Η Χίλντε επέβαλε στην παρέα µας το µνηµόνιο πολύ πριν από την Ανγκελα Μέρκελ. Η βαυαρή φίλη κατέφθασε (γιατί αυτό το κείµενο δεν αφορά κάποιο δικό µου, αλλά το δικό της ταξίδι) προ τριακονταετίας, γεµάτη έρωτα για τον έλληνα σύζυγό της και για την πατρίδα του, αλλά και αποφασισµένη να βάλει τα όρια που παραµένουν η ακανθώδης περιοχή της νοοτροπίας του Νεοέλληνα. Εύκολα κατάφερε να επιβληθεί, όχι τόσο µε τον όγκο της (τετράγωνες πλάτες, πλούσιο στήθος, ανοιχτή λεκάνη και ψωµωµένες γάµπες σαν από γλυπτό του Ροντέν), όσο µε τις ήρεµες, αποφασιστικές, αλλά και… έντεχνα απαξιωτικές µατιές (βλέπε Μέρκελ) που µας έριχνε όταν διαφωνούσε µε όσα λέγαµε ή κάναµε. Οταν ήταν παρούσα, οι άντρες πάντα βοηθούσαν στο πλύσιµο των πιάτων, οι γυναίκες δεν έτρεχαν πίσω από τα παιδιά τους µε τα τάπερ στο χέρι, τα παιδιά έτρωγαν µόνα τους και µάζευαν τα παιχνίδια τους… Μας έβαζε όλους σε σειρά η Χίλντε, η οποία αναδείχθηκε σύγχρονη ιεραπόστολος της γερµανικής πειθαρχίας. Με τα σεµινάριά της να φιλοξενούνται στην τραπεζαρία της, όπου η οικοδέσποινα µεταξύ τυρού και αχλαδίου (δηλαδή λουκάνικου Φραγκφούρτης και στρούντελ) καυτηρίαζε την ελληνική σπατάλη: «Μία πγώτο πιάτα φτάνει, όχι όπως εσείς που βγκάζετε όλο το πιάτα και µετά πετάτε τα!», «κάθε παιντάκι φάει ντυό Wurst, πιο πολύ τα πονά κοιλίτσα», «µα πόσο Schlagsahne τα βάλεις σε στγούντελ; Το λίγκο είναι το καλύτεγο!». Το καλύτερο ήταν, βεβαίως, η γερµανική µπίρα που συνόδευε τα φαγητά της, µάρκες και γεύσεις που δεν τις γνωρίζαµε, που ενθουσίαζαν, που µας ταξίδευαν! Η µπίρα ήταν, εξάλλου, το µοναδικό είδος που παρεχόταν σε αφθονία και η κατάχρηση του οποίου δεν… επέσυρε ποινή. Κατά τα άλλα, οι γεύσεις ήταν µάλλον πληκτικές: κότσι σχεδόν ωµό µε κάτι δυστυχισµένα µήλα να αχνίζουν δίπλα του, σοκαρισµένα από τη βάπτισή τους στους ζωµούς του κρέατος, πατατοσαλάτα µε µαγιονέζα και το ίδιο και απαράλλαχτο στρούντελ µε την ίδια και απαράλλακτη σαντιγί (έτοιµη, σε σπρέι). Οι δε ποσότητες τόσες όσο έπρεπε για να σηκώνεσαι από το τραπέζι πεινασµένος. Η Χίλντε µαγείρευε πάντα «σε µέριντες, γιατί ντε θέλω πετώ φαΐ όπως πεντερά µου!». Το έλεγε και µπροστά της αυτό, µε την… πεντερά να αφρίζει σαν τη γερµανική µπίρα και να µαζεύει τα παιδιά για τους διηγηθεί «τι µας έκαναν οι Γερµανοί το ’40». Που ό,τι και αν µας έκαναν οι Γερµανοί, η Χίλντε, τώρα που το ξανασκέφτοµαι, καλό µάς έκανε, δείχνοντάς µας έναν άλλο τρόπο αντίληψης από τον οποίο κάτι κερδίσαµε. Οπως και εκείνη κέρδισε από τον δικό µας τρόπο ζωής, τον οποίο θα νοσταλγεί, υποθέτω, στη Γερµανία όπου ζει πια. Ή όχι; Λέει, άραγε, καλά λόγια για τους έλληνες φίλους ή µας έχει κακιώσει που πίσω από την πλάτη της κοροϊδεύαµε το άψητο κότσι; Το οποίο συνόδευε µε ένα γευστικό και πανεύκολο στην παρασκευή του ψωµί µπίρας. Αναζήτησα µια φίλη από εκείνη, τη διαλυµένη πλέον, παρέα, που είχε κρατήσει τη συνταγή. Δοκιµάστε την. Μια προσφορά αγάπης από τη Χίλντε!

Ψωµί µπίρας

ΥΛΙΚΑ (για 1 φραντζόλα)

500 γρ. αλεύρι που φουσκώνει µόνο του

1 κ.γ. αλάτι

2 κ.σ. έ.π. ελαιόλαδο

1 κ.σ. µέλι, ελαφρώς ζεσταµένο σε µπεν µαρί

1 κουτάκι µπίρα (330 ml)

σπόροι γλυκάνισου ή µάραθου (προαιρετικά)

(Μπορούµε επίσης να προσθέσουµε 2-3 αποξηραµένες ντοµάτες, κοµµένες σε µικρά κοµµάτια)

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Προθερµαίνουµε τον φούρνο στους 180°C. Ζυµώνουµε καλά όλα τα υλικά. Τοποθετούµε σε λαδωµένη φόρµα του κέικ. Χαράζουµε την επιφάνεια και αλείφουµε µε λίγο λάδι. Ψήνουµε στους 170°C-180°C για περίπου 40 λεπτά. Το βγάζουµε από τον φούρνο και το επόµενο δεκάλεπτο το ξεφορµάρουµε και το τοποθετούµε σε µια σχάρα για να κρυώσει και να µη νοτίσει.