Όπως ουδείς θα ρώταγε ένα οικονομολόγο για το πώς θα πρέπει να κάνει μια οποιαδήποτε εγχείρηση, έτσι και ουδείς θα έπρεπε να δίνει σημασία στις οικονομικές απόψεις και προβλέψεις των ιστορικών, φιλολόγων, ιατρών, δικηγόρων και άλλων μη σχετικών επιστημόνων. Αλλά και όλοι οι οικονομολόγοι δεν είναι ειδικοί σε όλα όσα έχουν σχέση με την οικονομία. Όπως υπάρχουν ιατροί με διάφορες ειδικότητες, έτσι υπάρχουν και οικονομολόγοι με διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Θα ρώταγε κανείς την άποψη ενός οφθαλμιάτρου για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα καρδιακό πρόβλημα; Όχι φυσικά. Τότε, πως είναι δυνατόν να ρωτάνε έναν οικονομέτρη, ή έναν ειδικό στην αγροτική οικονομία για τις απόψεις του στα χρηματοοικονομικά;
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να απαξιωθούν οι απόψεις των οικονομολόγων αυτών, απλά σημαίνει ότι οι απόψεις αυτές έχουν ειδική βαρύτητα, ανάλογη με την σχετικότητα του γνωστικού αντικειμένου αυτού που τις λέγει. Μόνο ίσως στην Ελλάδα οι απόψεις όλων συναθροίζονται με τις απόψεις των ειδικών για να βγει ο μέσος όρος. Κάτι δηλαδή σαν δημοσκόπηση. Με τον τρόπο αυτό απαξιώνονται οι απόψεις των ειδικών. Ακόμη και εάν αποκλείσουμε την άποψη ότι αυτό γίνεται συνειδητά (πράγμα αμφιλεγόμενο) και δεχτούμε ότι οφείλεται στην άγνοια των δημοσιογράφων, η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συσκοτίζονται τα πάντα και να μην υπάρχει πουθενά φως.
Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να θυμηθούμε τον Χένρι Θέιλ σύμφωνα με τον οποίο τα υποδείγματα είναι για να τα χρησιμοποιούμε, αλλά όχι για να τα πιστεύουμε. Όσον αφορά τις οικονομικές προβλέψεις των διαφόρων καθηγητών, αλλοδαπών (κυρίως) πανεπιστημίων, έχουμε μια απορία. Πότε προλαβαίνουν αυτοί οι καθηγητές πανεπιστημίων να αναλύουν την οικονομική κατάσταση σε διάφορες ξένες (για αυτούς) χώρες και να κάνουν τις προβλέψεις τους, να διδάσκουν στο πανεπιστήμιο, να δίνουν συνεντεύξεις σε όλο τον κόσμο και συγχρόνως να μπορούν να είναι και διευθυντικά στελέχη (CEO) σε εταιρίες συμβούλων; Θα πρέπει να είναι υπεράνθρωποι, ή τσαρλατάνοι.
Όσον αφορά τους επαγγελματίες συμβούλους επενδύσεων, το κύριο ενδιαφέρον των περισσοτέρων είναι η αύξηση του δικού τους πλούτου και όχι η αύξηση του πλούτου των πελατών τους. Αλλά και οι ικανότητες των αναλυτών επενδύσεων, που κάνουν χρηματοοικονομικές προβλέψεις είναι επίσης γνωστές. Σύμφωνα με τον Μπάρτον Μάκιελ υπάρχουν τριών ειδών χρηματοοικονομικοί προγνώστες: αυτοί οι οποίοι δεν γνωρίζουν, αυτοί οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν, και αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν, αλλά πληρώνονται αδρά για να προσποιούνται ότι γνωρίζουν. Επιπλέον, ο Τζον Κέννεθ Γκάλμπρεϊθ υποστήριζε ότι «το μοναδικό αποτέλεσμα, που έχουν οι οικονομικές προβλέψεις, είναι να κάνουν την αστρολογία να δείχνει αξιοσέβαστη».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο οι αναλυτές δεν κατόρθωσαν να προβλέψουν καμία οικονομική κρίση (όπως για παράδειγμα, τη μανία με τους βολβούς τουλίπας τη δεκαετία του 1630, την οικονομική φούσκα της Νότιας Θάλασσας το 1720, το κραχ του 1929, το κραχ του 1987, την οικονομική φούσκα των εταιρειών dot.com του 2000, την οικονομική κρίση του 2008, κλπ.), ενώ σε επίπεδο επιχειρήσεων αποτυγχάνουν συστηματικά (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Enron, της WorldCom, της Lehman Brothers, της Bear Stearns, κλπ.).
Κατά συνέπεια, οι αναλυτές επενδύσεων αποτολμούν πολυάριθμες οικονομικές προβλέψεις, βασιζόμενοι, όπως παλαιότερα οι οιωνοσκόποι, στο αδύνατο μνημονικό των αναγνωστών τους. Εκτός των παραπάνω αναλυτών και συμβούλων επενδύσεων, υπάρχουν και ορισμένοι ειδήμονες (κυρίως τεχνικοί αναλυτές), οι οποίοι έχουν την αδιάσειστη πίστη, ότι οι επενδυτές είναι ipso facto διανοητικά κατώτεροι και επομένως, η εσφαλμένη αντίληψη, που έχουν για την συνολική αγορά, τους οδηγεί, τις περισσότερες φορές, στο να χάνουν μέρος των επενδυμένων κεφαλαίων τους.
Η περιφρόνηση αυτή των ειδικών για τους επενδυτές έχει εκφραστεί με την δημιουργία της προσέγγισης της αντίθετης γνώμης (contrary opinion), η οποία οδηγεί τους ειδικούς αυτούς να προτείνουν την αγοραπωλησία μετοχών αντίθετα από τις κινήσεις των πολλών επενδυτών, δηλαδή η πρόταση τους είναι «να πηγαίνουν ενάντια στο πλήθος».
Στο σημείο αυτό, πάντως, αξίζει να θυμηθεί κανείς, αυτό που συχνά λέγεται για τους ειδικούς, ότι δηλαδή ειδικός είναι κάποιος, που γνωρίζει όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα, έως ότου καταφέρει να γνωρίζει τα πάντα για το τίποτα. Από τα παραπάνω προκύπτει ένα αβίαστο συμπέρασμα. Ουδείς γνωρίζει το μέλλον, γιατί το μέλλον είναι άδηλο. Το εάν θα καταστραφεί ή όχι η Ελλάδα, εξαρτάται από τις ενέργειες όλων μαζί των ελλήνων, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής τους ηγεσίας. Για τις ικανότητες των ελλήνων δεν έχουμε καμία αμφιβολία.
Αρκεί να δούμε τα επιτεύγματα της νεότερης Ελλάδος από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και τα επιτεύγματα των ελλήνων της διασποράς. Για τις ικανότητες της πολιτικής ηγεσίας των ελλήνων, όμως, διατηρούμε δυστυχώς αρκετές επιφυλάξεις.