Είναι και οι δυο τους σκληρές, ατσάλινες. Απέχουν έτη φωτός από το ιδεώδες της «καλλονής του Νότου» που θέλει τις γυναίκες πιστές συζύγους, τρυφερές μητέρες, χαριτωμένες οικοδέσποινες. Η μία δεν θέλει ποτέ να αποκτήσει σύζυγο και η άλλη μισεί τον άνδρα της, αλλά και την κόρη της. Δεν αστράφτουν μέσα σε παστέλ κρινολίνα ούτε περνούν τα πρωινά τους μαζεύοντας άνθη από τον απέραντο κήπο τους για να διακοσμήσουν το τραπέζι-κειμήλιο στην είσοδο της, γεωργιανού ρυθμού, έπαυλής τους.
Προτιμούν τα ζοφερά χρώματα, τα δωμάτια όπου οι κουρτίνες μένουν τραβηγμένες εμποδίζοντας τον ήλιο να φωτίσει τα μυστικά τους. Δεν χαμογελούν, δεν διασκεδάζουν, δεν απολαμβάνουν τα πλούτη τους, δεν δίνουν δεξιώσεις, και αυτό οφείλεται εν μέρει μονάχα στο γεγονός ότι οι άνδρες του σπιτιού απουσιάζουν στον πόλεμο: είναι στην πραγματικότητα οι εφιάλτες του παρελθόντος και ο τρόμος του μέλλοντος που δεν τις αφήνουν σε ησυχία.
Αποφασισμένες να καταστρέψουν η μία την άλλη, δεν θα υποχωρήσουν στιγμή. Η μητέρα Κριστίν θέλει να βγάλει από τη μέση την κόρη της Λαβίνια, επειδή η τελευταία είναι η μόνη που γνωρίζει το ένοχο μυστικό της, την παράνομη ερωτική σχέση που διατηρεί με τον πλοίαρχο Μπραντ. Η Λαβίνια από τη μεριά της, τυφλά αφοσιωμένη στον πατέρα, θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της προκειμένου να προστατέψει το όνομά του. Τα στιλέτα ξεγυμνώνονται στην πρώτη κιόλας Σκηνή και από εκεί και πέρα όλα περιστρέφονται στη ματωμένη τροχιά αυτής της γυναικείας αντιπαράθεσης, όπου κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει ο γιος Οριν, αθεράπευτα ερωτευμένος με τη μητέρα του Κριστίν.
Ξαναγράφοντας την «Ορέστεια» σε αμερικανικό φόντο, ο Ο’ Νιλ επιλέγει εύστοχα μια ισχυρή οικογένεια του Νότου την περίοδο του Εμφυλίου, τους Μάνον, και προσπαθεί να διαπιστώσει κατά πόσο τα αρχαία πάθη μπορούν να έχουν σύγχρονο πρόσωπο, όταν στη θέση των δυνάμεων της μοίρας τοποθετηθεί το φροϊδικό μοντέλο των ασυνείδητων επιθυμιών και συμπλεγμάτων.
Αν στην «Ορέστεια» καταγράφεται η επώδυνη πορεία από τη μητριαρχία στην πατριαρχία σε κοινωνικό επίπεδο, στο «Πένθος» τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα, όχι μόνο γιατί εδώ η Κριστίν-Κλυταιμνήστρα και ο Οριν-Ορέστης αυτοκτονούν, αλλά κυρίως επειδή η Λαβίνια-Ηλέκτρα μένει στο τέλος μόνη, αιχμάλωτη των προσωπικών φαντασμάτων της, χαμένη σε έναν λαβύρινθο από τον οποίο δεν πρόκειται ποτέ να δραπετεύσει.
Κανένας Αρειος Πάγος και κανένας θεσμός (όπως στον Αισχύλο) δεν πρόκειται να επιφέρει τη συμφιλίωση των δύο πλευρών. H οικογένεια της Λαβίνια είναι η καταδίκη της: «Να κλείσεις όλα τα παντζούρια και να τα καρφώσεις. Και να πετάξεις τα λουλούδια… Θα ζήσω εδώ μόνη μαζί με τους νεκρούς, θα κρατήσω τα μυστικά τους και θα τους αφήσω να με καταδιώκουν μέχρις ότου ξεπληρωθεί η κατάρα και ο τελευταίος των Μάνον σβήσει».
Αντιμετωπίζοντας δικαίως το «Πένθος» ως «Ορέστεια» ιδωμένη από την πλευρά της Ηλέκτρας, ο Γιάννης Χουβαρδάς ευτύχησε στην επιλογή της Μαρίας Πρωτόπαππα για τον ρόλο της Λαβίνια. Το πετρωμένο από την πικρία και την απόρριψη πρόσωπό της, το σκληρό, άκαμπτο σώμα με τις γωνιώδεις κινήσεις, όλα μεταμορφώνονται ως διά μαγείας άμα τη εμφανίσει του λατρεμένου της πατέρα: η όψη μαλακώνει, γίνεται κοριτσίστικη, τα καταπιεσμένα αισθήματα αναδύονται, οι χυμοί της ζωής αρχίζουν πάλι να κυλούν στις φλέβες της, και να συμπυκνώνονται σε ένα βλέμμα αγωνίας, διψασμένο για την παραμικρή ένδειξη πατρικής αγάπης.
Ο ίδιος ο συγγραφέας δήλωνε απογοητευμένος από το δημιούργημά του («Χρειαζόταν υψηλή γλώσσα για να υπερβεί τον εαυτό του, να εξυψωθεί, κι εγώ δεν το κατάφερα»). Αυτό που χρειάζεται ένα τέτοιο έργο ώστε να γεφυρωθεί το «κενό» ανάμεσα στον ενίοτε αμήχανο λόγο του («Πόρνη! Είσαι πόρνη! Θα σε σκοτώσω!») και το πνευματικό του πεδίο δράσης είναι σκηνοθετική στιβαρότητα και δυνατές ερμηνείες. Και η παράσταση του Εθνικού τα έχει και τα δύο.
Αν η μαυροφορεμένη Πρωτόππαπα είναι μια εξαιρετική βικτοριανή Ερινύα, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη αποδεικνύεται ιδιαίτερα πειστική ως σκύλα μάνα –ερωτευμένη ώριμη γυναίκα που χειρίζεται επιδέξια το μελό, όταν της χρειάζεται για να επιτύχει τους σκοπούς της. Ευάλωτος και αδύναμος, οιδιπόδειος μέχρι θανάτου, ένα αγόρι που ποτέ δεν ενηλικιώθηκε ο Χρήστος Λούλης ως Οριν. Εξίσου ευάλωτος, αν και σε ανδρική εκδοχή, ο Ακύλας Καραζήσης ως στρατηγός Μάνον, θύμα της μοιραίας συζύγου του. Δίνουν όλοι τον καλύτερο εαυτό τους και ο σκηνοθέτης δεν τους αφήνει να ξεφύγουν στιγμή από το αυστηρό, λιτό, σκοτεινό σύμπαν που έχει οικοδομήσει για να τους εγκλωβίσει –όπως τους αρμόζει.
Ψηλοί τοίχοι που συγκλίνουν επικίνδυνα και «ζωντανά» οικογενειακά πορτρέτα που δεν λένε να κοιμηθούν περιφρουρούν την κάθε κίνηση των ηρώων, αιωνίως βυθισμένων στο ημίφως των ενοχών τους (φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος). Το πιο γοητευτικό επίτευγμα της παράστασης σε αισθητικό επίπεδο αποδεικνύονται τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη –ειδικότερα τα φορέματα των γυναικών: μια σύγχρονη αφαιρετική εκδοχή του κρινολίνου σε σκούρες αποχρώσεις (γιατί αυτές «ταιριάζουν στην Ηλέκτρα»), μοιάζουν περισσότερο με γλυπτά που έχουν δική τους ζωή, καθώς οι καμπυλωτοί όγκοι τους μετατοπίζονται κατά μήκος της σκηνής.
Ολα εναρμονίζονται για να συνθέσουν αυτό το σύνολο υψηλών προδιαγραφών –ακόμη και τα κωμικά ιντερλούδια με τους «κουτσομπόληδες» θεατές σε ρόλο σύγχρονου Χορού προσφέρουν την απαραίτητη «ανάσα» από το βάρος των Μάνον. Και αν η παράσταση έχει έναν χαρακτήρα αποστασιοποιημένο, αυτό ταιριάζει στην τραγωδία. Και αν ενίοτε λαχταράμε ένα τσαλάκωμα σε αυτή την αρτιότητα, ένα σκηνοθετικό σχόλιο πιο προσωπικό, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολύ καλή, δουλεμένη και ολοκληρωμένη παράσταση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ