Φαίνεται πως οι Ελβετοί αισθάνονται όλο και πιο άβολα με τη «ρετσινιά» που κουβαλά η χώρα τους ως καταφύγιο πλουσίων αλλά και ως άντρο φορολογικής ανομίας. Το «ναι» στην απαγόρευση των καταχρηστικών αμοιβών που είπαν την περασμένη Κυριακή διά της συμμετοχής τους στο σχετικό δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ηχηρό.
Ηταν μία από τις ελάχιστες φορές που η ψήφος των Ελβετών ήταν ομόθυμη, καθώς στο σύνολο των 26 καντονιών η πλειοψηφία ήταν συντριπτικά υπέρ της κατάργησης ορισμένων από τα μπόνους που απολαμβάνουν τα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, καθώς και υπέρ της θεσμοθέτησης αυστηρότατων ποινών (φυλάκιση και χρηματικά πρόστιμα) για τους «ανυπάκουους» μάνατζερ.
Το κείμενο της «πρωτοβουλίας Μάιντερ» υπερψηφίστηκε από το 67,9% του εκλογικού σώματος και τώρα το Κοινοβούλιο της συνομοσπονδίας καλείται να «μεταφράσει» σε νόμο την επιθυμία των Ελβετών παρά τη σθεναρή αντίθεση τόσο της κυβέρνησης όσο και των περισσότερων κομμάτων. Η γαλλόφωνη ελβετική εφημερίδα «Le Temps» κάνει λόγο για «λαϊκό θρίαμβο» και «ιστορική επιτυχία της άμεσης δημοκρατίας».
Υπέρμαχοι και πολέμιοι
Πράγματι οι επίμονες προσπάθειες του πρωτεργάτη και υποκινητή του δημοψηφίσματος Τόμας Μάιντερ έμοιαζαν να πέφτουν στο κενό τα προηγούμενα χρόνια. Ο ιδιοκτήτης μιας μικρής εταιρείας προϊόντων προσωπικής φροντίδας πάσχιζε επί 10 χρόνια για τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος της περασμένης εβδομάδας. Διότι το Σύνταγμα της χώρας μπορεί να ευνοεί τη διενέργεια δημοψηφισμάτων για κάθε είδους θέμα, όμως η διοργάνωση μιας καμπάνιας αποτελεί «ακριβό σπορ». Εκτός από τη συλλογή των απαραίτητων (100.000) υπογραφών, ο εμπνευστής της ιδέας θα πρέπει να διαθέσει πολλές δεκάδες χιλιάδες γαλλικά φράγκα για να δει τελικά την πρωτοβουλία του να τίθεται στην κρίση των ψηφοφόρων.
Στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν ήταν τα χρήματα. Παρά το «φέσι» από την πτωχευθείσα Swissair το 2001, ο Μάιντερ είχε τα χρήματα για να υποστηρίξει την ιδέα του. Ωστόσο είχε απέναντί του και το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου που προσπάθησε να πείσει τους Ελβετούς να καταψηφίσουν τις προτάσεις Μάιντερ. Ο Σύνδεσμος των επιχειρηματιών EconomieSuisse ξόδεψε εκατομμύρια για την καμπάνια υπέρ του «όχι», η οποία στηριζόταν στο επιχείρημα ότι ο περιορισμός των μπόνους και η κατάργηση των υπέρογκων αποζημιώσεων που απολαμβάνουν οι μάνατζερ κατά την αποχώρηση ή συνταξιοδότησή τους (τα γνωστά «χρυσά αλεξίπτωτα» των golden boys) θα έβλαπταν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Τα αντεπιχειρήματα των υπερμάχων της πρωτοβουλίας ήταν τελικά πιο πειστικά, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος.
«Η ψήφος αυτή είναι η καλύτερη διαφήμιση για τη χώρα, διότι οι επενδυτές τοποθετούν τα χρήματά τους εκεί που ξέρουν ότι ο λόγος τους μετράει. Τώρα λοιπόν αυτό θα ισχύει πράγματι στην Ελβετία» σημείωνε αφοπλιστικά στα διεθνή πρακτορεία ο Μάιντερ λίγο πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Οι προτάσεις του Μάιντερ προβλέπουν ότι οι αμοιβές των διευθυντών και των μελών του διοικητικού συμβουλίου μιας εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας θα υπόκεινται στον έλεγχο και στην έγκριση των μετόχων. Επίσης τα πακέτα των υπέρογκων αποζημιώσεων που προβλέπονται συνήθως στα συμβόλαια των μάνατζερ θα θεωρούνται αυτομάτως παράνομα σε περίπτωση που η εταιρεία κηρύξει πτώχευση ή πωληθεί σε άλλο όμιλο. Σε περίπτωση «μη συμμόρφωσης» το στέλεχος της εταιρείας θα υποχρεώνεται να καταβάλλει στα ομοσπονδιακά ταμεία ποσό ίσο με τους μισθούς έξι ετών, ενώ θα προβλέπεται και ποινή φυλάκισης ως τρία χρόνια. Οι νέες ρυθμίσεις είναι τόσο αυστηρές που θα απαιτηθεί αλλαγή του Ποινικού Κώδικα προκειμένου να τεθούν σε ισχύ οι προτάσεις.
Ωστόσο το ζήτημα είναι αν «η σφαλιάρα των Ελβετών στην οικονομική ελίτ», όπως έγραφε η εφημερίδα «Le Temps», θα έχει ουσιαστικό αντίκρισμα και όχι μόνο συμβολικό χαρακτήρα.
Το πρακτορείο Reuters σημειώνει πως «τίποτε δεν προμηνύει ότι οι μέτοχοι των μεγάλων επιχειρήσεων θα αρχίσουν πλέον να ακυρώνουν τα πλάνα αποδοχών των διευθυντών τους». Ενδεικτικό είναι ότι την περασμένη χρονιά μόλις το 14% αυτών των προγραμμάτων συνάντησε την άρνηση των μετόχων. Βέβαια ακόμη περισσότερη αβεβαιότητα (ως προς την αποτελεσματικότητα τέτοιου είδους ρυθμίσεων) προσθέτει η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού και επιχειρηματικού κόσμου να εκμεταλλεύεται τα «παραθυράκια» και τις ασάφειες των νόμων. Αλλωστε, όπως σωστά παρατηρούν οικονομικοί αναλυτές, το πλαίσιο των προτάσεων του Μάιντερ δεν αφορά τις τακτικές αποδοχές αλλά τα πριμ και τις πρόσθετες παροχές ενός τραπεζίτη ή επιχειρηματία. «Αν μια επιχείρηση θέλει να δώσει 25 εκατ. ευρώ σε έναν διευθυντή, θα βρίσκει πάντοτε τρόπους να το κάνει και ας υπάρχουν τέτοιοι νόμοι» δηλώνει χαρακτηριστικά μιλώντας στο Reuters ο ελβετός επιχειρηματίας Ρολφ Σουαρόν.
«Χρυσό αλεξίπτωτο» 60 εκατ. ευρώ
Την μήνιν των Ελβετών είχε προκαλέσει τον περασμένο μήνα η ανακοίνωση της παραίτησης του Ντανιέλ Βαζέλα από τη θέση του προέδρου στον φαρμακευτικό κολοσσό Novartis. O απερχόμενος πρόεδρος και επί μία δεκαετία διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας είχε βρεθεί ήδη στο επίκεντρο σκληρής κριτικής για τις επιχειρηματικές επιλογές του. Ωστόσο η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής ήταν το μπόνους των 60 εκατ. ευρώ που θα έπαιρνε αποχωρώντας από την εταιρεία ο επί σειρά ετών καλύτερα αμειβόμενος μάνατζερ της χώρας. Οι αντιδράσεις πήραν διαστάσεις πολιτικού σκανδάλου στη χώρα αναγκάζοντας τον Βαζέλα να αρνηθεί την αμοιβή του κάνοντας λόγο για «λάθος πληροφόρηση». Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος προσπάθησε να πείσει τους συμπατριώτες τους για το πόσο λάθος θα ήταν να τεθούν όρια στις αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών.
Την μήνιν των Ελβετών είχε προκαλέσει τον περασμένο μήνα η ανακοίνωση της παραίτησης του Ντανιέλ Βαζέλα από τη θέση του προέδρου στον φαρμακευτικό κολοσσό Novartis. O απερχόμενος πρόεδρος και επί μία δεκαετία διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας είχε βρεθεί ήδη στο επίκεντρο σκληρής κριτικής για τις επιχειρηματικές επιλογές του. Ωστόσο η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής ήταν το μπόνους των 60 εκατ. ευρώ που θα έπαιρνε αποχωρώντας από την εταιρεία ο επί σειρά ετών καλύτερα αμειβόμενος μάνατζερ της χώρας. Οι αντιδράσεις πήραν διαστάσεις πολιτικού σκανδάλου στη χώρα αναγκάζοντας τον Βαζέλα να αρνηθεί την αμοιβή του κάνοντας λόγο για «λάθος πληροφόρηση». Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος προσπάθησε να πείσει τους συμπατριώτες τους για το πόσο λάθος θα ήταν να τεθούν όρια στις αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών.
Εληξε ο μήνας του μέλιτος των κροίσων
Οι Σοσιαλιστές εξετάζουν τώρα θέσπιση ανώτατου ορίου στις αμοιβές των διευθυντών
Τα καντόνια του Τσουγκ και της Βέρνης αποτελούν εδώ και χρόνια καταφύγια των «κατατρεγμένων» κροίσων της Ευρώπης -και όχι μόνο. Κι αυτό όχι τόσο για την αλπική ομορφιά του τοπίου όσο για το «ειδικό» φορολογικό καθεστώς που απολαμβάνουν όσοι επιλέγουν να εγκατασταθούν εκεί –ακόμη κι αν δεν ζουν στην Ελβετία ή επισκέπτονται σπάνια τα πολυτελή σαλέ τους. Η φορολόγηση φυσικών προσώπων βάσει της περιουσίας που αποκτούν εντός συνόρων και όχι των συνολικών εισοδημάτων που εισπράττουν από υπηρεσίες ή ακίνητα εκτός Ελβετίας αποτελεί ισχυρό θέλγητρο για ρώσους μεγιστάνες όπως ο Βίκτορ Βέξελμπεργκ, δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως η Τίνα Τάρνερ ή όπως ο άλλοτε κυρίαρχος της Formula 1 Μίκαελ Σουμάχερ. Οι σχέσεις όμως αγάπης ή έστω (ένοχης) ανοχής των Ελβετών προς τους πλούσιους που αναζητούν έναν επίγειο φορολογικό παράδεισο μοιάζουν να έχουν διαρραγεί. Δεν είναι μόνο η τελευταία πρωτοβουλία για τη χαλιναγώγηση των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών. Τα προηγούμενα χρόνια οι πολίτες της Ζυρίχης, της Βασιλείας και άλλων περιοχών της ελβετικής συνομοσπονδίας έχουν ανατρέψει το «φιλικό» καθεστώς φορολόγησης που ίσχυε για τους μη γηγενείς «οικονομικούς μετανάστες». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι της χώρας έχουν αρχίσει να τρέφουν αισθήματα μίσους για τους κροίσους που βαφτίζονται «Ελβετοί». Ρατσιστικές νοοτροπίες είναι πράγματι υπαρκτές στη χώρα, όμως όχι εναντίον βαθύπλουτων αλλοδαπών όσο κατά των μουσουλμάνων μεταναστών.
Οι Σοσιαλιστές εξετάζουν τώρα θέσπιση ανώτατου ορίου στις αμοιβές των διευθυντών
Τα καντόνια του Τσουγκ και της Βέρνης αποτελούν εδώ και χρόνια καταφύγια των «κατατρεγμένων» κροίσων της Ευρώπης -και όχι μόνο. Κι αυτό όχι τόσο για την αλπική ομορφιά του τοπίου όσο για το «ειδικό» φορολογικό καθεστώς που απολαμβάνουν όσοι επιλέγουν να εγκατασταθούν εκεί –ακόμη κι αν δεν ζουν στην Ελβετία ή επισκέπτονται σπάνια τα πολυτελή σαλέ τους. Η φορολόγηση φυσικών προσώπων βάσει της περιουσίας που αποκτούν εντός συνόρων και όχι των συνολικών εισοδημάτων που εισπράττουν από υπηρεσίες ή ακίνητα εκτός Ελβετίας αποτελεί ισχυρό θέλγητρο για ρώσους μεγιστάνες όπως ο Βίκτορ Βέξελμπεργκ, δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως η Τίνα Τάρνερ ή όπως ο άλλοτε κυρίαρχος της Formula 1 Μίκαελ Σουμάχερ. Οι σχέσεις όμως αγάπης ή έστω (ένοχης) ανοχής των Ελβετών προς τους πλούσιους που αναζητούν έναν επίγειο φορολογικό παράδεισο μοιάζουν να έχουν διαρραγεί. Δεν είναι μόνο η τελευταία πρωτοβουλία για τη χαλιναγώγηση των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών. Τα προηγούμενα χρόνια οι πολίτες της Ζυρίχης, της Βασιλείας και άλλων περιοχών της ελβετικής συνομοσπονδίας έχουν ανατρέψει το «φιλικό» καθεστώς φορολόγησης που ίσχυε για τους μη γηγενείς «οικονομικούς μετανάστες». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι της χώρας έχουν αρχίσει να τρέφουν αισθήματα μίσους για τους κροίσους που βαφτίζονται «Ελβετοί». Ρατσιστικές νοοτροπίες είναι πράγματι υπαρκτές στη χώρα, όμως όχι εναντίον βαθύπλουτων αλλοδαπών όσο κατά των μουσουλμάνων μεταναστών.
«Ο μήνας του μέλιτος των πλουσίων στην Ελβετία μπορεί να έχει λήξει προ πολλού, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει διαζύγιο» σημειώνουν σε άρθρο τους οι «Financial Times». Οι Σοσιαλιστές εξετάζουν τώρα θέσπιση ανώτατου ορίου στις αμοιβές των διευθυντών, οι οποίες δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 12πλάσιο της κατώτερης αμοιβής μέσα στην ίδια επιχείρηση. Το αν θα καταφέρουν να περάσουν έναν τέτοιο νόμο είναι προς το παρόν άγνωστο. Ομως είναι βέβαιο ότι η Ελβετία δεν πρόκειται να χάσει (στο κοντινό τουλάχιστον μέλλον) τη γοητεία της στα μάτια των επιχειρηματιών, των επενδυτών και των τραπεζιτών. Το φιλικό καθεστώς για την εγκατάσταση και λειτουργία μιας επιχείρησης, το χαμηλό επίπεδο φόρων, αλλά και η αδιατάρακτη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος συνιστούν ισχυρά θέλγητρα για τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Επιπλέον η Ελβετία δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πρώτη που υιοθετεί μια πιο «σκληρή» στάση στο ζήτημα των εταιρικών αμοιβών. Ανάλογη ρύθμιση είναι έτοιμη να υιοθετήσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία παρουσίασε τις προηγούμενες ημέρες κείμενο προκαταρκτικής συμφωνίας που μένει να υιοθετηθεί από τους εκπροσώπους των χωρών-μελών και τα εθνικά Κοινοβούλια. Ηδη η γαλλική κυβέρνηση έχει εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της ελβετικής πρωτοβουλίας την οποία ο πρωθυπουργός Ζαν Μαρκ Ερό χαρακτήρισε «πηγή έμπνευσης» και για το Παρίσι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ