Μια συνεχής διερώτηση για το μέλλον της Ευρώπης ως ένωσης και ως κοινότητας πλανάται στον δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται σε όλη την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Τίποτε πιο φυσικό και αναμενόμενο, καθώς οι κρίσεις δημιουργούν οριακές συνθήκες που δοκιμάζουν τις αντοχές των δεσμών και των υλικών συγκρότησης κάθε συμμαχίας, σχέσης και δέσμευσης. Οι οριακές συνθήκες της κρίσης προκαλούν έναν αναστοχασμό για το παρελθόν και έναν προβληματισμό για το μέλλον, αποκαλύπτουν αδυναμίες και σκοτεινά σημεία και επιφέρουν συνολικούς αναπροσανατολισμούς. Τα καινούργια δεδομένα που ραγδαία διαμορφώνονται απαιτούν πιεστικά δράσεις και στρατηγικές που υπερβαίνουν τις μηχανικές αντιδράσεις των περιόδων της κανονικότητας.
Πολλοί σχολιαστές σήμερα εκφράζουν την έκπληξη και την απογοήτευσή τους μπροστά στην αποκάλυψη των αδυναμιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως στηλιτεύουν εμβρόντητοι την έλλειψη κοινοτικής αλληλεγγύης που ανέδειξε η οικονομική κρίση. Ομως η επίκληση μιας αλληλεγγύης και ενός πνεύματος συνεργασίας που δεν υπόκειται σε στενά οικονομικά κριτήρια συμφέροντος και διαφύλαξης της ισχύος ηχεί παρωχημένα ηθικολογική και είναι εν πολλοίς ανιστόρητη.

Μακραίωνες συγκρούσεις
Στο άκουσμα αυτής της ηθικολογικής ρητορείας δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί: «Τι είναι η Ευρώπη μας; Μην είναι οι θάλασσες και τα ψηλά βουνά;». Μια άλλη απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική και πολιτισμική ιστορία της νεότερης και σύγχρονης περιόδου. Οι ηθικολογικές απόψεις περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και κοινοτισμού μοιάζουν να αγνοούν τα θεμέλια πάνω στα οποία συγκροτήθηκε ο σύγχρονος ευρωπαϊσμός και τα υλικά και τις πρακτικές που συνέβαλαν στη συγκρότησή του.
Η ευρωπαϊκότητα, όπως τη γνωρίζουμε, συγκροτήθηκε μέσα από συνεχείς και μακραίωνες πολεμικές, οικονομικές και πολιτικές συγκρούσεις. Το ιστορικό πλαίσιο αυτής της συγκρότησης ορίστηκε από τις διαδικασίες επέκτασης των Ευρωπαίων στον υπόλοιπο κόσμο, εδραίωσης της ευρωπαϊκής υπεροχής σε σχέση με άλλους πόλους εξουσίας σε πλανητικό επίπεδο και παγίωσης και προάσπισης των μηχανισμών εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και πολιτισμικού αποθέματος μέσω της αποικιοκρατίας. Αλλά και στο εσωτερικό της ηπείρου, η ευρωπαϊκότητα συγκροτήθηκε μέσα σε συνθήκες συνεχών αντιπαλοτήτων που ορίζονταν από εθνικές, φυλετικές, εθνοτικές, ταξικές και έμφυλες παραμέτρους. Η Ευρώπη είναι ο γεωγραφικός και συμβολικός χώρος μέσα στον οποίο φιλοτεχνήθηκαν και εφαρμόστηκαν όλες οι νεωτερικές δομές και οι θεσμοί βιοπολιτικού ελέγχου της ζωής και του θανάτου και οι πρακτικές ελέγχου, διαχείρισης και ενίοτε εξολόθρευσης της διαφορετικότητας, δηλαδή όλων των στοιχείων που θεωρήθηκαν κατά καιρούς ως εξωτερικότητες της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Οι αρχές της ισχύος, της υπεροχής και της ιεραρχικής οργάνωσης των σχέσεων αποτέλεσαν τον πυρήνα των νεωτερικών αφηγημάτων της ευρωπαϊκότητας.
Κριτικές αντιλήψεις και πολιτικές σε αυτή την ευρωπαϊκή κανονικότητα υπήρξαν βέβαια, αλλά είτε παρέμειναν περιθωριακές είτε απέφυγαν να ενσωματώσουν ευθέως την αμφισβήτηση των αρχών της ευρωπαϊκής υπεροχής και της ισχύος. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο της ευμάρειας και της οικονομικής ανάπτυξης οι μνήμες της σκοτεινής ιστορίας της ηπείρου συστηματικά εξοβελίστηκαν από τον επίσημο λόγο περί ευρωπαϊκότητας. Αν και η Ευρωπαϊκή Ενωση ξεκίνησε ως ένα οικονομικό εγχείρημα, οι πρωτεργάτες της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιδέας είχαν κατά νου την ανάγκη οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκότητας «από τα κάτω». Αυτή η ανάγκη όμως υπηρετήθηκε στρεβλά και επιφανειακά μέσα από πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα που καλλιέργησαν διαχειριστικά γραφειοκρατικούς μηχανισμούς παραγωγής της γνώσης και αναπαραγωγής των εκάστοτε επίσημων ευρωπαϊκών οραμάτων. Η κριτική αποδόμηση του ευρωκεντρισμού, που στο μεταξύ αναπτυσσόταν δυναμικά στο πεδίο της ευρωπαϊκής διανόησης, συστηματικά αποκλείστηκε από τις επίσημες πολιτισμικές και εκπαιδευτικές πολιτικές της Ενωσης. Οι τόποι χάραξης και άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής στεγανοποιήθηκαν έτσι από οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης των ιεραρχικών αφηγημάτων της υπεροχής και της ισχύος που βρίσκονταν στον πυρήνα των κανονιστικών εκφράσεων της ευρωπαϊκότητας.

Ποια ευρωπαϊκή αλληλεγγύη
Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει αν τα τεκταινόμενα στην Κύπρο είναι η αρχή του τέλους του πολιτικού φαντασιακού της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Το σίγουρο είναι ότι, ιδωμένο από ιστορική σκοπιά, αυτό το τέλος είχε μάλλον πολλές και ετερόκλητες αρχές και αφορμές. Κάθε τέλος εξάλλου είναι μια νέα αρχή. Η αναζήτηση ενός νέου ευρωπαϊκού ή ευρύτερα κοινοτικού οράματος δεν μπορεί να στηριχθεί σε παρωχημένα ιδεολογήματα ή σε ηθικολογικές επικλήσεις μιας ευρωπαϊκότητας που δεν υπήρξε ποτέ ως τέτοια. Οι σημερινές επιδείξεις ισχύος και υπεροχής είναι απόλυτα εναρμονισμένες με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη όπως αυτά διαμορφώθηκαν και εμπεδώθηκαν στους νεότερους χρόνους. Η όποια εναλλακτική πρόταση προϋποθέτει την αποδόμηση και τελικά την απεμπόληση των αρχών της υπεροχής και της ισχύος που αποτέλεσαν τον πυρήνα των αφηγημάτων και των πολιτικών του ευρωπαϊσμού όπως τον γνωρίσαμε. Αλλά αυτή είναι μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ