Η ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου, γραμμένη από τον Ντάνιελ Ντεφόου γύρω στο 1720, βασίζεται σε κάτι που συνέβη στην πραγματικότητα. Δεν λεγόταν Ροβινσώνας ο ήρωας του συμβάντος αυτού αλλά Αλεξάντερ Σέλκιρκ. Ηταν από τη Σκωτία, γεννήθηκε το 1676 και το 1704 μάλωσε με τον καπετάνιο του πλοίου όπου είχε ναυτολογηθεί για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί, καθώς το σκάφος ήταν διάτρητο και σάπιο. Ετσι αποφασίζεται να κατέβει από αυτό μαζί με λίγα πράγματα σε ένα από τα νησιά που βρίσκονται δυτικά της Χιλής. Ενα όπλο με λίγα πυρομαχικά, ένα αντίτυπο της Βίβλου, όργανα πλοήγησης, καπνό και τα ρούχα του. Αν και στη διαδρομή προς την ακτή το μετανιώνει, ο καπετάνιος αρνείται να τον δεχθεί πίσω και μένει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια στο ερημονήσι 670 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή της Νοτίου Αμερικής. Ο «Ροβινσώνας» αυτός κατάφερε να επιζήσει, πέθανε πολύ αργότερα, το 1729, η ύπαρξή του και η περιπέτειά του λέγεται πως επιβεβαιώθηκαν από την ανακάλυψη στο νησί το 2005 ενός κομματιού από ναυτικό διαβήτη και εμείς θαυμάζουμε το πώς κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια εκεί.
Υπάρχει ένα κίνημα σχετικό με την καθημερινή διατροφή του ανθρώπου και όσοι το απαρτίζουν επιμένουν ότι το φυσικό για το ανθρώπινο είδος είναι να καταναλώνει μόνο ωμές τις τροφές του. Με βάση τον γνωστό συλλογισμό «τα ζώα τρώνε ωμές τις τροφές τους, οι άνθρωποι είναι ζώα, άρα πρέπει να τρώνε όπως αυτά». Απέναντι στο κίνημα των ωμοφάγων συσπειρώνονται οι αντιφρονούντες που θεωρούν ότι πάει, πέρασε αυτή η εποχή για τον άνθρωπο και τώρα του είναι απαραίτητο να μαγειρεύει την τροφή του προτού την καταναλώσει, μια συνήθεια πλέον, που του έδωσε και διανοητική υπεροχή απέναντι στα άλλα ζώα.
Η περίπτωση του Ροβινσώνα, ή καλύτερα του πραγματικού ερημίτη Σέλκιρκ, χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές. Οι μεν λένε «ορίστε, τόσα χρόνια επέζησε τρώγοντας ως επί το πλείστον ωμά φρούτα, σπόρους, ρίζες, χόρτα» και οι άλλοι επιμένουν ότι βασικό συστατικό της διατροφής του ήταν τα αγριοκάτσικα, που είχε μάθει μάλιστα, όταν του τελείωσαν τα πυρομαχικά, να τα αιχμαλωτίζει τρέχοντας πιο γρήγορα από αυτά. Επίσης είναι διαπιστωμένη και καταγεγραμμένη η περίπτωση της Ελένα Βαλέρο, από τη Βραζιλία. Το 1937, σε ηλικία δώδεκα ετών, καθώς με την οικογένειά της διέσχιζαν έναν ποταμό στη Βενεζουέλα, τους επιτέθηκαν οι Ινδιάνοι της φυλής Γιανομάμι, πληγώθηκε, οι γονείς της προτίμησαν να σώσουν τα άλλα δύο αδέλφια της και εκείνη αιχμαλωτίστηκε. Την οδήγησαν οι απαγωγείς της βαθιά στη ζούγκλα και τελικά έγινε μέλος της φυλής. Επειδή όμως δεν περνούσε και ιδανικά, γιατί οι διάφορες φατρίες μεταξύ τους διεξήγαν θανατηφόρες μάχες, το έσκασε. Περιπλανήθηκε στη ζούγκλα, η φωτιά που είχε πάρει μαζί της για να μαγειρεύει δεν της κράτησε για πολύ και αναγκάστηκε τελικά να τρέφεται επί επτά μήνες με μπανάνες που βρήκε σε μια εγκαταλελειμμένη φυτεία. Μπόρεσε τελικά να βγει από τη ζούγκλα και να ζητήσει βοήθεια, αν και ύστερα από λίγο ξαναγύρισε εκεί όπου είχε μεγαλώσει. Τη φέρνουν πάντως και εκείνη ως ένα παράδειγμα πιστοποιημένης ωμοφαγίας και επιβίωσης για μακρό χρονικό διάστημα. Ωστόσο οι βασικές αντιρρήσεις της άλλης πλευράς δεν εξαντλούνται στο αν μπορεί κάποιος να επιβιώσει, αλλά στο κατά πόσον ο τρόπος αυτός διατροφής όπου ακόμη και το κρέας αν το επιθυμήσει πρέπει να το καταναλώσει ωμό είναι καλός για τον οργανισμό του ανθρώπου.
Ο Ρίτσαρντ Ράνγκαμ, καθηγητής της Βιολογικής Ανθρωπολογίας στο Χάρβαρντ, με βασικό πεδίο έρευνας τη συμπεριφορά των χιμπαντζήδων στην Ουγκάντα, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Catching Fire» και τον εύγλωττο υπότιτλο: Πώς το μαγείρεμα μας έκανε ανθρώπους. Εκεί λοιπόν γίνεται λόγος και για το κλασικό πλέον πείραμα του Πανεπιστημίου του Γκίσεν (http://www.uni-giessen.de/fbr09/nutr-ecol/veroe_lomalinda2_e.php) όπου 572 γερμανοί εθελοντές παρακολουθήθηκαν ενώ κρατούσαν μια αυστηρά ωμοφαγική δίαιτα. Τα αποτελέσματα πρέπει να τρόμαξαν τους επιστήμονες που τους παρακολουθούσαν, όπως θα δούμε στο επόμενο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ