Πενιχρά, όπως άλλωστε αναμενόταν, υπήρξαν τα αποτελέσματα της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, καθώς πέρα από τις συμφωνίες στα θέματα της λεγόμενης «χαμηλής πολιτικής» τα γνωστά «αγκάθια» στις σχέσεις των δύο χωρών συνεχίζουν να παραμένουν, εφόσον για ακόμη μία φορά δεν εκδηλώθηκε η αναγκαία πολιτική βούληση για την επίλυσή τους. Το θετικό όμως είναι ότι μετά την επίσκεψη επιχειρήθηκε να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης, οι οποίοι είχαν κορυφωθεί το προηγούμενο διάστημα. Ετσι δεν πέρασαν απαρατήρητες οι δηλώσεις των αρμόδιων τούρκων υπουργών ότι δεν έχουν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν τα ενεργειακά θέματα ως αφορμή για τη δημιουργία έντασης, αλλά για την ενίσχυση των διμερών σχέσεων. Επαναλήφθηκαν μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση οι διαβεβαιώσεις για την ανάγκη λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και της επιστροφής των μειονοτικών περιουσιών, με την παράλληλη έκφραση συγγνώμης «γι’ αυτά που έγιναν στο παρελθόν». Μένει φυσικά να αποδειχθεί αν οι αναφορές αυτές θα ισχύσουν και στην πράξη.
Ο,τι και αν συμβεί πάντως το βέβαιο είναι ότι και οι δύο πλευρές, ζυγίζοντας προφανώς τα σημερινά δεδομένα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μέτωπο, φέρονται αποφασισμένες να προχωρήσουν με μικρά βήματα, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που είχαν προηγηθεί, ιδιαίτερα στο κρίσιμο ζήτημα της περιώνυμης ΑΟΖ. «Γιαβάς-γιαβάς» λοιπόν, καταγράφοντας παράλληλα τη θέση του κ. Ερντογάν ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια κατάσταση «καζάν-καζάν», όπου δηλαδή και οι δύο χώρες θα έχουν αμοιβαίο όφελος από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Εμπλουτίσαμε έτσι και το τουρκικό λεξιλόγιό μας, διότι ομολογώ ότι, οι δικές μου γνώσεις τουλάχιστον, περιορίζονταν ως τώρα στο γνωστό «καζάν ντιπί»! Λέτε κάποια στιγμή να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ισλανδίας, η οποία ύστερα από τόσα χρόνια αντιπαράθεσης με τη Νορβηγία για την εκμετάλλευση των πλούσιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Αρκτικής, συμφώνησε τελικά στη λύση της συνεκμετάλλευσης; Το ερώτημα αυτό έχει την αυτονόητη σημασία του αν αναλογισθούμε τη δεινή οικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Ισλανδία και την οποία κατάφερε να ξεπεράσει, έχοντας σήμερα ρυθμό ανάπτυξης 3%, αφού προηγουμένως αποπλήρωσε μεγάλο μέρος της δανειακής βοήθειας που είχε λάβει από το ΔΝΤ!
Αλλο βέβαια η Αρκτική και άλλο το Αιγαίο, θα σκεφθεί κανείς, δεν παύει όμως η ιδέα να είναι κοινή και για τις δύο περιοχές. Προς το παρόν πάντως Αθήνα και Αγκυρα παραμένουν στις θέσεις τους. Ο κ. Ερντογάν επιθυμεί διμερή διαπραγμάτευση, ενώ ο κ. Σαμαράς επιμένει στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, επαναλαμβάνοντας ότι αποτελεί κυρίαρχη απόφαση της Ελλάδας η κήρυξη της ΑΟΖ. Κάτι ανάλογο δηλαδή με ό,τι συμβαίνει και με τα 12 μίλια. Κυριαρχικό δικαίωμα μεν, δεν εφαρμόζεται δε. Ενώ το όλο πρόβλημα λαμβάνει τώρα μια νέα διάσταση μετά την αναφορά του έλληνα πρωθυπουργού στην ανάγκη υιοθέτησης ευρωπαϊκής ΑΟΖ, όταν η ανακήρυξή της αποτελεί καθαρά εθνική υπόθεση. Γεγονός που δεν αναιρεί την υποχρέωση για διμερείς διαπραγματεύσεις, όταν συμπίπτουν τα όρια των ΑΟΖ δύο γειτονικών χωρών. Ιδίως μάλιστα όταν οι περιοχές όπου εφαρμόζονται τα όρια αυτά δεν ξεπερνούν τα 200 μίλια, όπως συμβαίνει στο Αιγαίο. Και είναι τα δεδομένα αυτά που θα πρέπει να έχουν υπόψη τους όσοι συνεχίζουν άκριτα να κραυγάζουν για τη μονομερή εδώ και τώρα ανακήρυξη της ΑΟΖ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ