Ο συνειρμός ήταν λογικός. ηταν η εποχή που ο Μπερλουσκόνι ήταν ακόμη ένας ισχυρός πρωθυπουργός. Η εποχή που είχε διορίσει οκτώ από τα πρώην showgirls των καναλιών του, τον γιατρό και τον δικηγόρο του στην ιταλική Βουλή. Αν είχε όρεξη, θα μπορούσε να εκλέξει και το πεκινουά του. Η εποχή που οι ιταλικές εφημερίδες θυμούνταν πως ο Καλιγούλας, στο απόγειο της παραφροσύνης του, είχε διορίσει το άλογό του στη Σύγκλητο. Η εποχή της ασυδοσίας. Η καλύτερη εποχή του.

Πριν από την πτώση του, κάπου στις αρχές του 2011, κάποιος είχε κάνει τον εύστοχο συνειρμό: «Σκεφτείτε ότι οι χώρες είναι ερωμένες. Ας υποθέσουμε πως η Ιταλία ήταν η ερωμένη του Μπερλουσκόνι. Θα την είχε μαγέψει, θα την είχε δελεάσει, θα την είχε εκμαυλίσει, θα της είχε υποσχεθεί τον κόσμο όλο. Αλλά, κάποια στιγμή, η γυναίκα θα ξυπνούσε και θα έβρισκε τα σεντόνια της άδεια. Μπορεί να υπήρχε μόνο ένα σημείωμα ή ένα τριαντάφυλλο στα αρωματισμένα με πατσουλί σεντόνια. Θα ήταν, όμως, άδεια. Καθώς θα πήγαινε προς το ψυγείο για να δει αν υπάρχει κάτι βρώσιμο για πρωινό, θα αναρωτιόταν τι ακριβώς της έκαναν το προηγούμενο βράδυ: γλυκό έρωτα ή άγριο, βρώμικο σεξ;».

Οι χώρες δεν είναι ακριβώς ερωμένες. Μπορούν, όμως, να συμπεριφερθούν με βάση το ερωτικό δίκαιο. Στην περίπτωση της Ιταλίας, για παράδειγμα, τα χρόνια πέρασαν, άλλοι εραστές ήρθαν στη ζωή της. Κάποιοι της έλεγαν τόσο χοντροκομμένα ψέματα, που τους απέρριπτε κατευθείαν. Κάποιοι άλλοι της επιβάλλονταν με προξενιά – προξενιά σκληρά, με την υπόσχεση παραχωρήσεων και καμίας ευτυχίας, προξενιά καταδικασμένα στη φτώχεια, στη διεκπεραίωση και στην αποτυχία. Υπήρχαν και ορισμένοι με κρύα, χοντροκομμένα αστεία που εξελίσσονταν σε κάτι παραπάνω από ένα φλερτ. Κάποιοι άλλοι ήταν τόσο άκαμπτοι, τόσο αυστηροί, τόσο τεχνοκράτες, που έχαναν προτού παίξουν. Και έπειτα από πολλές απογοητεύσεις, χασμουρητά, αμηχανίες και κακές νύχτες, η ερωμένη επέστρεψε στον παλιό, καλό ψεύτη της. Μπορεί να ξέρει πως είναι αναξιόπιστος, φαλλοκράτης, πως φορά τακούνι και βάφει το μαλλί, πως είναι μια καρικατούρα, αλλά υπερίσχυσε η ανάμνηση πως, όσο καθίκι και να ήταν, τελικά περνούσε καλά μαζί του.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι επέστρεψε στα πράγματα. Δεν ατιμώθηκε, όπως υπαγόρευε η λογική, δεν εξοβελίστηκε στη χώρα της γραφικότητας, εκεί όπου θα έπρεπε να ζει, δεν απέμεινε μόνος αυτός και τα εκατομμύριά του, δίχως αυτό που κάνει όλους τους απολιτίκ πλούσιους να νιώθουν άβολα: δίχως πραγματική πολιτική δύναμη.

Ξεκίνησαν οι βαρυσήμαντες αναλύσεις για το πόσο ξεροκέφαλοι είναι οι Ιταλοί, για το πόσο δεν άκουσαν τις παραινέσεις των αγορών, για το πόσο δεν σεβάστηκαν τον Μάριο Μόντι που λίγους μήνες νωρίτερα είχε πει το ανεκδιήγητο: «Δεν θα κατέβω στις εκλογές, αλλά μπορώ να γίνω πρωθυπουργός με τους όρους μου».

Ερώτηση: τι είναι πιο προσβλητικό, να έχεις έναν σοβαρό τεχνοκράτη να σου ξεκαθαρίζει πως δεν ασχολείται με το αν θα εκλεγεί ή όχι, να περιφρονεί κάθε έννοια (ή υπόνοια) δημοκρατίας, αλλά να θέλει να διοικήσει «με τους όρους του», ή έναν τύπο που μπορεί να είναι διεφθαρμένος, σεξιστής, κονφερασιέ και ύποπτος για κάθε αδίκημα και θανάσιμο αμάρτημα, συμπεριλαμβανομένης της ματαιοδοξίας, αλλά σου χαϊδεύει τα αφτιά και σου υπόσχεται καντάδες; Η τρίτη οικονομία της ευρωζώνης, η Ιταλία, απάντησε.

Το Βερολίνο και η «σοβαρή» πλευρά της Ευρώπης, αυτή που επιβάλλει τη λιτότητα σαν τιμωρία, αυτή που συζητεί για θυσίες, απολύσεις και εξορθολογισμό απολαμβάνοντας κατά βάση κρατικά προνόμια, θεωρούσε πως όλοι θα αντιμετώπιζαν την κρίση τόσο στωικά όσο ένας εξασφαλισμένος άνθρωπος που δεν τη ζει στο πετσί του. Νόμιζαν πως οι αστήρικτες αηδίες του Μπέπε Γκρίλο, ενός φωνακλά κωμικού, ένα κράμα Αδώνιδος Γεωργιάδη, Χάρρυ Κλυνν, Λάκη Λαζόπουλου και περιφερόμενου μπλόγκερ, ειδικού στο να λέει ακριβώς αυτά που θέλουν να ακούσουν οι μάζες, θα έχαναν από τη λογιστική λογική. Πως ο Μπερλουσκόνι ήταν τόσο αστείος όσο είναι τα μαλλιά του. Και φυσικά διαψεύστηκαν, γιατί δεν σκέφτηκαν το προφανές (κρίμα τα πτυχία τους): ότι οι λαοί μερικές φορές συμπεριφέρονται σαν πληγωμένοι εραστές – δεν λειτουργούν λογικά, έχουν το θυμικό, την ανάμνηση και το ωραίο ψέμα ως οδηγό. Και ακόμη και αν ξέρουν πως θα μετανιώσουν για κάποια παρορμητική κίνηση που κάνουν, θα την κάνουν μέχρι τέλους. Γιατί η αυτοκαταστροφή, όταν έρχεται σαν εκδίκηση, μοιάζει λιγότερο παράλογη.

Οπως έχει πει κάποιος, όλα έχουν να κάνουν με το σεξ στη ζωή. Ολα εκτός από το σεξ. Το σεξ έχει να κάνει με τη δύναμη. Και αυτό είναι κάτι που ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ένας όχι και τόσο αστείος σαλτιμπάγκος, ένας τύπος που έχει μάθει το παιχνίδι της εξουσίας και της αγορασμένης σαγήνης, το ξέρει καλά. Οι τεχνοκράτες της Ιταλίας, της Γερμανίας, και εσχάτως και της Ελλάδας, όχι.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino την Κυριακή 3 Μαρτίου 2013