επικεντρωθώ και σήμερα στο μείζον πρόβλημα που συνιστά η ανάγκη εξορθολογισμού και περιορισμού του κράτους για το οποίο τα κυβερνώντα κόμματα, παρά τις ρητές δεσμεύσεις τους και με προεκλογικές εξαγγελίες και απέναντι στην τρόικα, διστάζουν και κωλυσιεργούν προκειμένου να μην απολύσουν ούτε έναν επίορκο, για να φθάσουμε στην ξαφνική βόμβα της καταργήσεως της ΕΡΤ και σ’ ό,τι επακολούθησε (γράφω Τετάρτη πρωί αγνοώντας τη συνέχεια).
Η σχετική αρθρογραφία μου γι’ αυτά τα θέματα έχει προκαλέσει την επικριτική αντίδραση κάποιων αναγνωστών μου, οι οποίοι με χαρακτηρίζουν «εχθρό των δημοσίων υπαλλήλων και διώκτη τους γενικά». Η κατηγορία αυτή είναι όχι μόνο αβάσιμη, αλλά και άδικη. Είμαι νομίζω ο μόνος στην Ελλάδα που έχει υποστηρίξει ότι ένας μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων (ελπίζω η πλειονότητα) είναι εθνικοί ευεργέτες. Επειδή, μολονότι ως μόνιμοι μπορούν ακινδύνως να μην εργάζονται, εν τούτοις προσφέρουν υπηρεσίες με ευσυνειδησία, καλύπτοντας μάλιστα και την απουσία των ανεπαρκών, των κοπανατζήδων και των διεφθαρμένων.
Η μονιμότητα όμως και η ατιμωρησία επιτρέπουν όχι μόνο την αδιαφορία και την αποχή πολλών από την προσφορά των υπηρεσιών τους, αλλά και τον χλευασμό και την υπονόμευση εκείνων που είναι συνεπείς στα καθήκοντά τους. Ασφαλώς δεν είναι όλοι το ίδιο. Διερωτώμαι όμως μήπως οι ενοχλούμενοι από τα όσα υποστηρίζω ανήκουν στην κατηγορία των ρουσφετολογικά προσληφθέντων ή των επονομασθέντων επίορκων; «Γιατί δεν υπερασπίζεσθε τους προσληφθέντες μέσω ΑΣΕΠ;», με επικρίνουν κάποιοι. Πρόκειται για ισχυρή ένσταση, αλλά όχι επαρκή. Αφού τίποτα δεν αποκλείει και οι μη ρουσφετολογικά προσληφθέντες να αποδειχθούν ακατάλληλοι. Οι επιτυχόντες του ΑΣΕΠ δεν είναι απρόσβλητοι από τη ροπή στην τεμπελιά, την αυταρχικότητα απέναντι στους πολίτες, την κοπάνα και ακόμη χειρότερα τη διαφθορά και τη διαβόητη άρνηση της αξιολόγησης. Αλλωστε, οι συνδικαλιστές τους στους παρεκτρεπόμενους κυρίως προσφέρουν υπεράσπιση και συγκάλυψη της παραβατικότητάς τους. Οπως και τα πειθαρχικά συμβούλια, που αθωώνουν ή τιμωρούν, κατά κανόνα με φαιδρές ποινές, τους ουκ ολίγους επίορκους, τους οποίους επίσης δεν τολμά να διώξει και το πολιτικό σύστημα από τον φόβο του κομματικού κόστους. Δικά τους παιδιά γαρ.
Δυστυχώς, πεισματικά παραμένει κυρίαρχη η νοοτροπία που οδήγησε σ’ ένα κράτος Λεβιάθαν με σκοπίμως περίπλοκη και άχρηστη γραφειοκρατία, που γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερους υπαλλήλους για να την υπηρετούν και διευκολύνει τους εκβιασμούς και τις κάθε είδους παρανομίες που μας αναδεικνύουν στην πιο διεφθαρμένη χώρα της Ευρώπης.
Σε αυτό το αλαλούμ, με υπεύθυνες όλες τις κυβερνήσεις κυρίως από το 1981, αποδίδεται και το ότι τρία χρόνια μετά τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους δεν ξέρουμε ακόμα πόσους δημοσίους υπαλλήλους έχομε και πόσο τους πληρώνουμε. Σύμφωνα με έγγραφο του υπουργού κ. Σταϊκούρα, «δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τον αριθμό των δικαιούχων δημοσίων υπαλλήλων, ούτε για το ύψος της μισθοδοσίας των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα» (Καθημερινή, 28/5).
Ετσι ίσως εξηγείται το ότι το ύψος μισθοδοσίας και πρόσθετων παροχών του Δημοσίου το 2012 παρέμεινε όσο και το 2005, δηλαδή στο 7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (παρά τις περικοπές μισθών και επιδομάτων), όταν ο σχετικός μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μόλις 5,2%!
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ