Συμπληρώθηκαν εφέτος 66 έτη από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου. Για τα δεινά που υπέφερε ο λαός της επί ιταλοκρατίας έχουν γραφεί ευάριθμες μελέτες, άρθρα, ακόμη και αναμνήσεις Δωδεκανησίων που βίωσαν τη σκληρότητα των μέτρων που εφήρμοσε στη διοίκηση των Νήσων η φασιστική Ιταλία. Το υπουργείο Εξωτερικών εγκαινίασε (1996) μάλιστα τις εκδόσεις του στη σύγχρονη εποχή με τη δημοσίευση σε τόμο μιας εκατοντάδας διπλωματικών εγγράφων που εστιάζουν στην κρίσιμη περίοδο 1943-1947, όταν μεσούντος του πολέμου είχε ήδη αρχίσει η συζήτηση μεταξύ των Συμμάχων για το μέλλον του νησιωτικού συμπλέγματος που με τη Συνθήκη της Λωζάννης είχε περάσει στα χέρια της Ιταλίας. Ωστόσο, διορατικός και έμπειρος διπλωμάτης ο Π. Πιπινέλης διέβλεπε από το Κιουμπίσεφ όπου είχαν μεταφερθεί για λόγους ασφαλείας όλες οι ξένες πρεσβείες στη Μόσχα ότι με τη λήξη του πολέμου, εάν σε κάτι μπορούσε να ελπίζει με βεβαιότητα η Ελλάς για τις θυσίες της, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη Δωδεκάνησο.

Είναι γεγονός ότι οι Ιταλοί την πόθησαν και βάλθηκαν εξαρχής να την καλλωπίσουν με έργα βιτρίνας και πομπώδη αρχιτεκτονήματα. «Εχτισαν άχρηστα παλάτια και υπόγειες αποθήκες και πολυβολεία οι Ιταλοί» έγραψε ο Χ. Τσιγάντε, «αλλά η Ρόδος δεν έχει λιμάνι». Τα χωριά εγκαταλείφθηκαν σε ένα μεσαιωνικό καθεστώς από άποψη διαβίωσης και συνθήκες υγιεινής, τα πλουσιότερα χωράφια πέρασαν από ελληνικά χέρια σε ιταλούς εποίκους, το ίδιο και οι μουσουλμανικές και εβραϊκές ιδιοκτησίες. Μόνος αντίπαλος στα σχέδια της φασιστικής Ιταλίας παρέμεινε ως το τέλος της ιταλικής κυριαρχίας ο ντόπιος πληθυσμός, για τον αφελληνισμό του οποίου εργάστηκαν μεθοδικά οι δύο κυβερνήτες Μάριο Λάγκο και Ντε Βέκι επιχειρώντας ιταλοποίηση της παιδείας και αλλεπάλληλα πλήγματα σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με στόχο την απομάκρυνσή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ανάμεσα σε άλλα μέτρα όπως την υποχρεωτική, μικρή ονομαζόμενη, ιταλική ιθαγένεια που παραχωρήθηκε μαζικά στον ντόπιο πληθυσμό, και τη μεγάλη, που ως φόρος τιμής απονεμήθηκε σε όσους Δωδεκανησίους συνεργάστηκαν με την ιταλική διοίκηση, τη μετονομασία όλων των νήσων στην ιταλική και τη βίαιη εφαρμογή της ακόμη και στις καθημερινές σχέσεις των κατοίκων, συμπεριλήφθηκε και το κυνήγι του ελληνικού Τύπου και η παντελής διάλυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εγραφε για την τελευταία ο πρόξενος Α. Κοντόσταυλος από τη Ρόδο στις 6 Απριλίου 1937:
«Εχω την τιμή να γνωρίσω Υμίν ότι, την 31ην παρελθόντος μηνός, εδημοσιεύθη διάταγμα, δια του οποίου ρυθμίζονται, κατά νέον τελείως τρόπον, τα της Διοικήσεως των Δήμων, καταργουμένου του μέχρι τούδε ισχύοντος διατάγματος της 29ης Μαρτίου 1930.Το σκεπτικόν του διατάγματος αναφέρει την ανάγκην «όπως εξασφαλισθή αυστηροτέρα, ανιδιοτελής και υγιής διαχείρισις των δημαρχιακών προϋπολογισμών», επίσης δε και τον σκοπόν «όπως εκλείψωσιν οι εκλογικοί σχηματισμοί οίτινες εκφράζουσι τάσεις και συμφέροντα ιδιωτικά αντιτιθέμενα πάντοτε προς τα ανώτερα συμφέροντα της Κτήσεως»» (ΑΠ454/Δ1), εκτιμώντας ότι «διά των ολίγων τούτων λέξεων καταργείται η έστω και κατά τύπους μόνον απομείνασα αυτοδιοίκησις» (όπ.π.).
Μάλιστα, με εμπιστευτικό έγγραφό του (ΑΠ 453 Δ/1) αναφερόταν σε άρθρο της εφημερίδας «Messagero di Rodi» με ίδια ημερομηνία και τίτλο «Ολιγώτεραι εκλογαί και περισσοτέρα πρόνοια», παραθέτοντας τις εξής πολιτικές εκτιμήσεις που ο ίδιος έκανε:

«Το όλον άρθρον δεικνύει την φασιστικήν πίστιν και θέλησιν του Διοικητού, όστις τάσσει ως σκοπόν του να επεκτείνη γοργώ τω βήματι τους Νόμους της Πατρίδος εις τους πληθυσμούς τούτους. Οιοσδήποτε δισταγμός, λέγει, είναι απώλεια χρόνου. Και τονίζει ότι το καθεστώς θέλει ενταύθα να μεταδώση ευρέως το πνεύμα του και τα υλικά ωφελήματα, άτινα πηγάζουσιν εκ της Αυτοκρατορικής Ιταλίας, μεθ’ όλης της οργανώσεώς της, συντεχνιακής τε και οικονομικής εν γένει, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικών νόμων».
Μεγάλο πλήγμα όμως είχε δεχθεί από το θέρος του προηγούμενου έτους και ο ελληνικός Τύπος, παρά το γεγονός ότι σπάνιζαν εξαιτίας της λογοκρισίας που είχε επιβληθεί τα δυσάρεστα για την ιταλική διοίκηση δημοσιεύματα. Ετσι, ο τότε γενικός πρόξενος Γ. Αργυρόπουλος με έγγραφό του (ΑΠ 55 Δ/1, 16 Ιουλίου 1936) πληροφορούσε την Αθήνα ότι «η υπό το πρόσχημα της αναγραφής δυσάρεστων διά τους Ιταλούς άρθρων παρεμπόδισις της κυκλοφορίας των ελληνικών εφημερίδων εν Δωδεκανήσω επεξετάθη εσχάτως και επ’ αυτών των λαϊκών φιλολογικών περιοδικών, ως το «Μπουκέτο», ο «Θεατής» κτλ…». Εξέφραζε δε την άποψη ότι «δεδομένου ότι εις τα εν λόγω φιλολογικά περιοδικά ουδεμία πολιτική αρθρογραφία δύναται να εισχωρήση συνάγεται ότι η ασκουμένη εναντίον αυτού προληπτική λογοκρισία της ιταλικής Διοικήσεως στρέφεται αποκλειστικώς κατά της διαδόσεως της ελληνικής γλώσσης. Παραλλήλως προς τα ανωτέρω ληφθέντα εναντίον του ελληνικού Τύπου μέτρα εξασκείται και λίαν αυστηρά προληπτική λογοκρισία επί των εν Ρόδω εκδιδομένων ελληνικών εφημερίδων «Ροδιακή» και «Νέα Ρόδος» απαλειφομένης και της ελαχίστης εν αυταίς αναγραφής δυναμένης να εκληφθή ως υποκρυπτούσης τάσεις ιρρεδεντιστικάς».
Δεν ήταν γι’ αυτό χωρίς ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στην κηδεία του διευθυντή της εφημερίδας «Νέα Ρόδος» Εμμανουήλ Πολεμικού τον Φεβρουάριο του 1937 υπήρξε πάνδημη προσέλευση, της επικηδείου τελετής προτοστατούντος του Μητροπολίτη Αποστόλου, από τον οποίον μάλιστα λίγες ημέρες ενωρίτερα ο διαδεχθείς τον Λάγκο δεύτερος κατά σειρά κυβερνήτης Ντε Βέκι αφήρεσε την άδεια κυκλοφορίας εφημερίδας με θρησκευτικό περιεχόμενο και τίτλο «Θρησκευτική Διδαχή» στην οποία είχαν σπεύσει να εγγραφούν ήδη 800 συνδρομητές (ΑΠ 244 Δ/1, 9 Φεβρουαρίου Α. Κοντόσταυλος).
Ενδεικτικό της ιταλικής πολιτικής που άγγιζε τα όρια της μοχθηρίας και μισαλλοδοξίας είναι το άρθρο της Πέμπτης 22 Ιουλίου 1937 της «Messaggero di Rodi», αναφερόμενο σε άρθρα ελληνόφωνου Τύπου της Αιγύπτου. Τίτλος, «Προσοχή εις τας στροφάς». Εγραφε:

«Ανεγνώσαμεν σε μερικές φυλλάδες του εξωτερικού, που εκδίδονται από κλέπτας και χρεωκόπους περιβεβλημένους την στολήν του ψευτοπατριώτη, καθ’ αυτό λόγια μίσους και παρακινήσεως προς το έγκλημα. Ο ήσυχος, φίλεργος, παραδειγματικός και πειθαρχημένος πληθυσμός των Νήσων δεν γνωρίζει τα σάλια αυτά τα κορεσμένα από δηλητήριον και την αιρεσιαρχίαν που, εκ του ασφαλούς αυτή, θα ήθελε να οπλίση τα ξένα χέρια. Οι κάτοικοί μας είναι άνθρωποι ευπολίτιστοι, πράοι και καλοί την ψυχήν, άνθρωποι που απεχθάνονται το έγκλημα. Αλλά… προσοχή εις τας στροφάς κύριοι αυτοεξόριστοι! Ο Φασισμός, ο τόσο μισούμενος από τις πράσινες αυτές σαύρες, των οποίων ίδιον είναι μάλλον ο φόβος παρά το μίσος και η κακία, ανεφύη εκ των μαχητικών διαδηλώσεων και του νόμου των αντιποίνων. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, εμπρησμόν αντί εμπρησμού, έχθραν αντί έχθρας! Δεν οπλίζει κανείς το ξένο χέρι χωρίς να διατρέχη κίνδυνον δια τον εαυτόν του! Δεν μπορεί κανείς να θίξη ατιμωρητί τον Φασισμόν του Αιγαίου εις οιονδήποτε των τομέων του και τον μικρότερον και πλέον ασήμαντον, εις οιονδήποτε των πραγμάτων και των ανθρώπων του και των ελαχίστων, χωρίς να διατρέξη αυτός κίνδυνον διά την υγείαν του. Δε πρέπει να προκαλή κανείς αν θέλη ν’ αποφύγη σωτηρίαν και τελειωτικάς αντιδράσεις. Προσοχή εις τας στροφάς!»
Στο μεταξύ, μέσα στην ίδια χρονιά φήμες αναστατώνουν τα υπουργεία Εξωτερικών Τουρκίας και Βρετανίας για την πρόθεση του Ντούτσε να επισκεφθεί τη Ρόδο. Πρώτος που διέρρεε την είδηση ήταν ο βρετανικός Τύπος και ακολουθούσε ο τουρκικός. Σε δημοσίευμά της η εφημερίδα «Χαμπέρ» (φύλλο 14ης Ιουλίου 1937) αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τα υπό του βρετανικού Τύπου σχόλια ότι ο Μουσολίνι ανταποκρινόταν «με λεπτότητα προς τους κατοίκους των Δωδεκανήσων» που τού απηύθυναν πρόσκλησιν, ή ότι ο ιταλός δικτάτωρ επιθυμούσε «να δείξη εις τα Εθνη της Ανατολικής Μεσογείου και εις την Αγγλίαν πόσον η Ιταλία κατέχει κυρίαρχον θέσιν εις την Δωδεκάνησον» (ΑΠ 16747/Α/10/8, Β. Μόστρας, Α’ Πολιτική). Αντιθέτως, εξέφραζε την άποψη ότι μετά την επίδειξη δυνάμεως στην Τριπολίτιδα, ο Μουσολίνι απέβλεπε στη δημιουργία ναυτικών βάσεων, χρήσιμων για τα σχέδια του Aξονα στη διάρκεια των επιχειρήσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που δεν θα καθυστερούσε και πολύ.

Αγγελιαφόροι
Ελλείψει Διαδικτύου, τον λόγο είχαν τα… περιστέρια!

Το ελληνικό ΓΕΣ προνοούσε για την προμήθεια «50 ζευγών αγγελιαφόρων περιστεριών» από το Βέλγιο (ΑΠ 59804, 24 Δεκεμβρίου 1936, αρχηγός Α. Παπάγος). Από τις έξι προτάσεις βελγικών οίκων εκτροφής αυτού του σπάνιου είδους πτηνών ο έλληνας επιτετραμμένος στις Βρυξέλλες Δ. Σοφιανός εισηγείτο τον Οίκο «La Vie Colombophile» (ΑΠ 5/2/133, 9 Φεβρουαρίου 1937). Στην προσφορά (175 φράγκα έκαστο) περιλαμβανόταν η έκδοση πιστοποιητικού προέλευσης και η ασφαλής μεταφορά τους με την αεροπορική εταιρεία Sabena.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ