TO BHMA – The Project Syndicate

Η δανειακή συμφωνία για την Κύπρο είναι σημείο καμπής στην συνεχιζόμενη κρίση της ευρωζώνης, επειδή η ευθύνη για την επίλυση των προβλημάτων των τραπεζών μετακυλήθηκε από τους φορολογουμένους στους ιδιώτες επενδυτές και τους καταθέτες.
Αλλά η επιβολή μεγάλων απωλειών στους καταθέτες των κυπριακών τραπεζών παραβιάζει την εγγύηση για την ασφάλεια των καταθέσεων που αποτελεί μέρος της προτεινόμενης τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης, ενώ η επιβολή περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων διαβρώνει περαιτέρω τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης. Μήπως η Ευρώπη κάνει κύκλους κυνηγώντας την ουρά της;
Η Γερμανία και οι άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης στέλνουν το μήνυμα ότι η αμοιβαιοποίηση του χρέους εντός της νομισματικής ένωσης αποκλείεται. Η όλο και μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την ασφάλεια των καταθέσεων θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων και θα βαθύνει την ύφεση της Ευρώπης. Μπορεί επίσης να προκαλέσει φυγή κεφαλαίων από τις πιο αδύναμες περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης προς τον πυρήνα.
Οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής μπορεί να είναι μεγάλες. Το γερμανικό μοντέλο για την επίλυση της κρίσης χρέους βασίζεται στην δημοσιονομική πειθαρχία και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τις χώρες με έλλειμμα. Αλλά αν όλες οι χώρες επιχειρήσουν ταυτοχρόνως να βελτιώσουν τα δημοσιονομικά τους με περικοπές στις δαπάνες και αυξήσεις στους φόρους, όλες θα αποτύχουν, επειδή η λιτότητα στην κάθε χώρα σημαίνει λιγότερη ζήτηση για τα προϊόντα των άλλων χωρών, διαιωνίζοντας τα εσωτερικά και εξωτερικά ελλείμματα.
Επιπλέον, μια βαθιά και παρατεταμένη λιτότητα διαβρώνει την στήριξη στις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να πείσουν τους πολίτες ότι οι θυσίες σήμερα θα εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η φιλελευθεροποίηση της αγοράς, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, και η μείωση του δημοσίου, σημαίνουν συγκρούσεις με ισυρά κατεστημένα συμφέροντα, όπως επιχειρήσεις σε προστατευόμενες βιομηχανίες, συνδικαλιστικά σωματεία του δημοσίου, ή ομάδες πίεσης με επιρροή. Η επίλυση τέτοιων συγκρούσεων απαιτεί κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες κατά κανόνα υπονομεύονται από την δυσαρέσκεια, την κοινωνική αναταραχή, και την πολιτική αστάθεια.
Οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές έδειξαν πόσο τοξική έχει γίνει η σύνδεση της λιτότητας με τις μεταρρυθμίσεις. Η οργή κατά της λιτότητας σάρωσε την μεταρρυθμιστική ατζέντα της προηγούμενης τεχνοκρατικής κυβέρνησης του Μάριο Μόντι. Το ίδιο σενάριο φαίνεται ότι αναδύεται στην Ελλάδα, όπου το βάθος της ύφεσης που προκαλείται από την λιτότητα, με το ΑΕΠ μειωμένο κατά 25% σε πέντε χρόνια και την ανεργία στο 27%, παραλύει τις μεταρρυθμίσεις της κεντροδεξιάς κυβέρνησης.
Τα κενά στην στρατηγική είναι σαφή. Πρώτον, οι αρχές της ευρωζώνης δεν διάβασαν σωστά τις πραγματικές αιτίες της κρίσης χρέους, η οποία προκλήθηκε κυρίως από ένα αυξανόμενο χάσμα ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στις χώρες του πυρήνα και της περιφέρειας. Οι ανισορροπίες στον ιδιωτικό τομέα κορυφώθηκαν σε τραπεζικά προβλήματα που μεταφέρθηκαν τελικά στα κράτη. Οι δημοσιονομικές υπερβολές της Ελλάδας ήταν μάλλον η εξαίρεση, παρά ο κανόνας.
Πράγματι, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αρχές της ευρωζώνης άργησαν να ενοποιήσουν το τραπεζικό σύστημα μετά την έκρηξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, και απέτυχαν να κόψουν τους δεσμούς ανάμεσα στους κρατικούς και τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Ούτε άσκησαν ισχυρές πιέσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αντ΄αυτών, έδωσαν έμφαση στη σκληρή λιτότητα, η οποία έπρεπε να επιβληθεί παντού.
Δεύτερον, οι επιπτώσεις της λιτότητας επιδεινώθηκαν από την επιλογή να αναζητηθούν ονομαστικοί, αντί για διαρθρωτικοί, στόχοι για την μείωση του ελλείμματος.
Χώρες με πιο ισχυρή δημοσιονομική θέση (δηλαδή, με μικρότερα διαρθρωτικά ελλείμματα) θα πρέπει να ενθαρρυνθούν ώστε να υιοθετήσουν πιο επεκτατικές πολιτικές ώστε να συνεισφέρουν στην αύξηση της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να δανείζει, και να κινητοποιηθούν τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για να χρηματοδοτήσουν προγράμματα επενδύσεων στις περιφερειακές οικονομίες.
Τρίτον, η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον περασμένο Αύγουστο, του προγράμματος απεριόριστης αγοράς ομολόγων (OMT) – μέσω του οποίου εγγυάται το δημόσιο χρέος των κρατών μελών της ευρωζώνης, υπό τον όρο ότι θα ακολουθήσουν συγκεκριμένη οικονομική πολιτική – έχει συνεισφέρει σημαντικά στη μείωση της οικονομικής αναταραχής στην ευρωζώνη. Αλλά το πρόγραμμα ΟΜΤ δεν ενισχύθηκε από μια μείωση στα επιτόκια, που θα αύξανε τον πληθωρισμό στις χώρες του πυρήνα οι οποίες έχουν εξωτερικά πλεονάσματα, βοηθώντας έτσι να μειωθεί το χάσμα της ανταγωνιστικότητας με την περιφέρεια. Και το πιο κρίσιμο; Τα μέτρα της νομισματικής πολιτικής δεν αντιμετωπίζουν το βαθύτερο πρόβλημα της έλλειψης ζήτησης.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι το ότι οι αρχές της ευρωζώνης παρέβλεψαν τον παράγοντα της εμπιστοσύνης. Στη θεωρία, η ταυτόχρονη δημοσιονομική ενοποίηση και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της προσφοράς διευκολύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας, επειδή αυξάνουν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους καταναλωτές και τους επενδυτές, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερη κατανάλωση και παραγωγή. Αλλά αυτό δεν ισχύει αναγκαστικά σε μια νομισματική ένωση που λειτουργεί ατελώς, όπως είναι η ευρωζώνη, όπου η συνεχής εμφάνιση συστημικών ελαττωμέτων διαβρώνει την εμπιστοσύνη. Σε τέτοιες συνθήκες, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η αποταμίευση, και η φυγή των κεφαλαίων, αντί για την αύξηση των δαπανών.
Τα ελαττώματα της ευρωζώνης δείχνουν την απόσταση που έχει από τις ΗΠΑ, που είναι το μοναδικό μοντέλο νομισματικής ένωσης, το οποίο λειτουργεί καλά. Η ιστορία της Ευρώπης αποκλείει την μίμηση του μοντέλου των ΗΠΑ. Αλλά, για να λειτουργήσει η ευρωζώνη, η νομισματική ενοποίηση θα πρέπει να επεκταθεί στο δημοσιονομικό και στο χρηματοπιστωτικό πεδίο, ώστε να δημιουργηθεί μια πραγματική οικονομική ένωση.
Οσο περισσότερο αναβάλλουν οι ευρωπαϊκές αρχές την έκδοση ευρω-ομολόγων, και την δημιουργία μιας αποτελεσματικής τραπεζικής και δημοσιονομικής ένωσης, και όσο δεν επιτρέπουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να γίνει δανειστής εσχάτης λύσης, τόσο περισσότερο θα διαρκεί η κρίση.
Αναιρώντας στην ουσία την εγγύηση των καταθέσεων, μέσω των πράξεών της στην Κύπρο, η ευρωζώνη έκανε πίσω στη σχεδιαζόμενη τραπεζική ένωση.
Μια στρατηγική που βαθαίνει την ύφεση και ταυτοχρόνως υπονομεύει την εμπιστοσύνη δεν θα λύσει την κρίση χρέους, καθώς τα προβλήματα χρηματοδότησης θα επανέρχονται στις οικονομίες που έχουν χτυπηθεί από την ύφεση. Η κοινωνική αναταραχή, και η πολιτική αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να ξεσπάσει σε χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές κρίσεις, που τελικώς απειλούν την επιβίωση της νομισματικής ένωσης.
Για να το πούμε με λίγα λόγια, η «λύση» για την κρίση στην Κύπρο δεν είναι λύση για την ευρωζώνη. Εκτός αν οι αρχές υιοθετήσουν μια στρατηγική ανάπτυξης – και μάλιστα γρήγορα – οι προοπτικές της ευρωζώνης θα γίνονται όλο και πιο ζοφερές.