Η μάνα του δεν τον αναγνωρίζει πια: «Δεν είναι δικό μου αυτό το παιδί» φωνάζει. Την τρομάζει. Πιστεύει πως έχει μέσα του ένα δηλητήριο, κάτι σαν βιτριόλι. Τον χτυπάει με μια δερμάτινη ζώνη. Αν συνεχίσεις έτσι, οι άλλοι θα σε διαγράψουν, τον προειδοποιεί. Πιστεύει πως με την αγάπη της θα τον θεραπεύσει. Δοκιμάζει όμως και άλλες μεθόδους. Φέρνει έναν θεραπευτή να του κάνει εξορκισμό. «Να φύγεις από μέσα του τώρα, ασθένεια» φωνάζει αυτός ενώ τον κακομεταχειρίζεται. «Toughlove» λέγεται αυτή η μέθοδος διαπαιδαγώγησης στην Αμερική, αν και πολλοί αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά της.
Το αγόρι δεν μπορεί να βρει σωτηρία πουθενά. Δοκιμάζει την πεολειχία με αγνώστους με γκαμπαρντίνα στο πάρκο. Ούτε αυτό τον ανακουφίζει. «Το στόμα μου βρωμάει» λέει στην κοπέλα του που προσπαθεί να τον καθησυχάσει ότι όχι, δεν βρωμάει, και αυτή δεν τον σιχαίνεται, όπως νομίζει. Μα το αγόρι δεν πείθεται. «Κάτι άλλο έχω μέσα μου, δεν είμαι εγώ» λέει.
Ο μόνος του φίλος είναι το ερμαφρόδιτο. Ενα πλάσμα ντυμένο με ολόσωμο καλσόν που καλύπτει ακόμη και το πρόσωπό του. Ταξίδεψε, λέει, από πολύ μακριά για να φτάσει κοντά του. «Εσύ είσαι ο δικός μου Παράδεισος» εξηγεί στο αγόρι, το οποίο μένει να απορεί με αυτή την ξαφνική εκδήλωση λατρείας του ερμαφρόδιτου. Να και κάποιος που τον δέχεται όπως είναι. Ουδόλως υποψιάζεται ότι η μοίρα άλλα σχέδια κυοφορεί για την εξόντωση της αρρώστιας του. Στέλνει έναν επιθεωρητή σφαγίων να τακτοποιήσει το πρόβλημα όπως μόνον εκείνος γνωρίζει χάρη στην πολυετή εμπειρία του στον χώρο της αφαίμαξης, της εκδοράς και του ζεματίσματος.
Ποιον ρόλο θα διαδραματίσει ο επιθεωρητής στη ζωή του αγοριού; Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος. Εν τω μεταξύ η κοπέλα του επιστρέφει δριμύτερη. Μια υπέροχη ζωή με πολλά παιδιά και κοκκινιστό στο τραπέζι του υπόσχεται αν την παντρευτεί. Το ερμαφρόδιτο όμως δεν συμφωνεί. Κολλάει πάνω στο αγόρι, κυλιούνται σφιχταγκαλιασμένοι στο κρεβάτι, τι βάσανο να ακούς τις μικροαστικές φαντασιώσεις της φίλης σου, ευτυχώς υπάρχει το ερμαφρόδιτο, με ένα ερμαφρόδιτο ξεχνιέσαι. Αλλά όχι, έρχεται και αυτή μαζί τους στο κρεβάτι, κολλάει σαν βδέλλα πάνω στο αγόρι, τώρα τον έχουν κάνει σάντουιτς, η κοπέλα και το ερμαφρόδιτο, θέλουν και οι δύο να τον πάρουν.
Γιατί δεν τον αφήνουν ήσυχο επιτέλους, αυτός δεν θέλει κανέναν τους, θέλει να εξαφανιστεί, Θεέ μου, τι μπέρδεμα, η υστερική φιλενάδα, το χαδιάρικο ερμαφρόδιτο, ο επιθεωρητής που μιλάει στα ζώα, ο θεραπευτής-εξορκιστής, αλλά και ένας συσκευαστής κρεάτων που θέλει να τον κάνει βοηθό του, να του μάθει τη δουλειά, αχ, κι αυτή η μάνα, δεν λέει να το βάλει κάτω, ξαπλώνει με τον γιο της, τι άλλο να σκαρφιστεί, η κοπέλα αυτοκτονεί, μανιασμένα χτυπήματα στην πόρτα, η μάνα είναι έγκυος τώρα από τον επιθεωρητή, ο οποίος βάζει το τελικό σχέδιο σε εφαρμογή, το ερμαφρόδιτο τραγουδάει την μπαλάντα του Οσκαρ Γουάιλντ, eachmankillsthethingheloves, ένα μαύρο κουτί, αυτό μένει όλο κι όλο από τ’ αγόρι, και τώρα η μάνα δεν μπορεί πια να δει, είναι τυφλή, φωνάζει.
Αυτό το μείγμα έχει πολλά συστατικά: μακροσκελείς μονολόγους στο ύφος του Κολτές, επιρροές από Δημητριάδη («Η ζάλη των ζώων πριν από τη σφαγή» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος κι αυτού του έργου), ψυχανάλυση (το οιδιπόδειο, το ερμαφρόδιτο ως υποσυνείδητο, η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία), αρχαία τραγωδία (όχι μόνο «Οιδίποδα» αλλά και «Βάκχες» με τη μάνα – Αγαύη και τον γιο – σφαχτάρι – Πενθέα).
Τα δάνεια και οι αναφορές είναι, ως γνωστόν, απολύτως θεμιτά, με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται προκειμένου να ειπωθεί κάτι καινούργιο και ο διάλογος πάνω στα κλασικά ανθρώπινα ζητήματα –της ταυτότητας, της ενηλικίωσης, της γνώσης, των οικογενειακών δεσμών κ.ο.κ. –να συνεχιστεί, να πάει λίγο παρακάτω. Το «Vitrioli» αναπαράγει οικεία μοτίβα και ύφη γραφής, δεν δίνει όμως ποτέ την αίσθηση ότι τα ξεπερνάει, ότι πηγαίνει σε νέο προορισμό.
Δεν είναι δυνατόν το σχόλιο ενός συγγραφέα στο οιδιπόδειο σήμερα να αρκείται στην κυριολεκτική απόδοσή του, θεωρώντας ότι έτσι απλοϊκά αποδεικνύει την τόλμη του. Ατέλειωτοι, κουραστικοί μονόλογοι σε στυλ «ξαναζεσταμένο φαγητό», ψυχαναλυτικές ευκολίες, ένα ερμαφρόδιτο (που είναι τελικά άνδρας), ήρωες-ιμιτασιόν από άλλα έργα, και όλα μαζί με βαρύγδουπο περιτύλιγμα τραγωδίας στέκονται αρκετά για να αποξενώσουν πλήρως τον θεατή. Ή μάλλον, αν δεν είναι, φροντίζει ο σκηνοθέτης ώστε να γίνουν: με μια παλιομοδίτικη σκηνοθεσία, το «ελάτε να βγάλουμε τα σωθικά μας» με το ζόρι, από την πρώτη στιγμή, να γδυθούμε πολλές φορές, να συρθούμε και στη λάσπη για να αποδείξουμε ότι τα δίνουμε όλα, ότι βουτάμε (πάλι κυριολεκτικά) στη βρωμιά, ότι βασανιζόμαστε και εκτιθέμεθα.
Ενταση στο φουλ, κεραυνοί, αίματα, σκοτάδια και ντουζιέρες, καθόλου χιούμορ, μια στάλα ειρωνείας, να δείξεις ότι δεν παίρνεις και τόσο στα σοβαρά τον εαυτό σου. Υπάρχει και μια περίπτωση να είναι παρωδία όλα αυτά, γιατί ειλικρινά μόνον έτσι θα μπορούσα να φανταστώ το «Vitrioli» να γίνεται πραγματικά βιτριολικό, να αποκτά δηλαδή κάποιο ενδιαφέρον ως σημερινό σχόλιο επάνω στα ασήκωτα βάρη του παρελθόντος.
Οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι μπορούν, ακολουθούν σε αυτό το χαμένο παιχνίδι με αξιοπρέπεια, αγωνίζονται (ιδιαίτερα συμπαθής ο Χάρης Τζωρτζάκης ως αγόρι), αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα τελικά για να αντιστρέψουν το αποτέλεσμα, να καταπολεμήσουν την κραυγαλέα σοβαροφάνεια, το πραγματικό δηλητήριο της παράστασης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ