Κάθε ηθοποιός έχει τη στιγμή του. Μία από αυτές τις στιγμές του που τον καθορίζουν και τον διαμορφώνουν. Η Πατρίσια Ρούνεϊ Μάρα ήθελε να ερμηνεύει ρόλους από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Στο Μπέντφορντ της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε με μια μητέρα που αγαπούσε τις τέχνες. Κάθε λίγο και λιγάκι πήγαιναν μαζί στο θέατρο ή σε κινηματογραφικές αίθουσες – κυρίως εκείνες που πρόβαλλαν παλιές ταινίες. Της ζητώ να μου περιγράψει μια σκηνή που χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη της. Η Μάρα μνημονεύει μια υπέροχη ταινία, το «Χάρτινο φεγγάρι» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, μια ιστορία δρόμου με κεντρικούς ήρωες έναν άνεργο πατέρα και την ανήλικη κόρη του. Τους υποδύονται η Τέιτουμ Ο’Νιλ και ο πραγματικός πατέρας της, ο Ράιαν Ο’Νιλ.
Σύντομα άρχισε να ασχολείται με το ερασιτεχνικό θέατρο. «Ηξερα, όμως, ότι δεν ήθελα να γίνω αυτό που λέμε παιδί-ηθοποιός. Ηξερα ότι έπρεπε πρώτα να τελειώσω το σχολείο και ότι για να αρχίσω να παίζω θα έπρεπε προηγουμένως να αποκτήσω τις φυσιολογικές εμπειρίες ζωής που νομίζω ότι τελικά βοηθούν πολύ σε αυτό το επάγγελμα». Η ιδέα της επαγγελματικής ηθοποιίας άρχισε να την απασχολεί περίπου στα 19 με 20, οπότε άρχισε δειλά δειλά τις εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «Νόμος και τάξη».
«Τελείωσα το σχολείο σχετικά νωρίς και σχεδόν αμέσως αποφάσισα να ανακαλύψω τον κόσμο κάνοντας ταξίδια» είπε χωρίς κανέναν ενθουσιασμό. Γράφτηκε στο «περιοδεύον» σχολείο (Traveling School) και άρχισε αμέσως να ταξιδεύει. Η Λατινική Αμερική την ενθουσίασε. Βολιβία, Εκουαδόρ, Περού. «Ανακαλύπτοντας τον αρχαίο πολιτισμό των Ινκας στο Μάτσου Πίτσου στο Περού, και συγχρόνως διαβάζοντας βιβλία σχετικά με αυτόν, ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις…».
Να μάθει τι; Η Μάρα κομπιάζει. «Να μάθω τι; Δεν έχω μια καλή ατάκα για αυτή την ερώτηση. Δεν μπορώ να το εκφράσω. Ξέρω ’γώ; Να μάθω… για τη ζωή. Το να φεύγει κανείς από εκεί όπου μεγάλωσε και να ανακαλύπτει τον κόσμο είναι σπουδαίο πράγμα. Αλλάζει τη ζωή σου για πάντα. Ο,τι είμαι το οφείλω στα ταξίδια και στις εμπειρίες μου από αυτά».
Το «Κορίτσι με το τατουάζ» εκτόξευσε στα ύψη τη φήμη της Ρούνεϊ Μάρα, επομένως είναι φυσικό να αναρωτιέται κανείς για τη συνέχεια, δηλαδή για τη μεταφορά του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας «Millennium» του Στιγκ Λάρσον. Τη ρώτησα τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας, με τίτλο «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά», θα γυριστεί; Και, αν ναι, πότε;
«Τις ίδιες ακριβώς ερωτήσεις κάνω και εγώ» απάντησε χωρίς ίχνος χαμόγελου η Ρούνεϊ Μάρα. «Οχι ότι δεν νιώθω έτοιμη, μπορώ ανά πάσα στιγμή να το κάνω. Απλώς δεν ξέρω τίποτε για το πότε ή το αν θα γυριστεί. Ούτως ή άλλως, όμως, θα προτιμούσα να περάσει λίγος καιρός. Κανείς δεν βιάζεται».
Ενα κορίτσι που είναι και αγόρι
«Η Ρούνεϊ είναι ένα πολύ όμορφο κορίτσι, αλλά είναι επίσης και… αγόρι. Μπορεί να θυμίζει ταυτοχρόνως την Οντρεϊ Χέπμπορν και τον Σιντ Βίσιους». Τάδε έφη Ντέιβιντ Φίντσερ όταν, πέρυσι τον Ιανουάριο, εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να δώσει στη Ρούνεϊ Μάρα τον ρόλο της Λίζμπεθ Σαλάντερ, γνωστής και ως «Το κορίτσι με το τατουάζ» στην αμερικανική κινηματογραφική εκδοχή του μυθιστορήματος του Στιγκ Λάρσον.
Οντως, έναν τέτοιο συνδυασμό βγάζει η Ρούνεϊ Μάρα στην ταινία και αυτό από μόνο του αποδεικνύει ότι η δεσποινίς έχει – τουλάχιστον – ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο. Ο Φίντσερ είχε συνεργαστεί μαζί της και στο παρελθόν, ωστόσο ο ρόλος της Μάρα στο «Social Network», παρ’ ότι χαρακτηριστικός, ήταν πολύ σύντομος (είναι η κοπέλα που στην αρχή της ταινίας «αδειάζει» τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ, τον οποίο υποδύεται ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ).
Στο «Κορίτσι με το τατουάζ», τα πράγματα ήταν πολύ πιο φιλόδοξα. Η Μάρα δεν είχε ρόλο συμπληρωματικό, επρόκειτο να υποδυθεί την ηρωίδα που, κατά μία έννοια, ήταν η ίδια η… ταινία. Από τα πρώτα κιόλας δοκιμαστικά της για το «Κορίτσι με το τατουάζ», ο ευφυής σκηνοθέτης του «Se7en» και του «Zodiac» ήξερε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί στη Ρούνεϊ Μάρα τον ρόλο της παγωμένης, ψυχικά κλονισμένης, μα και αποφασιστικής ερευνήτριας Λίζμπεθ Σαλάντερ, αφήνοντάς τη να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Ο Φίντσερ της ζήτησε να μπει στα πιο ζοφερά, δυσάρεστα και ενοχλητικά σοκάκια της ψυχής μιας γυναίκας με πολύ σκοτεινό, μυστηριώδες παρελθόν. «Μπες σε αυτήν και βρες τον πόνο της, μπες και προκάλεσέ της πόνο» της είχε πει ο Φίντσερ. «Κάν’ το απελπιστικό, μην το εκλογικεύεις, μη χρησιμοποιήσεις πονηρές τεχνικές ηθοποιών ή άλλα φυσικά εργαλεία για να έρθεις σε επαφή με το κοινό. Μην αντικρίζεις τίποτε κατάματα. Απλώς κάν’ το».
Και η Μάρα το έκανε. Γιατί μπορούσε. Eτσι κέρδισε τις εντυπώσεις, την αναγνώριση και τη φήμη, μαζί με μια θέση ανάμεσα στις πολλά υποσχόμενες νέες ηθοποιούς της γενιάς της (γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1985). Αυτό που επίσης κέρδισε ήταν μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ α΄ γυναικείου ρόλου. Απ’ το πουθενά! Η Ρούνεϊ Μάρα έγινε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά και με έναν πολύ δύσκολο ρόλο, κινηματογραφική σταρ.
Το κορίτσι με τις «Παρενέργειες»
Μια σταρ όμως, που, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προτιμά να μην εκτίθεται και να μην εμφανίζεται όπου να ’ναι. Αντιθέτως, η πρώτη ταινία στην οποία τη βλέπουμε σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά το «Κορίτσι με το τατουάζ» κάνει πρεμιέρα σε λίγες ημέρες και είναι οι «Παρενέργειες» («Side Εffects») του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ένα ασυνήθιστο θρίλερ, στην καρδιά του οποίου βρίσκεται ένα ευρηματικό παιχνίδι «γάτας – ποντικού» που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε μια ψυχικώς διαταραγμένη κοπέλα (Μάρα) και στον ψυχίατρο που έχει αναλάβει την περίπτωσή της, τον οποίο υποδύεται ο Τζουντ Λο.
«Ολα έγιναν τόσο γρήγορα με αυτή την ταινία» μου είπε η Ρούνεϊ Μάρα στο ξενοδοχείο Adlon Kempinski, στη λεωφόρο Ούντερ ντεν Λίντεν του Βερολίνου, όπου τη συνάντησα τον Φεβρουάριο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης, 63ης Κινηματογραφικής Μπερλινάλε, όπου οι «Παρενέργειες» συμμετείχαν εντός συναγωνισμού. «Αν θυμάμαι καλά, διάβασα το σενάριο ακριβώς την ημέρα της ανακοίνωσης των υποψηφιοτήτων για Οσκαρ, όταν έμαθα ότι ήμουν και εγώ υποψήφια, για το «Κορίτσι με το τατουάζ». Ημουν υποχρεωμένη να απαντήσω μέσα σε λιγότερο από 12 ώρες. Με τι μυαλό να σκεφτώ; Οταν, όμως, σε αναζητεί ένας σκηνοθέτης όπως ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, δεν έχεις το περιθώριο να καθυστερήσεις, όσο δύσκολη και αν πρόκειται να είναι η απόφαση – γιατί, όντως, η ηρωίδα μου σε αυτή την ταινία είναι αρκετά περίπλοκη. Εκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Διάβασα το σενάριο και την αμέσως επόμενη μέρα συνάντησα τον Σόντερμπεργκ, οπότε όλα πήραν τον δρόμο τους…».
Παρατηρώ τη Μάρα με προσοχή. Από κοντά είναι πραγματικά αγνώριστη, τόσο σε σχέση με την εμφάνισή της στις «Παρενέργειες» όσο και με εκείνη στο «Κορίτσι με το τατουάζ». Η επιτυχημένη παρατήρηση του Φίντσερ περνά ξανά από το μυαλό μου. Χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια, η Μάρα μπορεί να μεταμορφώνεται, χάρη σε ένα πρόσωπο γεμάτο γωνίες (πιγούνι, μύτη, αφτιά, ζυγωματικά), όχι τόσο όμορφο, αλλά πολύ εκφραστικό. Τα σκούρα μαλλιά της, τραβηγμένα προς τα πίσω, πιασμένα κότσο, δίνουν την εντύπωση ότι το κρανίο της είναι γυμνό, με μια μαύρη επίστρωση. Το στόμα της, μια λεπτή κόκκινη γραμμή που σπανίως, αν όχι καθόλου, «σπάζει» σε χαμόγελο.
Η Μάρα είπε ότι βασικό ρόλο στην απόφασή της να συμμετέχει στις «Παρενέργειες» – πέρα από το σενάριο, το οποίο αποκάλεσε «ευφυές» – έπαιξε «η μοναδική, τελευταία ευκαιρία μου να συνεργαστώ με έναν σκηνοθέτη του μεγέθους του Στίβεν Σόντερμπεργκ». Ως γνωστόν, ο Σόντερμπεργκ έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο και ότι οι «Παρενέργειες» είναι η τελευταία ταινία του (στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας στο Βερολίνο ο αμερικανός σκηνοθέτης αναφέρθηκε ελάχιστα επί του θέματος και, όπως ακούστηκε αργότερα, η απόφασή του να εγκαταλείψει την κινηματογραφική σκηνοθεσία ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν έδωσε προσωπικές συνεντεύξεις, σε αντίθεση με τους ηθοποιούς του). «Η δουλειά που είχε κάνει με τον σεναριογράφο Σκοτ Μπερνς στο “Contagion” και στο “Informant!” με είχε συνεπάρει και ήθελα να βρεθώ στο ίδιο ταξίδι μαζί τους. Οπως επίσης ήθελα να δουλέψω με τον Τζουντ (Λο), την Κάθριν (Ζέτα Τζόουνς) και τον Τσάνινγκ (Τέιτουμ)».
Στις «Παρενέργειες» η Μάρα υποδύεται μια γυναίκα με κλονισμένο ψυχικό κόσμο, ο οποίος την οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουμε, διότι το έξυπνο σενάριο του Μπερνς, που γράφτηκε με τη συμβολή του ψυχιάτρου Σάσα Μπαρντέ (οι δυο τους είναι και συμπαραγωγοί), κρύβει πολλές εκπλήξεις και ανατροπές, με στόχο να πιάσουν τον θεατή «στον ύπνο». Στην ουσία πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ όπου οι διάλογοι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το έγκλημα και που, όσο παράτολμο και αν ακουστεί, κρύβει κάπου μέσα του τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» του Αλφρεντ Χίτσκοκ.
Ρώτησα τη Μάρα για την προετοιμασία της, κυρίως επειδή δούλεψε έναν ρόλο πραγματικά παράξενο, από αυτούς που σε δυσκολεύουν να καταλάβεις τον ψυχισμό των ηρώων. «Βαριέμαι να μιλώ για αυτά τα πράγματα, γιατί, ούτως ή άλλως, από μόνα τους είναι βαρετά» απαντά η Μάρα. «Το ενδιαφέρον νομίζω ότι βρισκόταν στο ίδιο το σενάριο, το οποίο ο Σκοτ επεξεργαζόταν για περίπου μία δεκαετία». Η Μάρα αναφέρθηκε στα πολλά βοηθήματα που της έστειλε ο Μπερνς, κυρίως υλικό για να διαβάσει («σημειώματα, αποσπάσματα βιβλίων, ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο, βίντεο»), γεγονός που τη διευκόλυνε πολύ στην προσέγγιση της ηρωίδας της.
«Ωραία, λοιπόν, ας πάμε σε κάτι πιο προσωπικό» τη ρωτάω. «Στις “Παρενέργειες” υποδυθήκατε μια ηρωίδα σε μια ιστορία που έχει κεντρικό θέμα τις πιεστικές καταστάσεις και ανθρώπους στα όρια της κατάθλιψης. Πώς διαχειρίζεστε εσείς τη ζωή σας; Είναι εύκολη η καθημερινότητα μιας νέας κοπέλας μέσα στην πίεση της τελειότητας, στους παπαράτσι, στα κουτσομπολιά; Υποφέρατε ποτέ λόγω του ότι η ζωή σας δεν είναι πλέον και τόσο απλή;».
«Μα νιώθω ότι η ζωή μου είναι πάρα πολύ απλή…» ψελλίζει η Μάρα.
«Δηλαδή αν σας ζητούσα να βγούμε έξω τώρα, θα ερχόσασταν;».
«Ναι, γιατί όχι;» απαντά αμέσως η Μάρα. Και συνεχίζει με ύφος ελαφρώς κουρασμένο: «Πέραν των επαγγελματικών υποχρεώσεων που έχω απέναντι στους εκάστοτε συνεργάτες μου, οι οποίες πράγματι μπορούν να μου ασκήσουν πίεση, ποτέ δεν ένιωσα να με καταπιέζει κάτι. Δεν νομίζω ότι με ενδιέφερε ποτέ να αποδείξω κάτι στον κόσμο. Νιώθω ότι είναι κάτι πιο προσωπικό, έχει δηλαδή να κάνει με την ιδιοσυγκρασία μου, δεν είναι αυτό που λέμε “πίεση από την κοινωνία”».
* Η ταινία «Παρενέργειες» θα προβάλλεται από την Πέμπτη 7 Μαρτίου σε διανομή Seven Films.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino την Κυριακή 3 Μαρτίου 2013