Τον Ιούνιο του 2012, οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να προχωρήσουν στην τραπεζική ένωση ως βήμα απαραίτητο για να σπάσει ο φαύλος κύκλος μεταξύ τραπεζών και κρατών και να σταθεροποιηθεί η ευρωζώνη. Εναν χρόνο αργότερα, περίπου δύο εβδομάδες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, οι ωδίνες του… τοκετού είναι πολύ έντονες. Μπορεί η εποπτεία των τραπεζών να έχει συμφωνηθεί να ξεκινήσει από τα μέσα του 2014 υπό την ομπρέλα της ΕΚΤ, αλλά η συμπλήρωσή της από την απαραίτητη εξυγίανση και φυσικά η απάντηση στο ερώτημα «ποιος θα πληρώνει μια τράπεζα που απειλείται με πτώχευση» δοκιμάζουν τις αντοχές όλων των μεγάλων παικτών: των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Παρισιού και της Φραγκ­φούρτης.

«Η πορεία προς την τραπεζική ένωση δεν γυρίζει πίσω είτε ορισμένοι το θέλουν είτε όχι» λέει χαρακτηριστικά προς «Το Βήμα» κορυφαίο στέλεχος της Επιτροπής με αφορμή τα σχέδια που προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το επόμενο στάδιο της δημιουργίας ενός ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης (Single Resolution Mechanism –SRM). Η Επιτροπή, όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου αλλά και από το έγγραφο προσανατολισμού (discussion paper) που η ίδια έχει προετοιμάσει για τον τρόπο λειτουργίας του SRM και βρίσκεται στη διάθεση του «Βήματος», είναι αποφασισμένη να πιέσει για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σώματος με εκτεταμένες εξουσίες και αρμοδιότητες σε θέματα εξυγίανσης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η Επιτροπή επιφυλάσσει μάλιστα για τον εαυτό της το δικαίωμα ακόμη και να κλείνει μια τράπεζα, παρά την όποια αντίθετη γνώμη των αρχών του κράτους από το οποίο προέρχεται το πιστωτικό ίδρυμα.

Στο σημείο αυτό μάλιστα φέρεται να έχει και την πλήρη συγκατάθεση της ΕΚΤ που πιστεύει ότι ενιαία εποπτεία χωρίς μηχανισμό εξυγίανσης σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι λειψή και αναποτελεσματική. Η απόφασή της να αναλάβει η ίδια την εξυγίανση οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να το πράξει λόγω νομικού κωλύματος στις κοινοτικές Συνθήκες. Την ίδια στιγμή όμως, η κίνησή της αναμένεται να τη φέρει σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το Βερολίνο που έχει εκφράσει την άποψη ότι η εξυγίανση πρέπει να παραμείνει σε εθνικά χέρια τουλάχιστον μέχρι μια μελλοντική αλλαγή Συνθηκών.
Το έγγραφο-«βόμβα» της Επιτροπής


Με ημερομηνία 3 Ιουνίου 2013, το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (με τίτλο «Debat Preparatoire sur le Mecanisme Unique de Resolution Bancaire») για τη μορφή του SRM έχει προετοιμαστεί από τις υπηρεσίες του αρμόδιου επιτρόπου Μισέλ Μπαρνιέ. Ολο το κείμενο διαπνέεται από την άποψη ότι οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν μπορούν πλέον να επωμίζονται το βάρος της διάσωσης μιας τράπεζας υπό πτώχευση και αυτό πρέπει να ξεκινήσει το ταχύτερο δυνατόν, δηλαδή το 2015. Βρίσκεται δε σε απόλυτη σύμπνοια με την πρόταση Οδηγίας που έχει προτείνει ο κ. Μπαρνιέ.
Οπως σημειώνεται στο έγγραφο προσανατολισμού, «η Οδηγία βασίζεται σε ένα δίκτυο εθνικών αρχών για την εξυγίανση τραπεζών. Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι ένα μείζον βήμα προς τα εμπρός για την ελαχιστοποίηση των διαφόρων εθνικών προσεγγίσεων και για την προστασία της ακεραιότητας της Ενιαίας Αγοράς, δεν είναι επαρκές για την ευρωζώνη. Σε μια τραπεζική ένωση, η εποπτεία και η εξυγίανση πρέπει να ασκούνται στο ίδιο επίπεδο».
Η Επιτροπή λέει χωρίς περιστροφές ότι η ίδια «βρίσκεται στην καλύτερη θέση» (best placed) για να ασκήσει τον ρόλο της εξυγίανσης, ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις, αλλά και λόγω της εμπειρίας της στην αναδιάρθρωση τραπεζών. Προτείνει τη δημιουργία ενός «κεντρικού σώματος εξυγίανσης» (central resolution body) που θα συντονίζει τις εθνικές αρχές και θα παρεμβαίνει όταν χρειάζεται.
Ωστόσο, τα κράτη-μέλη δεν θα έχουν «δικαίωμα βέτο επί των αποφάσεων» που θα λαμβάνει η Επιτροπή. Ακόμη και αν οι εθνικές αρχές πιστεύουν ότι μια τράπεζα δεν κινδυνεύει με πτώχευση, η άποψη της Επιτροπής θα υπερισχύει. Τα μόνιμα μέλη του οργάνου θα διορίζονται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, ενώ τα κράτη-μέλη θα έχουν περιορισμένο αριθμό μελών. Ουσιαστικά, οι εθνικές αρχές θα αναλαμβάνουν την εφαρμογή των αποφάσεων που θα λαμβάνουν οι Βρυξέλλες, μία πρόταση που λογικά δεν πρέπει να ηχεί όμορφα στα αφτιά του Βερολίνου.
Ποιος θα πληρώνει το μάρμαρο;


Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προβλέψεις της Οδηγίας Μπαρνιέ για διάσωση των τραπεζών με ίδια μέσα (bail in), με την οποία θα πλήττονται οι μέτοχοι, οι κάτοχοι ομολόγων και οι ανασφάλιστοι καταθέτες (άνω των 100.000 ευρώ), δεν επαρκούν για την πλήρη εξυγίανση. Χρειάζεται και η δημιουργία ενός ταμείου στο οποίο θα συνεισφέρουν οι ίδιες οι τράπεζες με βάση το προφίλ κινδύνου (risk profile) τους. Τη διαχείριση του ταμείου αυτού θα έχει αποκλειστικά το κεντρικό σώμα εξυγίανσης. Πρόκειται για διαφοροποίηση σε σχέση με τις γερμανικές θέσεις ότι πρέπει να ενισχυθούν τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης και σταδιακά να ενωθούν.
Ο κ. Μπαρνιέ προσθέτει ότι εφόσον το ταμείο εξυγίανσης χρειαστεί περισσότερα κονδύλια θα μπορεί να βγαίνει στις αγορές για να δανείζεται. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε πιθανή αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) των 500 δισ. ευρώ. Στο πρόσφατο κοινό ανακοινωθέν της Ανγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ μετά την τελευταία συνάντησή τους, οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας άφησαν ανοικτό το ενδεχόμενο μελλοντικής σύνδεσης του κεντρικού σώματος εξυγίανσης με τον ESM. Καθώς όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να περάσει από τη «δαμόκλειο σπάθη» μιας ψηφοφορίας στην Μπούντεσταγκ, η Επιτροπή αποφάσισε να είναι προσεκτική.

Η «διάσωση»
Τι θα γίνει με τις καταθέσεις

Παράλληλα με τη συζήτηση για τη μορφή που θα λάβει ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (SRM), διεξάγονται εντονότατες διαβουλεύσεις για το πώς θα λειτουργήσει ακριβώς η διάσωση των τραπεζών με «ίδια μέσα» (bail in) στο πλαίσιο της Οδηγίας Μπαρνιέ. Το «αγκάθι» είναι η μεταχείριση η οποία θα επιφυλαχθεί στους ανασφάλιστους καταθέτες (uninsured depositors) με ποσά άνω των 100.000 ευρώ.
Μετά την εμπειρία της Κύπρου, ανέκυψε στους κόλπους της ΕΕ (ιδιαίτερα στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ) η ανησυχία ότι αν κάτι τέτοιο συμβεί ξανά θα μπορούσε να προκληθεί μεγάλη ανασφάλεια στις αγορές. Στην Οδηγία Μπαρνιέ καταγράφεται μια συγκεκριμένη ιεραρχία για το ποιοι θα επωμίζονται το βάρος της διάσωσης των τραπεζών ώστε να μην επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι. Τελευταίοι στην ιεραρχία είναι οι ανασφάλιστοι καταθέτες, χωρίς να υπάρχει ειδική μεταχείρισή τους (preferred status).
Επί του θέματος έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, από τη «σκληρή» των Ολλανδών που επιμένουν ότι δεν πρέπει να υπάρξει ειδική μεταχείριση ως εκείνη των Ισπανών για πλήρη εξαίρεση των ανασφάλιστων καταθετών. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες πάντως, έχει αρχίσει και διαφαίνεται ένας συμβιβασμός. Οπως έγραψε και η «Wall Street Journal», η «χρυσή τομή» κινείται γύρω από το να λάβουν ειδική προστασία οι ανασφάλιστες καταθέσεις φυσικών προσώπων, καθώς και νομικών προσώπων (κυρίως μικρομεσαίων εταιρειών) με λιγότερους από 250 εργαζομένους και έσοδα ως 50 εκατ. ευρώ ετησίως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ