Το βουνό αντικρίζει από το σπίτι του στο Πετρί Λέσβου ο Χρόνης Μπότσογλου. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ η κάθετη κοψιά του τον προκαλεί όπως μονάχα έναν καλλιτέχνη μπορεί να ερεθίσει. Ζωγραφίζει, πέντε καλοκαίρια τώρα, τοπία ενός προσώπου, του βουνού. Και έργο με έργο, ίχνη του δικού του προσώπου ανελκύονται στην επιφάνεια για να καταλύσουν ανεπαισθήτως όσα η αστυνόμευση της όρασης δεν επιτρέπει άμεσα και ανερώτητα να αντιληφθεί ο καθένας. Χιλιάδες χρόνια τώρα, η αρχαία κληροδοσία του Ηράκλειτου, «κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί», τον επιβεβαιώνει.
Αν όμως δεν είσαι περαστικός, πολλά έχει ο καλλιτέχνης να σου δείξει. Ο Χρόνης αναζητεί τις εικόνες του τοπίου στα ερμηνεύματα που καταγράφει σαν εγγραφές σε ημερολόγιο πορείας. Γυρεύει, ίσως, να οικειοποιηθεί το τοπίο αλλά μοιάζει να επιδιώκει και την οικείωση με το κομμάτι αυτό της φύσης σπουδάζοντάς το. Επιχειρώντας, μαζί με τις πλαγιές και τη χλωρίδα, να εισχωρήσει στο πνεύμα του τόπου για να μπορεί να αποδώσει με υλικά μέσα τον άυλο, μεταφυσικό χαρακτήρα της συνάντησης. Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα από μια ώσμωση του καλλιτέχνη με το αντικείμενο της εικονογραφίας του.
Συνεπής με την ως τώρα πορεία του, ο Μπότσογλου χειρίζεται αυτή τη νέα για το ρεπερτόριό του θεματική, του τοπίου, όπως όλες τις προηγούμενες. Η μέθοδος είναι δοκιμασμένη σε όλα τα στάδια του έργου του: θέμα και παραλλαγές. Κάτι σχεδιάζεται κάθε μέρα που φέρνει το τοπίο πιο κοντά στον ζωγράφο, κάτι ζωγραφίζεται κάθε τόσο που δυναμώνει τη σχέση. Από έργο σε έργο εμποτίζει το βουνό με την ψυχική του διάθεση, διασταυρώνει τον έσω κόσμο της έντασης, της αρρυθμίας του σφυγμού, με την αταραξία του βουνού απέναντι. Οψεις διαδέχονται η μία την άλλη, σοβαρές, μυστικές, ώσπου να φανερώσουν την τελική προσωπογραφία. Αλλες με λάδι που καμία υφή δεν του αντιστέκεται, άλλες με ελαφρότερα υλικά (γκουάς, τέμπερες, ακουαρέλες) για τόνους ανάερους και ατμοσφαιρικούς, είναι όλες ανελκυσμένες από τα τιμαλφή της παράδοσης του ζωγράφου: ζυγιασμένες γύρω από άξονες αναπάντεχους, με τα πράγματα μεταμορφωμένα σε εικόνες, με βαριούς ορίζοντες ψηλά σχεδιασμένους, μεγεθυσμένα ή σμικρυσμένα, κάθε φορά με άλλη εστίαση και διαφορετικό σημείο όρασης.
Η πρώτη εντύπωση ότι τα τοπία του εκφέρονται σε πλούσια ζωγραφική γλώσσα υπερκεράζεται από την αίσθηση του ημερολογίου: ένα είδος αυτοβιογραφικής ζωγραφικής, κάτι που ο ίδιος δεν αρνείται αλλά και θεωρεί φυσική συνέπεια του να θέλει «κάτι να πει με αυτό που ζωγραφίζει», όπως έκανε πάντα στο έργο του. Εδώ όμως, στα τοπία αυτά, δοκιμάζεται μια άλλης τάξεως αυτοβιογραφική αφήγηση –είναι ένα χρονικό καλλιτεχνικής ποιητικής. Μας δείχνει τους τρόπους θέασης που στάθηκαν σημαντικοί γι’ αυτόν, τα στοιχεία τεχνικής και εκφραστικού περιεχομένου που τον ερέθισαν, τον προβλημάτισαν, τον κέρδισαν ή δεν τον άφησαν ασυγκίνητο. Κάτι σαν χαρτογράφηση ενθουσιώδης, σχεδόν εφηβική στην αισιοδοξία της, από τις ζωγραφικές (όπως λέμε «τις αρχιτεκτονικές») που συνάντησε και παγιώθηκαν εντός του ως τιμαλφή μιας αισθητικής παράδοσης με όλες τις διακυμάνσεις που τον καθιστούν γνήσιο τέκνο της.
Εκτός από τον ψυχικό προσανατολισμό του συνόλου, ως σειράς, κάθε έργο ξεχωριστά φανερώνει σταθμούς της θητείας του τεχνοτροπικά: η αναφορά στην αρχή του μοντέρνου κανόνα για το προβάδισμα της μορφής έναντι του θέματος, για τα υλικά που αντί να κρύβουν την υλικότητά τους αποκαλύπτουν τη δική τους πλούσια αφήγηση. Τότε που η φόρμα και η σύνθεση έπαιζαν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι το θέμα και το αφηγηματικό περιεχόμενο, όταν η φόρμα και η σύνθεση γινόταν η αφήγηση καθ’ εαυτήν. Ετσι ο «φακός» του εστιάζει σε πολύ κοντινά πλάνα ώστε σε ορισμένα να ακυρώνεται σχεδόν η εντύπωση του τοπίου. Δουλεύει πολύ την επιφάνεια. Τον ενδιαφέρει η επιφάνεια με τον τρόπο που ενδιέφερε και τους φωβιστές και τους εξπρεσιονιστές και τους σουρεαλιστές. Εδώ δικαιώνεται και το παράπλευρο(;) εγχείρημα να διαχειριστεί την οπτική εντύπωση με τόσες και τόσο εναλλακτικές καταγραφές.
Ο Μπότσογλου ξεκίνησε με μια ζωγραφική πολιτικά φορτισμένη, αναμφισβήτητα όχι στρατευμένη, αλλά με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής ευαισθησίας και της πολιτικής κριτικής. Η καταγγελία από την εποχή ακόμη της ομάδας των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών μέσα στη δικτατορία (1971-72) ήταν η συμμετοχή του στη συλλογική κατακραυγή. Ηταν, με το έργο του, αφοσιωμένος στη δημόσια παρουσία του καλλιτέχνη που είναι και πολίτης. Αργότερα στράφηκε σε πιο εσωτερικές αναζητήσεις. Ετσι έγιναν η Νέκυια, έτσι τα πορτρέτα των δικών του, τα Γυμνά, τα Ερωτικά ανάγλυφα και οι εμβληματικές φυσιογνωμίες του βίου του, προσωπικού και καλλιτεχνικού, σε μια πορεία που παρουσιάστηκε άρτια στη μεγάλη έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης πριν από περίπου δύο χρόνια. Τα καλοκαίρια στο Πετρί δεν είχαν δώσει ακόμη τους καρπούς του παρόντος που σήμερα παρουσιάζονται εύχυμοι στο κοινό για πρώτη φορά.
Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ