O Tζον Σιμενόν είναι ψηλός και αθλητικός. Κάποτε ο πατέρας του, Ζορζ Σιμενόν, είχε «φωτογραφίσει» την αθλητική φιγούρα του σε ένα μυθιστόρημα, περιγράφοντας την εμμονή του με τα σπορ και την ελληνική μυθολογία. Σοκαρισμένος, ο νεαρός τότε Τζον έκανε 20 χρόνια να ξαναδιαβάσει μυθιστόρημα του πατέρα του. Στο μεταξύ, συνέβησαν πολλά – το πιο τραγικό ήταν η αυτοκτονία της αδελφής του, Μαρί-Τζο. Η ζωή της οικογένειας άρχισε να μοιάζει επικίνδυνα με αστυνομικό μυθιστόρημα όπου ο ένοχος δεν ανακαλύπτεται. Ο ίδιος ο Σιμενόν θεώρησε τη γυναίκα του, Ντενίζ, υπεύθυνη για τον χαμό της κόρης τους. Χαρισματικός, σχεδόν γραφομανής – με 400 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του – εγκατέλειψε τη συγγραφή. Απομονώθηκε με την Τερέζα, καμαριέρα της Ντενίζ, σε μια μικρή αγροικία του 18ου αιώνα, ζώντας ζωή ερημίτη.

Χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Τζον αναζήτησε τα αρχεία του, προσπάθησε – ανεπιτυχώς – να αγοράσει το σύνολο των δικαιωμάτων των έργων του από την εταιρεία Simenon Limited και πέρασε μερικά χρόνια στο αχανές πατρικό του, στο Επαλάνζ της Ελβετίας. Πριν από λίγες ημέρες προλόγισε στον Ιανό το αφιέρωμα για τις κινηματογραφικές ταινίες που βασίζονται σε βιβλία του Σιμενόν – μια πρωτοβουλία των εκδόσεων Αγρα που εκδίδουν στην Ελλάδα τον πιο διάσημο βέλγο συγγραφέα του κόσμου. Ο Τζον Σιμενόν δεν είναι μόνο γιος και διαχειριστής, αλλά και ειδήμων επί του θέματος. Κινηματογραφικός παραγωγός, υπήρξε ο νεότερος σε ηλικία διευθυντής της 20th Century Fox ανά τον κόσμο. Σήμερα μιλάει στο ΒΗmagazino για την προσωπική του σχέση με τον Σιμενόν, έναν συγγραφέα που μεταφράστηκε σχεδόν όσο και η Βίβλος, αγαπήθηκε από τον Ζιντ και τον Φελίνι και θεωρήθηκε δικαίως ιερό τέρας.

Αν υπολογίσουμε πόσο παραγωγικός και παθιασμένος ήταν ως συγγραφέας ο πατέρας σας, πώς έβρισκε χρόνο για εσάς τα παιδιά; «Εγώ τον θυμάμαι εξαιρετικά παρόντα. Πηγαίναμε στο σχολείο, το μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί, το απόγευμα πάλι σχολείο, και όταν επιστρέφαμε είχε τελειώσει με τη δουλειά της ημέρας. Δούλευε σκληρά, αλλά δεν τον έβλεπα ποτέ να δουλεύει».

Ο ίδιος έλεγε ότι προτού ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα φώναζε τον γιατρό για να σας εξετάσει, ώστε να βεβαιωθεί πως είστε όλοι υγιείς και να μπορεί να δουλεύει ανενόχλητος… «Η αλήθεια είναι ότι στη δεκαετία του ’60 ο πατέρας μου είχε γίνει λίγο υποχόνδριος. Το διαπιστώνω τώρα, που έχω στα χέρια μου τις ατζέντες του από εκείνη την εποχή. Ερχονταν γιατροί στο σπίτι με το παραμικρό. Αλλά νομίζω ότι στις συνεντεύξεις ένιωθε την ανάγκη να συνδέσει αιτιακά τα επεισόδια της ζωής του, όπως συμβαίνει σε ένα μυθιστόρημα, γι’ αυτό υπερέβαλλε λίγο. Εγώ θυμάμαι κυρίως μεγάλες σε διάρκεια συζητήσεις μαζί του για το νόημα της ζωής».

Το αίτημά του ως συγγραφέα ήταν να κατανοούμε, όχι να κρίνουμε. Εφάρμοζε αυτή την πολιτική στο σπίτι; Πώς σας μιλούσε για το καλό και το κακό; «Οι συζητήσεις μας περιστρέφονταν γύρω από φράσεις σαν αυτή που αναφέρατε για τη σημασία της κατανόησης. “Είναι δύσκολο το επάγγελμα του ανθρώπου” έλεγε (σ.σ.: Η φράση υπάρχει στο μυθιστόρημά του “Το χιόνι ήταν βρόμικο”). Ηδη από τη δεκαετία του ’30 ο πατέρας μου ήταν πεπεισμένος ότι είμαστε γενετικά καθορισμένοι, άρα όχι υπεύθυνοι για τη στάση μας – ουσιαστικά εξαργυρώνουμε γονίδια. Πίστευε σε αυτό που ονόμαζε “γυμνό άνθρωπο”. Η ψυχή ήταν για αυτόν υπόθεση της νευροχημείας του εγκεφάλου. Η άποψή του ήταν ότι δεν πρέπει να είμαστε αδέκαστοι απέναντι στον εαυτό μας, αλλά να νιώθουμε ποια είναι η ηθική μας ευθύνη».

Πιστεύετε ότι ένιωθε αυτό το χρέος και απέναντι στη Μαρί-Τζο, την αδελφή σας; «Νομίζω ότι ο πατέρας μου θυσιάστηκε για να μας ανακουφίσει όλους από το βάρος της ευθύνης. Ενιωθε μεγάλη αγάπη και συμπόνια για τη Μαρί-Τζο. Και είχε μια μοναδική διαίσθηση. Επτά χρόνια πριν από την αυτοκτονία της, είχε γράψει ένα μυθιστόρημα γύρω από την αυτοκτονία ενός κοριτσιού, την “Εξαφάνιση της Οντίλ”. Αλλά και για το τέλος της σχέσης με τη μητέρα μου είχε γράψει, ήδη από το 1945, στο “Τρία δωμάτια στο Μανχάταν”».

Μετά την αυτοκτονία, ο πατέρας σας άρχισε να αναφέρεται στη μητέρα σας με το αρχικό του ονόματός της. Ιδιαίτερα συμβολική κίνηση για έναν συγγραφέα που επέλεγε με μανία ονοματεπώνυμα για τους ήρωές του… «Δεν νομίζω ότι ήθελε να αφαιρέσει έτσι την ταυτότητα της μητέρας μου, αλλά να απομακρυνθεί από εκείνη. Οσο για μένα, δεν την ξαναείδα μετά τον θάνατο της αδελφής μου. Προτιμούσα να την απορρίψω, παρά να τη μισήσω».

Στην αυτοβιογραφία του ο Σιμενόν κόβει τον ομφάλιο λώρο με την οικογένειά του. Εσείς κάνετε το αντίθετο. Δεν νιώθετε το βάρος της οικογενειακής ιστορίας καθώς διαχειρίζεστε το έργο του πατέρα σας; «Για μένα η διαχείριση είναι δουλειά, όχι υποχρέωση. Ηταν εξάλλου και μια ευκαιρία να ανακαλύψω τον πατέρα μου υπό άλλο πρίσμα. Δεν διαβάζω τα βιβλία του ως γιος του, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η απόλαυση οφείλεται και σε αυτό που ξέρω και υποφώσκει στο κείμενο».

Ο Σιμενόν έλεγε πως η ακτίνα του ήλιου που πέφτει σε μια μύτη είναι εξίσου σημαντική με μια βαθυστόχαστη σκέψη. Ετσι σάς μεγάλωσε; «Ετσι ακριβώς. Η συμβουλή του ήταν να μαζεύουμε μικρές στιγμές ευτυχίας. Ελεγε πως δεν μπορούμε να προβλέψουμε τη μεγάλη ευτυχία, αλλά μπορούμε να διατηρήσουμε μια έφεση προς τις μικρές χαρές».

Αυτή είναι μια ωραία συμβουλή για τους Νεοέλληνες… «Δεν μπορώ να μπω στη θέση σας αυτή τη χρονική στιγμή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είστε ζωντανοί, δεν πέφτουν βόμβες στην Αθήνα, όπως στη Δαμασκό. Φέρουμε όλοι την προσωπική ευθύνη της ευτυχίας μας. Για να μας βοηθήσουν οι άλλοι, πρέπει να δημιουργήσουμε βήμα βήμα μια κοινωνία αλληλεγγύης».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Μαΐου 2013