Ο τίτλος τα λέει όλα: «Κολλημένη στη λάσπη». Και ο υπέρτιτλος διαπιστώνει: «Απογοητευτική η κατάσταση της οικονομίας στη Βραζιλία». Οχι, δεν πρόκειται για ανάλυση κάποιων αριστερόστροφων ή κεϊνσιανών οικονομολόγων με ανεπίτρεπτες για την εποχή των μνημονίων κοινωνικές ευαισθησίες. Είναι η διαπίστωση ενός πολύ πρόσφατου άρθρου (8 Ιουνίου 2013) της νεοφιλελεύθερης επιθεώρησης «Economist». Προτού βγει ο κόσμος στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της αχανούς χώρας των 194 εκατομμυρίων κατοίκων, το βραζιλιάνικο θαύμα είχε ήδη αρχίσει να ρετάρει στην ανηφόρα.
Η ανάπτυξη υποχωρεί. Το δείχνουν οι αριθμοί. Το νιώθουν όλο και περισσότεροι Βραζιλιάνοι στις τσέπες τους. Το «ατύχημα» –δηλαδή ο απρόβλεπτος παράγοντας που πυροδότησε τη συνεχιζόμενη έκρηξη λαϊκής δυσαρέσκειας –ήταν η αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων των λεωφορείων. «Δεν θέλουμε γήπεδα, θέλουμε σχολεία και νοσοκομεία!» φώναζαν οι διαδηλωτές, προτιμώντας το κοινωνικό κράτος από το κράτος που χορεύει αυτάρεσκα σάμπα έχοντας παραδώσει ιερούς πόρους σε μια δράκα κατασκευαστών που έχουν μετατρέψει τη Βραζιλία σε ένα «απέραντο εργοτάξιο» εν όψει του Μουντιάλ το 2014 και των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο το 2016.
Τσιμέντο να γίνει… Αλλά πώς; Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πόλη Μανάους στον Αμαζόνιο. Ο μέσος όρος όσων πάνε στο γήπεδο εκεί κάθε Κυριακή είναι περί τα 600 άτομα. Τώρα, το κράτος φτιάχνει ένα θηριώδες γήπεδο χωρητικότητας 43.000 θεατών. Αντε και γέμισε για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μετά;

«Οταν βλέπεις τις επενδύσεις στην Υγεία και στην Παιδεία και κατόπιν τις συγκρίνεις με τις μαζικές επενδύσεις για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, είναι ολοφάνερο ότι αυτή η σύγκριση προκαλεί αγανάκτηση»
λέει ο Αντάο Κλόβις Μαρτίνς ντο Σάντους, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Πόρτο Αλέγκρε.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία (29 Μαΐου), η ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους έπεσε στο 0,6%. Για πρώτη φορά η χώρα έχει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Το εθνικό νόμισμα, το ρεάλ, κατρακυλάει έναντι του δολαρίου. Το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού συρρικνώνεται. Ο πληθωρισμός τρέχει με 6,5%.

Η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχωρεί και όλο και περισσότεροι Βραζιλιάνοι λένε ότι η αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες είναι το ζήτημα που τους απασχολεί περισσότερο για το μέλλον των νοικοκυριών τους.

Η αλήθεια είναι ότι ο πρώην πρόεδρος Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα πιστώθηκε μερικά εντυπωσιακά επιτεύγματα στην οικονομία. Επί των ημερών του (2003 – 2011) 30 εκατομμύρια άνθρωποι έπαψαν να ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Κάποιες επιχειρήσεις, ιδίως σε τομείς όπως η ενέργεια και οι τεχνολογίες αιχμής, άνθησαν. Ηταν το ρεαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης «και με τον Χριστό και με τον Διάβολο», από τη φράση του ίδιου του πρώην συνδικαλιστή μεταλλεργάτη ότι συνδύασε τον σοσιαλισμό (τον «Χριστό») με τον καπιταλισμό (τον «Διάβολο»). Τώρα, καθώς η διεθνής οικονομική κρίση έφτασε για τα καλά και στη Βραζιλία (οι παραγγελίες βραζιλιάνικων μετάλλων από την Κίνα, για παράδειγμα, έχουν μειωθεί αισθητά), αυτό το μοντέλο δείχνει παρωχημένο.
Η διάδοχος του Λούλα, η νυν πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ, αύξησε τις δημόσιες δαπάνες, αύξησε και τον κατώτατο μισθό, επέβαλε στις κρατικές τράπεζες να δανείζουν περισσότερο. Εις μάτην. Ολοι οι δείκτες υποχωρούν, ο τιμάριθμος ανεβαίνει και ο κόσμος καταλαβαίνει ότι η τσέπη του αδειάζει.
Σε τούτο το κρίσιμο σημείο, προέκυψε η μεγάλη αυταπάτη της πολιτικής ελίτ: ότι ο λαός θα παρασυρθεί από τη δοκιμασμένη ρωμαϊκή συνταγή «άρτος και θεάματα» σε παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση. Μιας πολιτικής ελίτ συχνά διεφθαρμένης: από τον περασμένο Νοέμβριο έχουν καταδικαστεί για σκάνδαλα διαφθοράς κορυφαία στελέχη του «Κόμματος των Εργατών», του Λούλα και της Ρουσέφ, αλλά, προκλητικά, κανένας δεν έχει μπει ακόμη στη φυλακή.

Οι πρωτοφανείς σε όγκο διαδηλώσεις, οι μεγαλύτερες των τελευταίων 20 ετών, στέλνουν ένα διπλό μήνυμα στην ηγεσία της χώρας.

Πρώτον, ότι το πάρτι τελειώνει και καλά θα κάνει να ασχοληθεί με την ενίσχυση των κοινωνικών και κρατικών υποδομών και όχι με γιγαντιαίες επιχειρήσεις διεθνών δημοσίων σχέσεων, όπως είναι οι σχεδιαζόμενοι αγώνες, ποδοσφαιρικοί και ολυμπιακοί.
Και, δεύτερον, ότι κανείς δεν επιθυμεί την επιστροφή στο ζοφερό παρελθόν του υπερπληθωρισμού, της αδιέξοδης ζωής στις ανθρωπο-αποθήκες φαβέλες, της διαφθοράς και της αμάθειας, όπως ήταν δηλαδή η ζωή στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ιστορικά, μόλις χθες.

«Ο κόσμος πεινάει κι αυτοί χτίζουν στάδια! Ηρθα εδώ για τις εγγονές μου. Αμα κουραστείτε, γυρίστε σπίτι, κάντε ένα ντους και ελάτε ξανά. Εγώ αυτό κάνω…»
έλεγε προ ημερών, απευθυνόμενη σε ομάδα νεαρών διαδηλωτών, μια 83χρονη, η Ελεουντίνα Σκουιλγκάρο, συνταξιούχος, που συμμετέχει στις καθημερινές διαδηλώσεις στους δρόμους του Σάο Πάολο.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 19 Ιουνίου 2013

HeliosPlus