Ζητώ προκαταβολικά συγνώμη για την εμμονή μου στην παρατήρηση των όσων συνεχίζουν να συμβαίνουν στον χώρο της Ασφάλισης. Ωστόσο, οι αποκαλύψεις που περιγράφονται στις παρουσιάσεις των Διοικήσεων των ασφαλιστικών φορέων, πιστεύω ότι παρέχουν το δικαίωμα της κριτικής και της δημοσιότητας.

Η αφορμή δόθηκε από τις συνεχιζόμενες άοκνες προσπάθειες διευκόλυνσης εξόδου «αβρόχοις ποσί» μερικών χιλιάδων ακόμη απασχολουμένων, κατά βάση στον στενό Δημόσιο Τομέα και τις Δ.Ε.Κ.Ο, τον τραπεζικό χώρο και άλλους επαρκέστατα προστατευμένους «θύλακες» της εργατοϋπαλληλικής τάξης. Εννοείται πως, για την συντριπτική μερίδα των «άλλων», ουδείς λόγος γίνεται, ως να μην υφίστανται.

Σε προηγούμενα σημειώματα, έχουν περιγραφεί τα θαυμαστά έργα πολιτικών, διοικήσεων όπου συμμετέχουν οι «φίλοι» των εργαζομένων και συνδικαλιστές. Για όλους αυτούς, σχεδόν μοναδικός λόγος ύπαρξης αποδεικνύεται η καταστροφική πολιτική σε βάρος της περιουσίας και της δυνατότητας επιβίωσης του Ασφαλιστικού συστήματος. Φυσικά, από την στιγμή κατά την οποία υπήρχαν οι διαβεβαιώσεις για την εσαεί κάλυψη των διαχειριστικών ανοιγμάτων από το Δημόσιο Ταμείο, άρα σε βάρος όσων συνεισφέρουν σε αυτό, ωφελουμένων ή μη, κανενός το αυτί δεν ίδρωσε (αν και θα έπρεπε να είχε ξεριζωθεί).

Και ερχόμαστε λοιπόν στον χαρακτηρισμό του τίτλου του παρόντος:

Σε όσα Ταμεία, ιδίως επικουρικής ασφάλισης, υπάρχουν υψηλότερες του συνήθους καταβολές βοηθημάτων, σε ποσοστό του τελευταίου μισθού, ένας από τους λόγους δεν είναι τόσο το υψηλότερο ποσοστό έναντι του συνήθους 3-4% όσο η είσπραξη «γκανιότας» υπολογιζομένης επί των τακτικών ή άλλων εσόδων του ίδιου ή άλλων φορέων.

Το ερώτημα που τίθεται αφορά στην ηθική αποκατάσταση των «λεσχιαρχών», «τσιλιαδόρων» και άλλων ασχολουμένων με τον χώρο των τυχερών παιχνιδιών, από την στιγμή που «συνάδελφοί» τους είναι επώνυμα μέλη της δημόσιας ζωής.