Μπορεί να πληθαίνουν καθημερινά εντός και εκτός Βουλής, όπως και σε διαφορετικές πτέρυγες του Τύπου και της κοινής γνώμης, οι φωνές για μη αποτελεσματική πολιτική της χώρας στο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων τις κρίσιμες δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου, λίγοι όμως παίρνουν υπόψη τους ποια ήταν η πραγματική κατάσταση της Ελλάδας αμέσως μετά τον πόλεμο: μια χώρα απολύτως κατεστραμμένη, με μειωμένο πληθυσμό, σοβαρότατο έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας, στη συνέχεια δε με έναν βαθύτατα διερρηγμένο κοινωνικό ιστό λόγω εμφυλίου, είχε από πάνω να αντιμετωπίσει και τις δυσχέρειες που συνεπήγετο η γεωστρατηγική της θέση ως ανάχωμα στον από Βορρά κομμουνιστικό κίνδυνο σε ολόκληρη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για πέντε δεκαετίες. Συμψηφισμοί, επιλογή προτεραιοτήτων ή και αδράνεια δεν ήσαν γι’ αυτό μακράν του πνεύματος μιας συγκεκριμένης πολιτικής που σήμερα επικρίνεται, με τη διαφορά ότι τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και οι συνθήκες έχουν αλλάξει…

Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γερμανία ήταν πολύτιμες για τους Συμμάχους για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Ευρώπης και, βεβαίως, την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η θέση και των δύο στον χάρτη της Ευρώπης τις καθιστούσε αυτόματα προκεχωρημένα φυλάκια της φιλελεύθερης δημοκρατίας της Δύσης, ειδικότερα όμως για την τελευταία η Γερμανία ήταν εξαιρετικά πολύτιμη –στρατηγικά και οικονομικά –εξίσου όσο και για την Ανατολή, και γι’ αυτό οι Σύμμαχοι δεν ήσαν καθόλου διατεθειμένοι να την αφήσουν να πέσει στα χέρια των Σοβιετικών.

Ετσι, την αρχική διάθεση των νικητριών δυνάμεων να πάρουν εκδίκηση από τη Γερμανία που είχε σπείρει τον όλεθρο διαδέχθηκε η ωριμότερη σκέψη να τη στηρίξουν στην οδό της ανασυγκρότησης που πέτυχε χάρις στη μακροχρόνια και σταθερή ηγεσία του «γέρου» ή «καγκελαρίου των Συμμάχων» όπως απεκαλείτο εξαιτίας της φιλοδυτικής προσήλωσής του, Κόνραντ Αντενάουερ. Ο Αντενάουερ βρέθηκε αποφασισμένος να αναλάβει την ευθύνη για τα λάθη της Γερμανίας ακόμη και προ του 1945, ενώ με τις Συμφωνίες της Χάγης του Ιουνίου 1952 η Γερμανία κατέβαλε αποζημιώσεις στο Ισραήλ, τη δε αμέσως επόμενη χρονιά και σε άλλους Εβραίους της Ευρώπης σύμφωνα με τους Νόμους Επανόρθωσης του 1953.
Στη χώρα μας, που στη δεκαετία του 1950 ακόμα αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, μέρος των επανορθώσεων έφτασε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Καραμανλή το 1955 και η υιοθέτηση την άνοιξη του 1959, για πρώτη φορά στα πολιτικά ήθη της χώρας, ενός πενταετούς προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, έφερε κοντύτερα τις δύο χώρες αφού από τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο Καραμανλής προετοίμαζε βήμα-βήμα την υποβολή αιτήματος συνδέσεως της χώρας με την ΕΟΚ, στην οποία καίριο και αποφασιστικό ρόλο είχε η Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία υπό την εμπνευσμένη πολιτική του αντικαγκελαρίου και υπουργού της επί των Οικονομικών Ερχαρτ κατάφερε μέσα σε μία μόλις χρονιά, το 1951, να αποπληρώσει το δάνειο που είχε λάβει το 1950 από το ΔΝΤ και να πετύχει μείωση της ανεργίας της χάρις στην πολιτική χαμηλών φόρων, τη σταθερότητα του νομίσματος, το ελεύθερο εμπόριο, κυρίως όμως χάρις στη συνεργασία των εργατών και των εργατικών σωματείων.
Ο Ερχαρτ στην Αθήνα
Με τη μαγική συνταγή της επιτυχίας στις βαλίτσες του, ο Ερχαρτ γίνεται δεκτός από τον Καραμανλή τον Αύγουστο του 1959 στην Αθήνα σε συνέχεια επίσκεψής του στην Τουρκία. Πρώτη ενημέρωση η Αθήνα λαμβάνει με κρυπτοτηλεγράφημα του τότε συμβούλου στην πρεσβεία Βόννης Σπ. Τετενέ ο οποίος μεταφέρει αίτημα του τμηματάρχη του γερμανικού ΥΠΕΞ Ράινχαρντ «όπως Υπουργός έχη ευκαιρίαν εκδρομής εις αρχαιολογικούς χώρους ή νήσον» (ΑΠ 1389, 26 Ιουνίου 1959). Η αναγγελία της επίσκεψης ικανοποιεί την Αθήνα, καθώς έχει μόλις αναβληθεί «σιωπηρώς διά προσεχές φθινόπωρον» επίσκεψη του γερμανού υπουργού Αμυνας Στράους (ΑΠ 27987, Αβέρωφ, 16 Ιουνίου 1959). Ακολουθεί στις 27 Ιουλίου 1959 απόρρητο έγγραφο του πρέσβη Θ. Υψηλάντη από τη Βόννη διά του οποίου γίνονται γνωστές συστάσεις σχετικά με την επίσκεψη Ερχαρντ «όπως κατά το δυνατόν αποφύγη κατά την εν Αθήναις παραμονήν του δηλώσεις προς τον Τύπον, αίτινες ηδύναντο να εκληφθούν ως επικρίσεις της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής» (ΑΠ 1623).
Οπως ο ίδιος εξηγούσε σε μεταγενέστερο πολυσέλιδο διαβαθμισμένο του έγγραφο, η δυσαρμονία αντίληψης των δύο πλευρών οφειλόταν αφενός στην κριτική που δεχόταν η Ελλάδα για έλλειψη συγκεκριμένου οικονομικού προγράμματος (το πενταετές πρόγραμμα του Καραμανλή χαρακτηριζόταν ως προσωρινό), στην έλλειψη διάθεσης από πλευράς «Ελλήνων επιχειρηματιών προς συνεργασίαν επί λογικής μετά Γερμανών», στην απουσία εξειδικευμένου εργατικού και διοικητικού προσωπικού, στο διαφορετικό διοικητικό σύστημα, στην ελληνική νοοτροπία και βεβαίως στην άγνοια της γλώσσας (ΑΠ 2841). Ο έλληνας διπλωμάτης προσέθετε στο ίδιο έγγραφο ότι αντενδείκνυτο «απολύτως όπως αναμίξωμεν το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου με το θέμα της παροχής γερμανικής βοηθείας», ενώ ενημέρωνε για πρωτοβουλία του να επισκεφθεί το γερμανικό ΥΠΕΞ προκειμένου να λάβει επίσημη ενημέρωση «επί φημών καθ’ ας η Γερμανική Κυβέρνησις θα επεθύμει να εξαρτήση το ζήτημα της αποζημιώσεως διά τα θύματα του εθνικοσοσιαλισμού με εκείνο της ημετέρας συνδέσεως μετά της Κοινής Αγοράς». Χαρακτήριζε δε «ως εκτάκτως επιβλαβές εάν το κακόν παρελθόν συνεδέετο με το ευοίωνον μέλλον της ελληνογερμανικής οικονομικής συνεργασίας».

Στον απόηχο της δίκης Μέρτεν
Ενα τυχαίο γεγονός, και πιο συγκεκριμένα μια αποχαιρετιστήρια δεξίωση του αποχωρούντος στρατιωτικού ακολούθου αντισυνταγματάρχη Π. Πανουργιά, λίγο έλειψε να προκαλέσει σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, ήταν όμως ενδεικτικό του κλίματος των ελληνογερμανικών σχέσεων της εποχής.

Η ομαδική απόφαση των γερμανών αξιωματικών να απόσχουν, ενώ αρχικά είχαν δηλώσει επιθυμία προσέλευσης, κατόπιν οδηγιών του γερμανικού ΥΠΕΞ και τούτο εξαιτίας της σύλληψης και εισαγωγής σε δίκη στην Ελλάδα του διαβόητου Μέρτεν κατά παράβαση, όπως ελέχθη στον αντισυνταγματάρχη Πανουργιά, της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας – Γερμανίας «όπως άπαντες οι Γερμανοί εγκληματίαι πολέμου δικάζωνται εις Γερμανίαν υπό Γερμανικών Δικαστηρίων» (σημ. Σπ. Τετενές, 11 Μαρτίου 1959), με την προσθήκη μάλιστα «δύνασθε να ειδοποιήσητε επί τούτου το Επιτελείον σας» σύμφωνα με τον υποστράτηγο Ρανίτζσκι (ο στρατηγός Heusinger αρνήθηκε να συναντήσει τον Πανουργιά), φανέρωνε έντονο θυμό των γερμανικών κύκλων.

Θυμό που όμως μέσα σε δύο μόλις μέρες η γερμανική διπλωματία φρόντισε να εκτονώσει κατόπιν ωριμοτέρας σκέψεως, αποδίδοντας το επεισόδιο «εις το απηρχαιωμένον μιλιταριστικόν πνεύμα» των στρατιωτικών, χαρακτηρίζοντάς το ως «γκάφα», με το δικαιολογητικό ότι ο Μέρτεν «ήτο κατεξοχήν αξιωματικός» και υπήρχε ανησυχία «μήπως εις το μέλλον Γερμανοί αξιωματικοί διερχόμενοι εξ Ελλάδος δι’ οιανδήποτε αιτίαν συλληφθώσιν ως εγκληματίαι πολέμου» (041 Φ181/7, Πανουργιάς), ενώ στην πραγματικότητα ίσχυε το αντίθετο αφού όπως έσπευσε, κυριολεκτικώς κατόπιν εορτής, την επομένη της δεξιώσεως, ο στρατηγός Heusinger να δηλώσει στον αποχωρούντα Πανουργιά «οι Στρατιωτικοί είναι συχνά θύματα πολιτικών ενεργειών»…

Στα “ψιλά”
Δύο αεροπορικές παραβάσεις

Ανάμεσα στις ψιλές λεγόμενες ειδήσεις του έτους 1959 που απασχόλησαν τις κρατικές υπηρεσίες των δύο πλευρών ήταν οι δύο παραβάσεις αεροσκάφους της εταιρείας Deutsche Flugdienst που ενώ είχε λάβει νόμιμη άδεια για εμπορική πτήση προς Βηρυτό μέσω Αθηνών, προσγειώθηκε κατά την επιστροφή του δις σε διαφορετικές ημερομηνίες μεταφέροντας συνολικά 6 τόνους εμπορευμάτων τα οποία «απεβίβασεν ες Αθήνας άνευ εγκρίσεως ημών, προερχόμενα εκ Βαγδάτης» (ΑΠ 12996/ΕΣ 55/Ι/45, Γ. Δούκας, αρχηγός Πολιτικής Αεροπορίας, 17 Ιουλίου), καθώς και οι ψίθυροι περί επάρκειας του εδώ γερμανού πρέσβη Dr. Zeelos. Μάλιστα, το ίδιο το γερμανικό ΥΠΕΞ ζητούσε από τον νεαρό γραμματέα πρεσβείας Ι. Σωσσίδη να πληροφορηθεί «περί της γνώμης ήτις επικρατεί διά τον Γερμανόν Πρέσβυν εν Αθήναις», ο οποίος ως μόνο προσόν διέθετε «γάμον του με συγγενή του γερμανού ΥΠΕΞ von Brentano».


Στο ίδιο έγγραφο ο Σωσσίδης έκανε λόγο για δυσχέρειες της γερμανικής κυβέρνησης να στελεχώσει τις πρεσβείες της στο εξωτερικό εξαιτίας των κενών που δημιούργησε ο πόλεμος και των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν με απομάκρυνση των χιτλερικών υπαλλήλων (ΑΠ 2295-Η/γ, 21 Οκτωβρίου 1959).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ