H Eρμού, στο σημείο που ενώνει το Θησείο με το Γκάζι, εμπεριέχει την ίδια στιγμή μεγαλείο και θλίψη. Το μεγαλείο της πολύ μακρινής Ιστορίας, με την Ακρόπολη να δεσπόζει απάνω της και να λάμπει το βράδυ σαν να είναι φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι, και με τον θαυμάσιο αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού να απλώνεται κατά μήκος της. Τη θλίψη της σημερινής παρακμής, με τους Ελληνάρες που τη διασχίζουν με τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητά τους – τι κι αν απαγορεύεται – για να κόψουν δρόμο, με τους ζητιάνους και τους ναρκομανείς που κοιμούνται, τρώνε, αφοδεύουν, βαράνε την ένεσή τους ανάμεσα στα δεντράκια, πάνω στο γκαζόν, με τα αδέσποτα που περιφέρονται σε αγέλες, με κάτι… ψαγμένες παρέες που, αφού συζητήσουν περί κρατικού παρεμβατισμού και επανάστασης, αφήνουν πίσω τους προκηρύξεις και χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες (το αγωνιστικό φρόνημα είναι πιο χορταστικό αν συνοδεύεται από τυρόπιτα ή σουβλάκι), κουτάκια μπίρας και άπειρες γόπες.
Το σκηνικό συμπληρώνουν τα γκραφίτι, μουντζούρες απερίγραπτης κακογουστιάς, επάνω σε τοίχους και νεοκλασικά σπίτια. Τεκμήρια της αδιαφορίας και των νεότερων γενεών Ελλήνων για το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Αν και η λέξη «αδιαφορία» είναι λίγη για να περιγράψει το έγκλημα που συντελείται καθημερινά στις γειτονιές της πόλης με τους ανεγκέφαλους «street artists» της συμφοράς και τους ψευτοεπαναστάτες της αφισοκόλλησης. Με όλους εκείνους που θεωρούν ότι η αδιαφορία, η ανομία και η απλυσιά είναι δείγμα ενός νέου πολιτικού πολιτισμού. Τρομάρα τους.
Μια τέτοια παρέα παρατηρούσα τις προάλλες ενώ ανέβαινα από την Πειραιώς προς το Σύνταγμα. Σταματημένη στην είσοδο του Κεραμεικού, εκεί όπου βρίσκεται και το κουβούκλιο του φύλακα. Φύλακα δεν είδα, θα ήταν προφανώς πιο μέσα. Οι κοπέλες της παρέας είχαν καθήσει κατάχαμα, στο οδόστρωμα, και κάπνιζαν – από αντίδραση στο «μην κυλιέσαι κάτω σαν τον χοίρο» που τους έλεγαν οι μανάδες τους; Τα αγόρια… δημιουργούσαν. Με ένα σπρέι ο καθένας στο χέρι κάλυπταν με ασημί χρώμα τα προηγούμενα γκραφίτι (ένα εμετικό συνονθύλευμα χρωμάτων και συνθημάτων, από το «Λευτεριά στον αναρχικό σύντροφο Φούφουτο» μέχρι το «Λάθως») για να αρχίσουν έπειτα να σχεδιάζουν από πάνω το δικό τους.
Ηθελα να πλησιάσω, να τους θυμίσω ότι βρίσκονταν στην είσοδο ενός σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, να τους ζητήσω να βρουν άλλον τοίχο για να εκφράσουν την καταπιεσμένη τους έμπνευση και την εκκωφαντική βλακεία τους. Φοβήθηκα τα… όπλα που κρατούσαν στα χέρια τους, αποφάσισα ότι δεν ήταν ώρα για να γίνω ο στόχος σε παιχνίδι Ρaintball και απέμεινα να τους παρακολουθώ. Γνώριζαν, άραγε, τι κρυβόταν πίσω από τον τοίχο που κατέστρεφαν; Τους είχε μιλήσει κανένας για το πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας; Αμφιβάλλω. Εξάλλου, το νεκροταφείο δεν είναι πλέον η περιτειχισμένη έκταση την οποία διασχίζει ο Ηριδανός, είναι όλος ο χώρος έξω από τα τείχη, η κακοπαθημένη πόλη στο σύνολό της. Ενα κοιμητήριο όπου καθημερινά ενταφιάζεται οτιδήποτε ευγενικό, ξεκινώντας από τον σεβασμό για το περιβάλλον και για τον διπλανό μας. Ανάμεσα στους τάφους του οποίου καλούμαστε εμείς να επιβιώσουμε.
Συνέχισα να περπατώ. Πρόσεξα ότι στο Γκάζι είχαν επιτέλους καθαρίσει τους τοίχους του μετρό από τις αφίσες. Βάζω στοίχημα ότι σε λιγότερο από έναν μήνα θα είναι και πάλι γεμάτοι. Οπως γεμάτη είναι σήμερα η πλατεία στο Μοναστηράκι και οι γύρω δρόμοι. Δεν αλλάζει αυτή η νοοτροπία, δεν αλλάζει και η άθλια εικόνα της πόλης από τη στιγμή που οι κάτοικοί της δεν έχουν επίγνωση της ασχήμιας. Με αυτές τις σκέψεις γύρισα στο σπίτι. Μπήκα στο Facebook για να βρεθώ σε ένα τσουνάμι συμπαράστασης προς «τα αδέλφια μας, τους Τούρκους», που με αφορμή μερικά δέντρα βγήκαν στον δρόμο για να εκφράσουν τη διαφωνία τους στην πολιτική Ερντογάν. Αν διαμαρτυρόμασταν και εμείς κάθε φορά που συντελούνταν ένα οικολογικό έγκλημα από αυτά που συντελέστηκαν κατά δεκάδες στην πόλη μας, όλα θα ήταν αλλιώς.
Ομως, μόνοι, χωρίς συμπαράσταση, είχαν διαμαρτυρηθεί κατά διαστήματα οι κάτοικοι πέριξ του άλσους στο Πεδίον του Αρεως για την κατάντια του, μόνοι είχαν διαμαρτυρηθεί οι Κολωνακιώτες όταν έκοψαν τις ευωδιαστές νεραντζιές τους… Τι περισσότερο είχαν τα δέντρα της Κωνσταντινούπολης, που τόσο μας συγκίνησαν, από τα δικά μας δέντρα που με ηδονή πληγώνουμε; «Είναι ο συμβολισμός» μου είπε ο Τάκης. Γιατί, τότε, μας συγκινούν και να μας αφυπνίζουν οι εισαγόμενοι συμβολισμοί και όχι η δική μας θλιβερή πραγματικότητα; Για αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα μιλούσαμε με τον φίλο μου, διασχίζοντας ξανά την πεζοδρομημένη Ερμού. Οταν φτάσαμε στο ύψος του Κεραμεικού, του έδειξα το κακότεχνο γκραφίτι που είχε αφήσει πίσω της εκείνη η παρέα, μερικά βράδια πριν. Μιλήσαμε για τον φασισμό του επαναστάτη του γλυκού νερού, ο οποίος νομίζει ότι καταστρέφοντας εκδικείται το σύστημα, ενώ το μόνο που εκδικείται προκαταβολικά είναι τα παιδιά που θα φέρει στον κόσμο. Συνεχίσαμε να περπατάμε μέσα σε «Κάτω τα χέρια από τη βίλα Αμαλία», «Βγάλτε τα τσιπάκια από τα σκυλιά και βάλτε τα στον κώλο σας» και «Μαρία σε αγαπώ». Εγώ, πάλι, Μαρία μου, καθόλου!
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013