Μεγάλη αγωνία για τη δημοκρατία επιδεικνύουν τα λιμά της κυβέρνησης. Τα δύο μικρά κόμματα της συγκυβέρνησης στήριξαν σε όλα τη Νέα Δημοκρατία, αποδέχθηκαν το σάρωμα των εργασιακών κατακτήσεων, συνυπέγραψαν τη μείωση των αποδοχών, έκαναν γαργάρα τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα και τώρα ορθώνουν το ανάστημά τους. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ως θωράκιση της Δημοκρατίας, είναι αυτό που τους πόνεσε και όχι όσα πόνεσαν τον ελληνικό λαό επί μνημονίου.
Είναι λοιπόν τόσο σημαντικό το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ώστε να απειλεί τη συνοχή της τρικομματικής κυβέρνησης; Είναι τόσο σημαντικό στην παρούσα ιστορική στιγμή; Τόσο σημαντικό ώστε να απειλεί μια αγαστή συνεργασία που σύντομα θα έχει την πρώτη της επέτειο; Μάλλον όχι. Η ελληνική κοινωνία ζει πολύ χειρότερα προβλήματα για τα οποία θα άξιζε τον κόπο να ορθώσουν το ανάστημά τους τα δύο συνεργαζόμενα κόμματα. Σε ένα πλαίσιο αντίστασης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, σε μια αντιπαράθεση που θα είχε πολιτικό πλαίσιο, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και το αντιρατσιστικό θέμα. Θα μπορούσε να προστεθεί ως το κερασάκι. Πλην, όμως, έγινε το πρωτεύον.
Το πρώτο ερώτημα από τις ενέργειες του Βαγγέλη Βενιζέλου και του Φώτη Κουβέλη σχετίζεται με την αντίληψη που έχουν για την ελληνική πραγματικότητα. Εκφράζουν άραγε το σύνολο ή έστω ένα υποσύνολο; Πέρα από τούτο, μήπως εντόπισαν ένα ζήτημα που μοιάζει μικρό, αλλά θα το βρει ο κόσμος μπροστά του; Μάλλον όχι. Δεν το ξέρουμε. Δεν ξέρουμε τι θέλει ο κόσμος. Το βέβαιον είναι ότι οι βίαιες επιθέσεις, οι διακρίσεις, καλύπτονται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Ολη αυτή η παραφιλολογία περί μαχαιρωμάτων εναντίον αθώων μεταναστών καταρρίπτεται από διατάξεις του ποινικού κώδικα. Αν τώρα υπάρχει ένα κενό για τη ρητορική του μίσους, πρόκειται για κάτι επουσιώδες εν προκειμένω. Προέχουν άλλα.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι το ΠαΣοΚ και δευτερευόντως η ΔΗΜΑΡ αναζητούν ένα προφίλ. Για λόγους επικοινωνιακούς. Χρησιμοποιούν το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο για να φανούν προοδευτικοί. Να δείξουν ανθρωπιά. Γι’ αυτό και καταφεύγουν σε κόλπα που φέρνουν δημοσιότητα χωρίς να φέρνουν αποτελέσματα. Μετά την εμπλοκή κατά τη συνάντηση των τριών αρχηγών, οι δύο μικροί εταίροι αποφάσισαν να πάνε στη Βουλή με το δικό τους νομοσχέδιο. Γνωρίζουν, βεβαίως, ότι οι προτάσεις νόμου που προέρχονται από κόμματα και όχι από την κυβέρνηση συζητούνται στην Ολομέλεια, αλλά δεν τίθενται σε ψηφοφορία.
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι το ΠαΣοΚ μαζί με τη ΔΗΜΑΡ καταφέρνουν να οδηγήσουν την πρότασή τους σε ψηφοφορία. Ας υποθέσουμε ότι παίρνουν τηλέφωνο έναν έναν τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τους πείθουν να ψηφίσουν υπέρ. Και πάλι, τα κουκιά δεν βγαίνουν. Δεν θα ψηφιστεί το νομοσχέδιο της μειοψηφίας – εκτός αν υπάρξουν διαρροές στα άλλα κόμματα του συνταγματικού τόξου. Γιατί λοιπόν όλος αυτός ο μάταιος ντόρος; Μα, φυσικά, για τον ίδιο τον ντόρο. Το ΠαΣοΚ δείχνει ότι κάνει αντίσταση από μέσα. Απειλεί ότι θα φέρει το αντιρατσιστικό ενώ ταυτόχρονα εγγυάται ότι δεν απειλείται η κυβέρνηση. Στηρίζουν τον Σαμαρά για τα αντεργατικά, στηρίζουν τον Σαμαρά στην εκποίηση της κρατικής περιουσίας, στηρίζουν τον Σαμαρά στις απολύσεις, αλλά κόλλησαν στις απόψεις που αμφισβητούν το Ολοκαύτωμα.
Η συζήτηση θα μπορούσε να αφορά την ελευθερία του λόγου, τη φίμωση επιστημόνων και αντιφρονούντων, την αύξηση της βίας. Δυστυχώς, όμως, η αληθινή συζήτηση αφορά το ψέμα και την κοροϊδία. Τα λιμά της κυβέρνησης, έμπλεα ενοχής για τον ρόλο τους, ψάχνουν να βρουν προοδευτικά ερείσματα στην ύπαρξή τους. Διατυπώνεται, βεβαίως, ένα μεγάλο «γιατί;». Γιατί παρουσιάζεται ως τόσο σημαντικό το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ενώ υποβαθμίστηκαν όλα όσα πλήττουν τους κατοίκους της χώρας;
Οι εξηγήσεις είναι πολύ πιο ταπεινές από αυτές που θα φανταζόταν κανείς. Μια σειρά από τυχαία συμβάντα και η τυχαία ανάδειξη προσώπων εσωκομματικά, οδηγούν σε μεγάλη αναταραχή. Αυτά, όμως, ενδιαφέρουν όσους είναι ενταγμένοι στα κόμματα. Για τους άλλους απλώς βρέχει νομοσχέδια.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουνίου 2013