Δεν ξέρω αν οφείλεται σε μια ευτυχή συγκυρία της μαθητικής μου θητείας το 1983 στο πανέμορφο και μέχρι σήμερα ξεχωριστό 60ο Λύκειο Κυψέλης*, στην εμπνευσμένη και τρυφερή φιλόλογο της τάξης μας κυρία Αννα Ρούσσου, στην ταυτόχρονη τότε γέννηση της «Σκηνής» στο θέατρο της οδού Κυκλάδων, στην ίδια την μαγίστρα Κυψέλη, ή στο ότι όλα αυτά συναντήθηκαν με το δυναμικό ξεκίνημα του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν μπόρεσα ποτέ ακριβώς -ούτε και έχει και πολύ σημασία κατέληξα- να βρω την απαρχή αυτού που συντελέστηκε μέσα μου εκείνη την τελευταία χρονιά του σχολείου. Μακαρίζω μόνο την τύχη μου, που με μια ταχυδακτυλουργικής φύσης κίνηση με τοποθέτησε μεσα σε αυτό το αμάλγαμα από το οποίο βγήκα μεταμορφωμένη με τη μοναδική ικανότητα που κρύβει η νιότη των δεκάξι .

Θυμάμαι τη μέρα που το σχολείο μας πήγε, στο πλαίσιο των σήμερα αποκαλούμενων «μορφωτικών επισκέψεων» τότε νομίζω «πολιτιστικών δραστηριοτήτων», να παρακολουθήσουμε μια παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, λίγα στενά δηλαδή παρακάτω απο το επιβλητικό – και ευτυχώς μεχρι σημερα σωζόμενο- κτίριο του σχολείου μας. Ημασταν μια ομάδα έξαλλων εφήβων, όπως οφείλουν να είναι οι έφηβοι και εν πολλοίς άγουροι στην πρόσληψη της Τέχνης, τουλάχιστο σε σχέση με τους ευσεβείς πόθους των καθηγητών μας. Ξεκινήσαμε λοιπόν ένα λαμπερό μπουκέτο από αγόρια και κορίτσια, χαρούμενα μέσα στην απολαυστική ιδέα του να χάσουμε μάθημα, στην χαρακτηριστική άτακτη συσταδα που αλάνθαστα μαρτυρά σχολική τάξη κα όχι μια τυχαία παρέα.

Δε θυμάμαι πολλά από την υπόθεση του έργου. Θυμάμαι πως όπως μπήκαμε στον μικρό αυτό χώρο χωρέσαμε τα αδέξια σώματα μας στα πρωτόγνωρα εκείνα καθίσματα που έμοιαζαν με προέκταση της σκηνής. Θυμάμαι πως όλοι, ακόμα και οι πιο σαματατζήδες της τάξης σιώπησαν κάτω από το λιγοστό φως της σκηνής και την επιβλητική δύναμη που αποπνέει ο ηθοποιός στη σκηνή με μόνο όπλο τη φωνή και το βλέμμα του – στα χρόνια που ακολούθησαν αυτές οι ποιότητες ακριβώς θα όριζαν μέσα μου το θέατρο μα τότε απλά τό’νιωσα. Θυμάμαι τον Λευτέρη Βογιατζή κρατώντας μια στάμνα να σέρνει το σώμα του πάνω στη χωμάτινη σκηνή.

Να μας πλησιάζει εκείνος, ο ηθοποιός, εμάς , τα άγουρα μαθητούδια της εκπαιδευτικής εξόρμησης. Ηταν η πρωτοφανής εγγύτητα ή η θηριώδης έκφραστικότητα που πολύ αργότερα θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε, αυτό που μας κράτησε ασάλευτους για μιάμιση ώρα; Ούτε και σ’ αυτό απάντησα ποτέ. Φυλάξαμε όλοι όμως νομίζω μέσα μας εκείνη τη μέρα που παρεμπιπτόντως, για πολλούς αποτέλεσε το βάφτισμα στο θέατρο- ναι υπήρχαν παιδιά που δεν είχαν ούτε τα χρήματα ούτε το κίνητρο να δουν ποτέ μια παράσταση -και για κάποιος άλλους την πραγματική μύηση στον κόσμο του. Ηταν μια εικόνα μαυρόασπρου κινηματογράφου που έπαιξε στα μάτια μας αμέτρητες φορές στη μετέπειτα ζωή μας. Έτσι, κάποιοι από εμάς πολύ αργότερα, ίσως όμως ορμώμενοι από αυτή την εμπειρία, ακολούθησαν το δρόμο του θεάτρου. Κάποιοι άλλοι δεν έχασαν ποτέ παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή αναζητώντας και πάλι το ξάφνιασμα της μοναδικότητας ή απλά αναγνωρίζοντας ένα αδιαμφισβήτητο δημιουργικό ταλέντο.

Κάποιοι πάλι δεν ξανάκουσαν το όνομά του ποτέ και κάποιοι μπορεί να μη θυμούνται καν πως ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής, αυτός για τον οποίο όλοι μιλούν τις τελευταίες μέρες, εκείνο το πλάσμα που έρποντας έφτανε κοντά μας τα λόγια του κρατώντας τη στάμνα του. Ομως νομιζω δεν υπάρχει ούτε ένας από εκείνη την τάξη της Β’ Λυκείου που να μην έχει αυτή σε αυτή την ανάμνηση σταματήσει λίγο τη σκέψη του. Γιατί η μνήμη είναι αυτό που είμαστε. Είναι η συλλογή των μικρών συμβάντων που στοιχειοθετούν την ύπαρξή μας. Και για όλους εμάς, την πρώτη αποφοιτήσασα τάξη του 60ου Λυκείου Κυψέλης η μνήμη αυτή σηματοδότησε την ανάπαυλα της οργισμένης μας εφηβείας. Εκείνη τη μέρα για όσο κράτησε το έργο ήμασταν άλλοι. Ο Λευτέρης Βογιατζής μας είχε δείξει το θέατρο.

* Το 60ο Λυκειο Αθηνών στην Κυψέλη στη γωνία Κυψέλης και Παξών με τη συγχώνευση των σχολείων ονομάζεται από πέρυσι Νεο 15ο. Η θεατρική του ομάδα από το 19991 μέχρι σήμερα πρωταγωνιστεί στους μαθητικούς διαγωνισμούς των σχολείων και δίνει στα παιδιά της Κυψέλης κάτι σπάνιο: την αγάπη για την Τεχνη και τη Δημιουργία.