Είναι άχαρο κατασκεύασμα. Στους λίγους μήνες της ύπαρξής του, ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας ΕΟΠΥΥ κατάφερε να απογοητεύσει τους πάντες: ασθενείς, γιατρούς, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, κοινή γνώμη. Αντί για σύμβολο του εξορθολογισμού στον ασφαλιστικό τομέα, όπως είχε διαφημιστεί, έγινε το σήμα κατατεθέν της μνημονιακής μιζέριας. Και όλα δείχνουν, ότι τα χειρότερα επίκεινται ακόμη.
Επόμενο έτσι να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο της κριτικής. Τα κόμματα της Αριστεράς και όχι μόνο καταγγέλλουν τόσο το «κούρεμα» των υπηρεσιών του, όσο και το γεγονός, ότι εξωθεί τους ασθενείς προς τα ιδιωτικά θεραπευτήρια. Αντικειμενικά, λένε, είναι το μέχρι τώρα μεγαλύτερο βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους εμπορευματοποίησης της υγείας, της μετατροπής της από δημόσια σε ιδιωτική επιχείρηση.
Εκείνο που δεν λένε είναι ότι υπό τις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας και φτωχοποίησης μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού κινδυνεύει να μείνει έξω από κάθε σύστημα υγείας, δημόσιο ή ιδιωτικό: Από το δημόσιο, επειδή αυτό συρρικνώνεται συνεχώς παρά το αυξανόμενο κόστος του (δεν «χωρά» δηλαδή πλέον τους πάντες μέσα του), από το ιδιωτικό, επειδή πολλοί δεν έχουν τα αναγκαία χρήματα γι αυτό.
Σε μια κρίση σαν τη σημερινή, τίποτε δεν είναι πια σταθερό, τίποτα δεδομένο. Όλα κινδυνεύουν, όλα παίζονται. Και αυτό ισχύει πριν από όλα για τις υποτιθέμενες μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως εκείνες του κοινωνικού κράτους.
Το κράτος αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι μοντέρνα ευρωπαϊκή επινόηση – η ηλικία του δεν ξεπερνά τα 150 χρόνια. Ο στόχος του ήταν η προστασία (και μαζί με αυτό ο έλεγχος και η χειραγώγηση)της βασικότερης πρώτης ύλης του ανερχόμενου καπιταλισμού του 19 αιώνα: της εργατικής δύναμης. Ο πρωτεργάτης του ήταν το εργατικό κίνημα, με τον καιρό όμως έγινε αποδεκτό, αν και σε εκφυλισμένη μορφή, και από τις πιο αντιδραστικές προσωπικότητες: στη Γερμανία περί το 1883 από τον καγκελάριο Μπίσμαρκ (γι αυτό και ο Καρλ Μαρξ τον αποκάλεσε «συντηρητικό επαναστάτη»), στην Ελλάδα, το 1937 (ΙΚΑ) από το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Με το κοινωνικό κράτος γεννήθηκε και η κοινωνική πολιτική («βιοπολιτική» κατά τον Μισέλ Φουκώ) που έχει ως σημείο αναφοράς το ανθρώπινο σώμα: τη διάπλαση και συντήρησή του με τρόπο, που να το κάνει σε μέγιστο βαθμό αποδοτικό. Τα νοσοκομεία, οι τόποι άθλησης και ψυχαγωγίας, κλπ., αναπαράγουν το σφρίγος του, που αποπνέει έτσι κοινωνικό άρωμα.
Η βιοπολιτική θεμελιώνει όμως δικαίωμα ύπαρξης μόνο σε μια κοινωνία της απασχόλησης, η οποία είναι σε θέση να ξεπερνά τις κρίσεις με τα αντίστοιχα κύματα ανεργίας που τις συνοδεύουν.
Σε μια κοινωνία της μαζικής και ατέρμονης ανεργίας, όπως στη σημερινή Ελλάδα, χάνει όμως κάθε νόημα. Οι στρατιές των ανέργων, ιδίως εκείνες στη νεολαία, δεν χρήζουν αυτομάτως κοινωνικής στήριξης, επειδή έχουν μηδαμινές προοπτικές να επανέλθουν στην εργασία. Μαζί με τη δουλειά χάνουν έτσι και το δικαίωμα στην υγεία και, κατά επέκταση, και στη ζωή – έτσι τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
Η κρίση προκαλεί έτσι και αλλαγή του ιστορικού «παραδείγματος», όπως συνηθίζεται να λέγεται το πέρασμα από τη μια σε άλλη εντελώς διαφορετική εποχή – στη συγκεκριμένη περίπτωση από εκείνη της κυριαρχίας του κοινωνικού κράτους σε ένα συρρικνωμένο, ή επιλεκτικό κράτος πρόνοιας, σε μια βιοπολιτική αλά καρτ.
Το νέο «παράδειγμα» δεν έχει εδραιωθεί ακόμα πραγματικά στην Ελλάδα. Η χώρα είναι ακόμα στο κατώφλι ενός θεμελιακού μετασχηματισμού. Όμως οι ενδείξεις για το επερχόμενο κακό είναι απτές. Εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί πολίτες έχουν αποκλεισθεί ήδη εντελώς – αρχικά από τον Ανδρέα Λοβέρδο και σήμερα από τον Ανδρέα Λυκουρέντζο – από τη χρήση των κοινωνικών υπηρεσιών. Και αυτό αποτελεί κακό προηγούμενο για τους νέους κοινωνικά «αποκλεισμένους» – τους ντόπιους ανέργους.
Επιστροφή στη μόνιμη μαζική ζητιανιά, όπως τότε, περί το 1750, όταν από τους 50000 κατοίκους της Κολωνίας οι 20000 περίπου ήταν ζητιάνοι;
Σίγουρα όχι. Αυτό δεν θα προσκρούσει μόνο στην αντίσταση των θιγόμενων, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά αντιβαίνει και στο πνεύμα της εποχής.
Σίγουρο είναι, ότι η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν αποτελεί μονόδρομο. Αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αλλά μόνο αν καταπολεμούταν επιτυχώς η ρίζα του κακού, η ανεργία. Αλλά αυτό παραμένει ανοικτό θέμα.
Η φιλανθρωπία, έτσι όπως την ασκεί σήμερα η εκκλησία, δεν αποτελεί πάντως λύση. Απομένει έτσι, υπό τις συνθήκες εμβάθυνσης της κρίσης και εξάπλωσης της ανεργίας, ο αγώνας χαρακωμάτων: Για την υπεράσπιση εκείνων των στοιχείων του ΕΟΠΥΥ, που κάνει πιο εύκολη τη ζωή στους ασφαλισμένους. Και για τη διάσωση των λίγων ακόμα ασφαλιστικών ταμείων, όπως ο ΕΟΔΕΑΠ, που λειτουργούν σε αυτοδιοικούμενη και εξυπηρετούν έτσι πιο άρτια τις ανάγκες των μελών τους. Η συμπερίληψη σε αυτό όλων των εργαζομένων των μέσων ενημέρωσης δεν θα το έβλαπτε – το αντίθετο μάλιστα, θα το ισχυροποιούσε ενόψει της απειλούμενης χρεοκοπίας του.
Με τα φρου φρου και αρώματα των «ευγενών» ταμείων δεν πρόκειται πάντως να πάει πολύ παραπέρα – ούτε και να γίνει πρότυπο αντίστασης για άλλους ασφαλισμένους.