Πέρσι τέτοιον καιρό είχαν διαπιστωθεί ο κλονισμός και η αποδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου τα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης υπέστησαν δεινή ήττα και οι ηγεσίες τους αμφισβητήθηκαν εντόνως από το σώμα των εκλογέων.
Στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου, υπό την πίεση ισχυρών διλημμάτων, με την απειλή της γενικότερης κατάρρευσης και μπροστά στον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη, η Νέα Δημοκρατία του κ. Αντώνη Σαμαρά κέρδισε την πρωτιά με την ψυχή στο στόμα και ο ίδιος αναγκάστηκε εκ των συνθηκών να συμβιβασθεί με τις επιταγές του μνημονίου και να συμμαχήσει με τους πρώην αντιπάλους του προκειμένου να σχηματίσει την τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας.
Το καλοκαίρι του 2012 οι περισσότεροι πίστευαν ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν θα μακροημερεύσει και δεν θα καταφέρει να επιτύχει τους στόχους της. Εκτιμούσαν τότε ότι η τρικομματική κυβέρνηση δεν θα αντέξει ούτε τρεις μήνες.
Στήριζαν την εκτίμησή τους στο γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας και επιπλέον θεωρούσαν ότι οι τρεις εταίροι δεν πίστευαν στο πρόγραμμα του μνημονίου. Οι δύο το είχαν πολεμήσει και ο τρίτος είχε αμφισβητήσει πλευρές του.

Οι πιο διεισδυτικοί μάλιστα σημείωναν ότι τα συνεργαζόμενα κόμματα και τα στελέχη τους είχαν υπηρετήσει μια ζωή τον κομματισμό, τον λαϊκισμό και την αντιμεταρρύθμιση και δεν υπήρχε περίπτωση να μεταλλαχθούν αίφνης σε δυνάμεις της μεταρρύθμισης.
Η αλήθεια είναι ότι διαψεύσθηκαν εν μέρει. Επί έναν χρόνο κόμματα και ηγεσίες πάλεψαν με τον εαυτό τους, κέρδισαν κάμποσες μάχες και μπορεί να πει κανείς ότι κατάφεραν να κερδίσουν τις εντυπώσεις κυρίως στο εξωτερικό.
Είναι ακριβές ότι οι τρεις αρχηγοί έκαναν φιλότιμες προσπάθειες προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Ωστόσο, έξις δευτέρα φύσις. Το περιβάλλον του κ. Σαμαρά ουδέποτε απηλλάγη από τις πρακτικές του παρελθόντος. Οι άνθρωποί του σε πολλές περιπτώσεις έδρασαν ως παλαιοί κομματάρχες και ορισμένοι εκ των υπουργών του συνέχισαν να νοιάζονται μόνο για την εκλογική πελατεία τους και για τα συγγενή προς αυτούς συμφέροντα.
Αντιστοίχως, οι περιβάλλοντες τον κ. Κουβέλη ουδέποτε συμβιβάστηκαν με τις απαιτήσεις του μνημονίου –οι κκ. Μανιτάκης και Ρουπακιώτης αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις –και ο κύκλος του κ. Βενιζέλου δεν μπόρεσε επίσης να συμβιβασθεί με την καθοδική πορεία του ΠαΣοΚ, ούτε κατάφερε ποτέ να αποβάλει το εκλογικό άγχος.
Οσο λοιπόν η κυβέρνηση οριζόταν από τον οδικό χάρτη του μνημονίου τα πράγματα πήγαιναν με έναν τρόπο. Τα νομοσχέδια ψηφίζονταν, οι δόσεις έρχονταν και οι τρεις κέρδιζαν χρόνο. Κάποια στιγμή μάλιστα άρχισε να διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι δεν υπάρχουν σοβαρά εμπόδια. Οταν τα επακριβώς οριζόμενα από τον μνημόνιο λίγο-πολύ εξαντλήθηκαν και χρειάστηκε η εφαρμογή των επιμέρους μεταρρυθμιστικών μέτρων, ήλθαν στην επιφάνεια οι επιφυλάξεις και οι ελληνικές πολιτικές παραδόσεις.
Επί έναν χρόνο το ζήτημα του περιορισμού των δημοσίων υπαλλήλων και της κατάργησης κρατικών οργανισμών γνώρισε μόνο καθυστερήσεις και αναβολές. Από αναβολή σε αναβολή φθάσαμε παραμονές επίσκεψης της τρόικας χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και χωρίς απαντήσεις για το επίμαχο θέμα. Οπως λέγεται μάλιστα, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών κ. Μανιτάκης εισηγήθηκε να ζητήσουμε από την τρόικα νέα αναβολή εφαρμογής της υπεσχημένης και νομοθετημένης μνημονιακής υποχρέωσης. Και τότε έπεσε η ιδέα της ΕΡΤ. Εν θερμώ λοιπόν και ελλείψει μεταρρυθμιστικού σχεδίου επελέγη η γρήγορη –«ηγεμονική» προς το εσωτερικό και «εντυπωσιακή» για το εξωτερικό –«μεταρρύθμιση της ΕΡΤ». Κάπως έτσι λοιπόν φθάσαμε στις «μαύρες οθόνες» της Μεσογείων στην κοινωνική σύγκρουση και στη μείζονα κυβερνητική κρίση, η οποία μπορεί να αποδειχθεί μοιραία για την εθνική προσπάθεια.
Αποδεικνύεται και στην περίπτωση της ΕΡΤ ότι το πρόβλημα της χώρας είναι διαρθρωτικό και ως τέτοιο είναι βαθύτατα πολιτικό. Η χώρα θέλει εκ βάθρων μεταρρύθμιση, πολιτική και οικονομική. Οσο πιο γρήγορα συνειδητοποιηθεί τόσο καλύτερα για όλους μας.