Με αφορμή τη πρόσφατη δημοσιοποίηση της ισπανικής παγκόσμιας κατάταξης «Webometrics Ranking of World Universities» επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την σημασία των κατατάξεων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, καθώς και οι προβληματισμοί για τη θέση που καταλαμβάνουν τα Ελληνικά ΑΕΙ στις κατατάξεις αυτές. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά στο φαινομενικά παράδοξο, να έχουμε με βάση τη λίστα αυτή τα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα ή έστω αρκετά από αυτά στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης, ενώ σύμφωνα με άλλες διεθνείς κατατάξεις ελάχιστα Ελληνικά Ιδρύματα περιλαμβάνονται σε αυτές και μάλιστα καταλαμβάνοντας τις τελευταίες τους θέσεις. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στη μεθοδολογία και στα κριτήρια της κάθε κατάταξης, η άγνοια των οποίων είναι προφανές ότι οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και συχνά σε αντιδράσεις οι οποίες κυμαίνονται από την πλήρη απαξίωση των Ελληνικών Ιδρυμάτων έως και πανηγυρισμούς για τις διεθνείς τους διακρίσεις.
Η κατάταξη «Webometrics» στηρίζεται στην παρουσία των Πανεπιστημίων στο διαδίκτυο. Μετρά τον αριθμό των ιστοσελίδων κάθε Ιδρύματος οι οποίες εντοπίζονται από τη μηχανή αναζήτησης Google, τους συνδέσμους προς τις σελίδες αυτές καθώς και τα ηλεκτρονικά αρχεία στα οποία δίνεται πλήρης πρόσβαση μέσω των ιστοσελίδων αυτών. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι υψηλά στην κατάταξη εμφανίζονται Ιδρύματα, τα οποία έχουν εκτεταμένη παρουσία στο διαδίκτυο. Επομένως, ένα Ίδρυμα θα μπορούσε να κερδίζει θέσεις στη διεθνή κατάταξη διευρύνοντας την παρουσία και προβολή του στο διαδίκτυο, χωρίς την προϋπόθεση της βελτίωσης της ερευνητικής και γενικότερα της ακαδημαϊκής του επίδοσης. Αυτό εξάλλου συνιστάται και από τους υπευθύνους της εν λόγω κατάταξης προς όσα Πανεπιστήμια επιθυμούν τη βελτίωση της θέσης τους στη λίστα αυτή.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι δύο από τις περισσότερο γνωστές διεθνείς λίστες (η λίστα της Σαγκάης και η λίστα των Times) οδηγούν σε ασφαλή και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα συνιστούν δύο κατ’ αρχήν διεθνώς αποδεκτούς οδηγούς πληροφόρησης –επιβεβαίωσης της πρωτοκαθεδρίας των μεγάλων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων του αγγλο-σαξωνικού χώρου στο διεθνές πανεπιστημιακό περιβάλλον. Είναι ωστόσο γνωστό σε όσους στα σοβαρά ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά, ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εν λόγω κατατάξεων (όπως ο απόλυτος αριθμός βραβείων Nobel και άλλων διεθνών επιστημονικών βραβείων, όπως και δημοσιεύσεων στα περιοδικά Science και Nature κ.α. για τη λίστα της Σαγκάης και κυρίως κριτήρια φήμης και έρευνες γνώμης για τη λίστα των Times) ευνοούν κυρίως, μεγάλα (σε αριθμό διδασκόντων-ερευνητών) Ιδρύματα, με σημαντικές Σχολές στις βιοϊατρικές και τις θετικές επιστήμες και γλώσσα εργασίας την αγγλική. Αντίθετα μικρότερα Πανεπιστήμια, χωρίς ιατρικές Σχολές και Σχολές θετικών επιστημών, κατά κανόνα, απουσιάζουν από σχετικές λίστες.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τα Ελληνικά ΑΕΙ κανένα δεν περιλαμβάνεται στις διακόσιες πρώτες θέσεις και στις δύο λίστες (2011-2012). Στη λίστα της Σαγκάης μόνο τα δύο μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, το ΑΠΘ και το Καποδιστριακό εμφανίζονται στις θέσεις από 301-400 της κατάταξης, ενώ στη λίστα των Times το μόνο Ελληνικό ίδρυμα που περιλαμβάνεται στις πρώτες 400 θέσεις είναι το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Οι θέσεις αυτές στις διεθνείς κατατάξεις, πέραν του μεγέθους των αναφερθέντων ιδρυμάτων δεν είναι άσχετες και με το γεγονός ότι τα δύο τρίτα των Ελληνικών Πανεπιστημίων δεν έχουν Σχολές και Τμήματα στις βιοϊατρικές και τις θετικές επιστήμες. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι Ιδρύματα με σημαντική διεθνή αναγνώριση, όπως για παράδειγμα το ΕΜΠ και το ΟΠΑ δεν αναφέρονται σε καμία από τις λίστες αυτές.

Γι αυτούς τους λόγους οι συγκρίσεις μεταξύ Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων αν και χρήσιμες για την απόκτηση μιας γενικής εικόνας όσον αφορά τη θέση και την εξέλιξη των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή και σε κάθε περίπτωση έχοντας συνείδηση, ότι δεν αποτελούν ευρήματα σοβαρής επιστημονικής έρευνας. Πολύ δε περισσότερο ο άκριτος σχολιασμός τους οδηγεί συχνά σε λάθος συμπεράσματα, ειδικότερα μάλιστα όταν χρησιμοποιούνται αφοριστικά για την απαξίωση Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Ας μην λησμονείται ότι οι συγκρίσεις αυτές αφορούν, σε πολλές περιπτώσεις, ανόμοια και διαφορετικά όσον αφορά το μέγεθος, τη σύνθεση και τον προορισμό τους ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ως περισσότερο δόκιμη πρακτική τη σύγκριση ομοιογενών ακαδημαϊκών μονάδων, όπως για παράδειγμα τη σύγκριση μεταξύ Πανεπιστημιακών Τμημάτων συγγενών γνωστικών αντικειμένων. Σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε.


* Οι κ.κ. Κώστας Ζωντανός και Στέλιος Κατρανίδης είναι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας