Η περιπέτεια της Κύπρου έφερε στην επικαιρότητα δύο ζητήματα, ένα νέο και ένα παλιό. Το νέο ζήτημα είναι σε ποιον βαθμό ο καταθέτης σε μια τράπεζα είναι και επενδυτής, και το παλιό είναι ποιος έχει την εποπτεία και την ευθύνη για τη φερεγγυότητα των τραπεζών.

Ως προς το νέο ζήτημα, η απόφαση του Eurogroup έθεσε ένα ποσοτικό κριτήριο, αφού καθόρισε ότι οι καταθέσεις πάνω από το «εγγυημένο» ποσό των 100.000 ευρώ αποτελούν επένδυση, άρα συνεπάγονται ανάληψη κινδύνου. Αυτό, και ως απόρροια της συμφωνίας Μέρκελ – Σαρκοζί στην Ντοβίλ, έχει ως συνέπεια τη λογική του bail-in και ενδεχόμενη κατάληξη το «κούρεμα» των μεγάλων καταθέσεων, κατ’ αντιστοιχία με το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων, το γνωστό PSI.
Η διάκριση μεταξύ απλού καταθέτη και επενδυτή είναι τεχνητή και επικίνδυνη, διότι αλλοιώνει ένα βασικό στοιχείο της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες, ως πιστωτικά ιδρύματα, βασίζονται στην «πίστη» (από το ρήμα πιστεύω, δηλαδή εμπιστεύομαι, όπως και το credit από το λατινικό ρήμα credo). Είναι πολύ δύσκολο να θέσει κάποιος ένα ποσοτικό όριο πέραν του οποίου ο καταθέτης αναλαμβάνει επενδυτικό ρίσκο.
Είχαμε παλαιότερα στην Ελλάδα τέτοια ανάληψη ρίσκου, όταν η αμαρτωλή Τράπεζα Κρήτης προσέλκυε καταθέσεις προσφέροντας επιτόκια πολύ πάνω από τα τότε ισχύοντα στην αγορά. Εναπόκειται λοιπόν στον κάθε αποταμιευτή να κρίνει την ασφάλεια των χρημάτων του, αξιολογώντας τη φερεγγυότητα της κάθε τράπεζας και την αίσθηση «πίστης» που εμπνέει μια επιχείρηση που έχει λάβει την ειδική άδεια να εμπορεύεται χρήμα και να δημιουργεί λογιστικό χρήμα μέσω των δανείων που χορηγεί.
Ο βαθμός όμως εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες εδράζεται και στην πεποίθηση ότι η ευθύνη και η εποπτεία για τη φερεγγυότητα των τραπεζών ανήκει σε έναν θεσμό «υπεράνω υποψίας», την κεντρική τράπεζα. Εφόσον η κεντρική τράπεζα ασκεί με επάρκεια και σύνεση τις εποπτικές της αρμοδιότητες, οι τυχόν υπερβολές τραπεζών είναι εφικτό να προλαμβάνονται, έτσι ώστε ο ασκούμενος έλεγχος να προσδίδει στο τραπεζικό σύστημα μιας χώρας τη γενικευμένη αίσθηση εμπιστοσύνης.

Λαμβάνοντας αυτό υπ’ όψιν, ο καταθέτης είναι δύσκολο να βάζει κάθε φορά ποσοτικά όρια στις αποφάσεις του, άρα και να διερωτάται πότε από απλός καταθέτης που εμπιστεύεται το τραπεζικό σύστημα μετατρέπεται σε επενδυτή που αναλαμβάνει ρίσκο. Εάν εξαιρέσουμε τις υπερβολικά μεγάλες καταθέσεις, η υποψία της ανάληψης επενδυτικού ρίσκου υπονομεύει την κλασική αποταμίευση, η οποία τροφοδοτεί την οικονομική δραστηριότητα.
Στην περίπτωση της Κύπρου, είναι προφανές ότι η κεντρική τράπεζα δεν ασκούσε τον εποπτικό της ρόλο με την απαιτούμενη επάρκεια, επιτρέποντας σε εμπορικές τράπεζες να επιδίδονται σε ένα παίγνιο προσέλκυσης υψηλότοκων καταθέσεων και χορήγησης επισφαλών δανείων. Δίπλα σε αυτά όμως τιμωρούνται τώρα και οι συνήθεις καταθέτες που ουδέποτε θεώρησαν ότι με ποσά απλώς πάνω από 100.000 ευρώ είχαν γίνει «επενδυτές».
Το «κούρεμα» των καταθέσεων είναι μια φορολόγηση ιδιωτικού πλούτου, όπως είναι και η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Ενα εύκολο και άμεσο εισπρακτικό μέσο στη λογική του bail-in. Το γεγονός ότι στην Κύπρο είχαμε μια «ειδική περίπτωση» ελλιπούς εποπτείας από την κεντρική τράπεζα και τζογαδόρικης συμπεριφοράς εμπορικών τραπεζών δεν σημαίνει ότι δεν έχει δημιουργηθεί ένα κακό προηγούμενο.
Η θεωρία του «ηθικού κινδύνου» που διέπει τη λογική του bail-in, όταν επιβάλλεται σε χώρες που έχουν ανάγκη χρηματοδοτική στήριξη, δημιουργεί αφενός την υποχρέωση στάθμισης των αποφάσεων χαρτοφυλακίου του κάθε αποταμιευτή και αφετέρου την υποχρέωση της κεντρικής τράπεζας να διαφυλάττει τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος.
Ο κ. Παναγιώτης Κορλίρας είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ