Η Λία έκανε τις διατάσεις της και έλεγξε για τελευταία φορά τις παραμάνες – συγκρατούσαν στο στήθος τον αριθμό συμμετοχής της στον ημιμαραθώνιο. Είχε να βρεθεί με τόσο κόσμο από τότε που ήταν φοιτήτρια και κατέβαινε σε διαδηλώσεις. Τώρα πια δεν πήγαινε σε καμιά διαδήλωση και ντρεπόταν για αυτό. Οταν πετύχαινε διαδηλωτές με πανό, άλλαζε πεζοδρόμιο. Το ίδιο έκανε και με τους ζητιάνους. Ενιωθε πως τίποτα δεν είχε νόημα πια – τίποτα εκτός από αυτό: να τρέχεις, να βγάζεις φτερά στην πλάτη, να πιστεύεις πως μεταμορφώθηκες σε άλογο. Ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου και δεν σκέφτεσαι τίποτα πέρα από τη μηχανική της κίνησης: το ένα πόδι, το άλλο πόδι. Και ξανά από την αρχή. Υπήρχε μια συμβολική αξία στο τρέξιμο. Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει για αυτή. Δεν ήταν καλή στα λόγια. Στο τρέξιμο ήταν καλή. Ολο και καλύτερη.

Ενιωθε ένα γλυκό μούδιασμα περιμένοντας. Βεβαιώθηκε ότι είχε μαζί της το παρασκεύασμα γλυκόζης που συνιστούσαν τα μπλογκ για τους ερασιτέχνες και καμάρωσε για άλλη μια φορά τα ειδικά μαξιλαράκια στα παπούτσια της, για μείωση των κραδασμών. Δεν επιθυμούσε πια αντικείμενα, συγκεκριμένα πράγματα για τον εαυτό της. Δεν υπήρχε δυνατότητα άλλωστε. Κάθε μήνα περίμενε τη διατροφή κι έστελνε τα περισσότερα χρήματα στον γιο της, που σπούδαζε στα Γιάννενα. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια που ανακάλυψε το τρέξιμο έπιανε τον εαυτό της να κοιτάζει ξανά διαφημίσεις – για αθλητικά παπούτσια κυρίως, με ενδοσόλες από αφρώδες υλικό. Αραιά και πού θυμόταν πόσο μισούσε τη γυμναστική και την κίνηση όταν ήταν νεότερη. Χυνόταν στις καρέκλες λες και δεν είχε σπονδυλική στήλη, κρατούσε το κεφάλι της λες και θα έπεφτε από τους ώμους της και κάπνιζε αμέτρητα τσιγάρα. Ηθελε να αλλάξει τον κόσμο περπατώντας νωθρά και τώρα τελευταία γράφοντας επιστολές διαμαρτυρίας σε εφημερίδες σαν να ήταν γεροντοκόρη.

Αρχισε να τρέχει ένα βράδυ στην οδό Ακαδημίας, σχεδόν από τύχη. Μόλις είχε βγει από ένα μπαρ όπου είχε πάει με φίλες και περπατούσε μόνη της στη σκοτεινή Αθήνα όταν άκουσε πίσω της ποδοβολητό. Φοβήθηκε ότι κάποιος ετοιμάζεται να την κλέψει, έσφιξε το λουρί της τσάντας της και βάλθηκε να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Κι ενώ το ποδοβολητό απομακρυνόταν, εκείνη συνέχιζε να τρέχει, χωρίς να γυρίσει πίσω της για να κοιτάξει αν πράγματι την κυνηγούσαν. Οσο έτρεχε, τόσο καλύτερα της φαίνονταν όλα. Τα σκουπίδια έλαμπαν κάτω από τα φώτα του δρόμου. Τα περίπτερα με τις κατεβασμένες μπάρες και τα γκραφίτι έδειχναν λιγότερο τρομακτικά. Για μια ατέλειωτη στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί και να ονειρεύεται: η πόλη ήταν άδεια και εγκαταλελειμμένη. Πού είχαν πάει όλοι; Και γιατί η ταχύτητα έδινε σε ό,τι αντίκριζε ακρίβεια και ομορφιά; Ωσπου να το καταλάβει, είχε φτάσει στο Σύνταγμα. Μπροστά στη «Μεγάλη Βρεταννία» σταμάτησε κι ακούμπησε τις παλάμες στην καρδιά της, λες και προσπαθούσε να τη χώσει πιο βαθιά. Στεκόταν εκεί ξέπνοη και το κεφάλι της γύριζε. Είχε χρόνια να νιώσει τόσο ζωντανή. Ηταν πενήντα χρόνων.

Από την ονειροπόληση την έβγαλε η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Το πρώτο μπλοκ με τους αθλητές τού ΣΕΓΑΣ είχε ήδη ξεκινήσει. Τώρα ετοιμαζόταν το δεύτερο – οι αθλητές με συγκεκριμένο χρόνο επίδοσης – και μετά ήταν η σειρά της, με όλους τους υπόλοιπους. Εριξε μια ματιά γύρω της. Ηταν ο δεύτερος ημιμαραθώνιος στον οποίο συμμετείχε, αλλά είχε ήδη μάθει να αναγνωρίζει τις φυλές. Οι αληθινοί αθλητές προσπαθούσαν να συγκεντρωθούν. Οι επιδειξίες με τα φλούο σορτσάκια φρόντιζαν σε κάθε διάταση να δείχνουν τους μυς τους, κοιτάζοντας τριγύρω, δήθεν αδιάφορα, για να βεβαιωθούν ότι τους κοιτάζουν. Οι φλύαροι έδιναν συμβουλές στους πρωτάρηδες. Οι πρωτάρηδες χαμογελούσαν επειδή δεν ήξεραν τι τους περιμένει. Τα ζευγάρια κρατιόνταν σφιχτά από το χέρι για να δείξουν ότι ανήκουν ο ένας στον άλλον. Και όσοι έρχονταν με τους συλλόγους τους σχημάτιζαν πηγαδάκια. Φορούσαν ίδια καπέλα ή μπλούζες για να ξεχωρίζουν.

Η πλατεία του Αγνωστου Στρατιώτη ήταν γεμάτη εκατοντάδες άγνωστους στρατιώτες, ετοιμοπόλεμους, με σορτς και τιραντάκια. Η Λία σκέφτηκε ότι τα σπορ ρούχα είναι η πιο αστεία περιβολή του κόσμου: μαύρα ποδηλατικά κολάν, τυρκουάζ παπούτσια, κίτρινες παπαγαλί μπλούζες και οι γυναίκες με τα ροζ, σαν πριγκίπισσες που ξέχασαν την τιάρα τους στο παλάτι.

Από τα μεγάφωνα δόθηκε το σύνθημα. Τα πολύχρωμα σώματα τριγύρω της άρχισαν να αναπηδούν επιτόπου. Αργά στην αρχή, έπειτα με αυξανόμενη ταχύτητα, ξεχύθηκαν στην Πανεπιστημίου. Το πλήθος είχε συγκεντρωθεί στα πεζοδρόμια, πίσω από τις κορδέλες, και τους επευφημούσε. Η Λία θυμήθηκε πόσο την είχε ξαφνιάσει αυτή η χειμαρρώδης αντίδραση την περασμένη χρονιά, στην πρώτη συμμετοχή της. Η πρωινή μοναχική γυμναστική της στους αθηναϊκούς δρόμους, χωρίς συνδρομή σε κανένα γυμναστήριο, με συνοδεία τα ακουστικά της και κανέναν αδέσποτο σκύλο στη χειρότερη περίπτωση, είχε γίνει τώρα θέαμα, ήταν υπόθεση όλων. Το χειροκρότημα της θύμισε πόσο ήθελε να γίνει ηθοποιός όταν ήταν νέα. Αναρωτήθηκε, μάλιστα, μήπως τα είχε καταφέρει τελικά, μήπως έγινε μια ηθοποιός μεγάλων αποστάσεων που μπήκε στο πετσί του ρόλου της: κοιτάζει μπροστά και το μυαλό της αρχίζει βαθμιαία ν’ αδειάζει. Δεν πονάει πια, δεν φοβάται, δεν ελπίζει σε τίποτα. Μόνο στον τερματισμό.

Στον νου της ήρθε μια φράση του Χαρούκι Μουρακάμι, που είχε γράψει ένα βιβλίο για το τρέξιμο: «Καθώς τρέχω, λέω στον εαυτό μου να σκεφτεί ένα ποτάμι. Και σύννεφα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν σκέφτομαι τίποτα. Το μόνο που κάνω είναι να τρέχω ασταμάτητα μέσα στο δικό μου οικείο, χειροποίητο κενό». Ο Μουρακάμι ήταν συγγραφέας, όμως η Λία δεν είχε διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο του. Δεν καταλάβαινε καθόλου τη λογοτεχνία – γιατί κάποιος θέλει να πιστέψει σε μια ιστορία που δεν έχει συμβεί ποτέ; Ενώ εδώ, με το τρέξιμο, όλα ήταν αληθινά και ευκρινή. Είχε τόσο δίκιο ο Μουρακάμι: η Λία κολυμπούσε στο δικό της, οικείο κενό. Ορμούσε μπροστά με την ακίνητη σκέψη της, έτρεχε. Ετρεχε στην Πατησίων και στην Αλεξάνδρας. Και πολύ αργότερα, περνούσε ασθμαίνοντας μπροστά από τον Πύργο Αθηνών. Και μετά, κατακόκκινη, με τον ιδρώτα να κυλάει στο σαγόνι της, από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου και τη λεωφόρο Αμαλίας. Εμπαινε στην τελική ευθεία για τον τερματισμό.

Πού πήγαν όλες οι ώρες που πέρασαν; Τι σκεφτόταν, άραγε, περνώντας μπροστά από τα μέρη που της δημιουργούσαν απελπισία κάθε μέρα, στον δρόμο για τη δουλειά της; Και πώς ήταν δυνατόν να ζει στο τώρα για τόση ώρα, εκείνη που συνεχώς βρισκόταν κάπου αλλού – στο παρελθόν ή στο μέλλον – απελπισμένη και τόσο μόνη;

Αντικρίζοντας από μακριά το Ζάππειο, την εξέδρα τερματισμού, φοβήθηκε πως θα δακρύσει. Ηταν μια συγκίνηση σχεδόν σωματική, μια αίσθηση κατεπείγοντος που της γέμιζε τα πνευμόνια, της έλεγε: «Είσαι ζωντανή, τα κατάφερες». Ολα γύρω της είχαν έντονα χρώματα: τα ανεμικά δέντρα, τα περίπτερα, τα σημαιάκια που ανέμιζαν οι θεατές. Οι άνθρωποι ήταν καλοί, το χώμα χωμάτινο, ο ουρανός γαλανός – όλα στη στοιχειώδη μορφή τους.

Η Λία σκέφτηκε τον Φειδιππίδη να φτάνει στην πόλη των Αθηνών για να αναγγείλει τη νίκη εναντίον των Περσών. Υστερα σκέφτηκε τον Σπύρο Λούη, τον νερουλά από το Μαρούσι. Μα, ναι, υπήρχε κάτι ηρωικό μέσα της. Κάτι που το ξεχνούσε στην ουρά της Εφορίας, στην τράπεζα, μπροστά στην τηλεόραση, μέσα στο αυτοκίνητο. Το ξεχνούσε κάθε μέρα, κάθε ώρα. Εκτός από την ώρα που έτρεχε.

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

* Ο 2ος Ημιμαραθώνιος Αθηνών (πρώην «Ακρόπολις»), που έγινε την Κυριακή 31 Μαρτίου, ήταν μια ευκαιρία να δοκιμαστούν οι δρομείς εν όψει του κλασικού Μαραθωνίου της Αθήνας. Αλλες, παρόμοιες ευκαιρίες, ο 8ος Διεθνής Μαραθώνιος Μέγας Αλέξανδρος στη Θεσσαλονίκη (21 Απριλίου) και ο 2ος Ημιμαραθώνιος Λίμνης Κερκίνης (16 Ιουνίου).

* Το 2010 γιορτάστηκε η επέτειος των 2.500 ετών από τη γέννηση του αθλήματος. Σήμερα, μαραθώνιοι διοργανώνονται σε πόλεις και πολίχνες ανά τον κόσμο – από την Πράγα και τη Ρώμη ως τη Σεούλ, το Σάο Πάολο και τη Βομβάη. Ο πολυπληθέστερος σε συμμετοχές μαραθώνιος είναι εκείνος της Βοστώνης, στον οποίο απαιτούνται ειδικές επιδόσεις, όπως εξάλλου και στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης.

* Ο Μαραθώνιος γυναικών συμπεριελήφθη στα ολυμπιακά αγωνίσματα μόλις το 1984. Ως τότε οι γυναίκες έτρεχαν σε μαραθωνίους ανεπίσημα. Ακόμη και σήμερα, σε ορισμένα μέρη του κόσμου, η συμμετοχή τους δεν θεωρείται δεδομένη. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΟΗΕ στη Μέση Ανατολή, αναβλήθηκε ο προγραμματισμένος για τον Απρίλιο Μαραθώνιος της Γάζας, μετά την απόφαση αποκλεισμού των γυναικών από τη Χαμάς.

* Ο πιο διάσημος δρομέας της Ιστορίας, ο Φειδιππίδης, έτρεξε πάνοπλος από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για το «Νενικήκαμεν», δίνοντας το όνομα της δημοφιλέστερης διαδρομής για κοινό μη επαγγελματιών αθλητών. Η διαδρομή που ακολούθησε ταιριάζει στη σύγχρονη Εθνική οδό Μαραθώνα – Αθήνας – περίπου 42 χιλιόμετρα – καθορίζοντας έτσι και την απόσταση του μαραθώνιου. Ο ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι έτρεξε το 1983 την απόσταση ανάποδα, από την Αθήνα ως τον Μαραθώνα, και αποτύπωσε την εμπειρία του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Για τι πράγμα μιλάω, όταν μιλάω για το τρέξιμο» (μτφ. Β. Κιμούλη, εκδ. Ωκεανίδα). Εκεί αναφέρει ότι η μπίρα που του προσέφερε ένας βενζινάς στον Μαραθώνα ήταν η ωραιότερη της ζωής του.

* Ο δικός μας Ζάτοπεκ, ο έλληνας λαϊκός ήρωας, ήταν ο Σπύρος Λούης. Ολοι ήθελαν να κλέψουν λίγη από τη δόξα του μετά τους Ολυμπιακούς του 1896. Στον Τύπο της εποχής διαβάζουμε: «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Τζιβανόπουλος, του προσέφερε ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για έναν χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφ’ όρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφ’ όρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή»!

Βιβλία για το τρέξιμο

* «The Complete Book of Running», η βίβλος της δεκαετίας του ’70, γραμμένη από τον Τζιμ Φιξ, τον άνθρωπο που έφερε τη λεγόμενη «fitness revolution».

* «Ο ληστής μαραθωνοδρόμος» του Μάρτιν Πριντς (μτφ. Σ. Γεωργοπούλου, εκδ. Τόπος), ένα ψυχολογικό θρίλερ εμπνευσμένο από έναν διάσημο ληστή τραπεζών που μετά τις ληστείες εξαφανιζόταν τρέχοντας επί ημέρες.

* Ο «Δρόμος αντοχής» του Ζαν Εσνόζ (μτφ. Αχ. Κυριακίδη, εκδ. Πόλις). Μυθοπλαστική βιογραφία του πλέον ανορθόδοξου τσέχου δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ, διάσημου κυρίως για τα τρία χρυσά μετάλλια που κέρδισε το 1952 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι. Ο Εσνόζ χρησιμοποιεί την περίπτωση Ζάτοπεκ για να αρθρώσει, μεταξύ άλλων, και πολιτικό λόγο για τη χειραγώγηση των αθλητών από το κομμουνιστικό καθεστώς.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Μαρτίου 2013