Η ασαφής αρχική είδηση τον ήθελε «επίτιμο πρέσβη», «πρέσβη καλής θέλησης», «ειδικό απεσταλμένο» της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου να πραγματοποιήσει μια σειρά από γενικότητες που «θα βελτίωναν το κλίμα των ελληνογερμανικών σχέσεων». Τελικά, σύμφωνα με τη γερμανική πρεσβεία, ο Ότο Ρεχάγκελ θα επανεμφανιστεί στις 25 Μαρτίου στην Αθήνα ως «εμψυχωτής» των Ελλήνων μαζί με διάφορους πολιτικούς παράγοντες σε μια επίσκεψη προώθησης προγραμμάτων τεχνογνωσίας. Τι αξίζει να συγκρατήσει κανείς από όλο αυτό το πανηγύρι δημοσίων σχέσεων; Την υπόμνηση του χερ Ότο ως από μηχανής θεού με βάση τη βραδιά της Λισαβόνας τον Ιούλιο του 2004. Την ισχύ, δηλαδή, μιας ποδοσφαιρικής εικόνας σε βάθος ολόκληρης δεκαετίας.

Οπωσδήποτε, το μαζικότερο των αθλημάτων δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι για χαζούς που αποβλακώνονται μπροστά στην οθόνη με πίτσες και μπύρες, δεν είναι θρησκεία αφιονισμένων οπαδών που δοξολογούν τα είδωλα της αρεσκείας τους, δεν είναι η πρόσφατη ανακάλυψη του ασθενούς φύλου προς θαυμασμό ωραίων ανδρικών σωμάτων, δεν είναι το διεθνές star system των παραγόντων του, δεν είναι καν το beautiful game που πούλησαν αφειδώς οι χορηγοί του Champions League και άλλες πολυεθνικές την τελευταία εικοσαετία. Το κατεξοχήν σπορ της νεωτερικότητας είναι στενά συνυφασμένο με σύγχρονες πολιτισμικές εκφάνσεις, αποτελώντας σε διόλου αμελητέο βαθμό αντανάκλαση της μοντέρνας κοινωνίας.

Εξ ου και οι πολλαπλές χρήσεις του. Για τους φουτουριστές των αρχών του 20ού αιώνα όπως ο Ιταλός Ουμπέρτο Μποτσιόνι το ποδόσφαιρο εξέφραζε τη μυστικιστική σχεδόν έλξη της μετατροπής της ύλης σε ενέργεια: ο «Δυναμισμός ενός ποδοσφαιριστή», έργο του 1913, αναλύει τη φιγούρα σε σύνθεση κινήσεων. Τα Χριστούγεννα του 1914, έπειτα από τέσσερις μήνες των βιαιότερων μαχών που είχε γνωρίσει ως τότε η Ευρώπη, το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των αντιπάλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδείχθηκε στην περίφημη αυτοσχέδια ανακωχή μεταξύ Αγγλογάλλων και Γερμανών στρατιωτών στα χαρακώματα της Φλάνδρας – η οποία επισφραγίστηκε με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Όταν η προβαλλόμενη φυλετική ανωτερότητα των μελών της Βέρμαχτ δεν επιβεβαιώθηκε εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου στο Κίεβο τον Αύγουστο του 1942, όπου μια συνάθροιση Ουκρανών πρώην παικτών των Ντιναμό και Λοκομοτίβ διέσυρε δύο φορές την αντίστοιχη της γερμανικής αεροπορίας ανεβάζοντας επικίνδυνα το ηθικό του κατεχόμενου πληθυσμού, η ομάδα διαλύθηκε. (Το αν όσοι είχαν πάρει μέρος εκτελέστηκαν, δολοφονήθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας ως σήμερα.) Μετά το τέλος του πολέμου, η σταλινική προπαγάνδα αποσιώπησε αρχικά το συμβάν προκειμένου να αποφύγει την αναβίωση του ουκρανικού εθνικού αισθήματος, αργότερα όμως φρόντισε να καλλιεργήσει έντεχνα μια εκδοχή του προσαρμοσμένη στις ανάγκες της.

Η τελευταία περίπτωση υπαινίσσεται, αρνητικά μεν, πειστικά δε, και τις λοξές ματιές που συχνά προσφέρει ο διαθλαστικός φακός του αθλήματος στο ευρύτερο περιβάλλον του. Στο Ποδόσφαιρο (Μεταίχμιο, 2010), μικρή επιλογή της άφθονης αρθρογραφίας του επί του θέματος, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν έγραψε διθυράμβους για τη Μπαρτσελόνα, έστησε αδριάντες στους ήρωές της, επένδυσε με φιλοσοφική ενδελέχεια τα συστήματά της, ανήγαγε την έννοια του φιλάθλου σε προϋπόθεση του ευ ζην (από κοινού με την καταλανική μαγειρική). Ο Τζο ΜακΓκίνις μετέτρεψε τα Δοκάρια του Καστέλ ντι Σάνγκρο (Μεταίχμιο, 2006) σε χρονικό ενός μικρού αθλητικού θαύματος, μια business as usual περίπτωσης διαφθοράς, της εξάπλωσης της μαφίας και των θεσμοθετημένων στρεβλώσεων της ιταλικής κοινωνίας. Και ο Ρίτσαρντ Καπισίνσκι απέδωσε στον Πόλεμο του ποδοσφαίρου (Μεταίχμιο, 2002) μια υποδειγματική case study για τα υπόγεια ή μη κανάλια διά των οποίων η πολιτική αρδεύεται από τα συναισθήματα της κοινής γνώμης – και ενίοτε τα παροχετεύει σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ας πούμε, ανέμενε 400.000 επιπλέον ψήφους στις ιταλικές εκλογές του Φεβρουαρίου από την πρόσφατη μεταγραφή του Μάριο Μπαλοτέλι στη Μίλαν. Άγνωστο σε τι προσβλέπει από τον καλό χριστιανοδημοκράτη στρατιώτη Ότο η Άνγκελα Μέρκελ, δεδομένου ότι οι δικές της αργούν. Αλλά η αύρα του ποδοσφαίρου σπάνια ζημιώνει όσους τη δανείζονται.