Η Ιταλία μοιάζει μετά τις πρόσφατες εκλογές με ακυβέρνητη πολιτεία. Προμηνύει αυτό αναταράξεις σε όλη την ευρωζώνη;
«Δεν είμαι απολύτως σίγουρος. Αν πάντως επιβιώσουμε την πρώτη εβδομάδα μετά τις εκλογές, τότε δεν θα έχουμε μάλλον κλιμάκωση της κρίσης. Και αυτό επειδή οι αγορές δεν εμπιστεύονται γενικά τα κράτη. Αυτό αποτυπωνόταν τα δυο τελευταία χρόνια στη μεγάλη άνοδο των επιτοκίων. Στην Ιταλία όμως η άνοδός τους τις τελευταίες ημέρες ήταν μικρή. Γι’ αυτό και ευελπιστώ ότι δεν θα μεγαλώσουν περισσότερο τις επόμενες εβδομάδες».
Αυτό δεν εμπόδισε όμως τον οίκο αξιολόγησης Moody’s να απειλήσει τη χώρα με υποβάθμιση. Τι ρόλο παίζουν τέτοιοι οίκοι στη δίνη των πολιτικών εξελίξεων;
«Μικρό. Οι απειλές της Moody’s δεν πρόκειται να επηρεάσουν τις αγορές. Τέτοιοι οίκοι έχουν λόγο μόνο σε περίπτωση οικονομικών κρίσεων, όχι πολιτικών. Στη δεύτερη περίπτωση τρέχουν πίσω από τις αγορές, δεν τις καθοδηγούν».
Τι ρόλο παίζει ειδικά ο Μάριο Ντράγκι;
«Η ανακοίνωση του Ντράγκι τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα σταθεροποιήσει με κάθε μέσο το ευρώ (σ.σ.: μέσω της απεριόριστης αγοράς ομολόγων από τις υπερχρεωμένες χώρες) συνέβαλε στη συνεχή εκτόνωση της κρίσης. Οι αγορές τον πίστεψαν. Το ίδιο κάνουν τώρα και στην περίπτωση της Ιταλίας».
Κλόνισε το εκλογικό αποτέλεσμα την πολιτική της λιτότητας που υπαγορεύεται από το Βερολίνο;
«Σε έναν βαθμό ναι. Από την άλλη όμως το «όχι» των ψηφοφόρων, ιδίως εκείνων που ψήφισαν Γκρίλο, δεν στρεφόταν τόσο κατά της λιτότητας όσο κατά της πολιτικής γενικά. Ηταν μια σκέτη ψήφος διαμαρτυρίας, χωρίς εναλλακτική πρόταση».
Τι φοβάται περισσότερο το Βερολίνο από τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών: την επιστροφή της συζήτησης στα ευρωομόλογα ή τη χαλάρωση της λιτότητας;
«Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει μεγάλο πρόβλημα με τα ευρωομόλογα, δεδομένου ότι η αμοιβαιοποίηση των χρεών αυξάνει από μήνα σε μήνα. Αυτό που φοβάται είναι η χαλάρωση της λιτότητας, και ειδικότερα των αυστηρών όρων για την παροχή βοήθειας στις υπερχρεωμένες χώρες μέσω των ταμείων στήριξης. Και αυτό επειδή οι όροι αυτοί είναι η μοναδική δικαιολογία της για τη «γενναιοδωρία» της έναντι των γερμανών ψηφοφόρων. Μόνο τέτοιοι όροι, τονίζει, μπορούν να αναγκάσουν τις υπερχρεωμένες χώρες να προβούν στις αναγκαίες για αυτές μεταρρυθμίσεις. Αν χαλαρώσουν, θα χάσει και η ίδια την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων».
Θα ήταν αμαρτία αν οι υπερχρεωμένες χώρες ζητούσαν λιγότερη λιτότητα και περισσότερη ανάπτυξη;
«Δεν θα το έλεγα. Ομως η πολιτική της λιτότητας πρέπει να συνεχιστεί. Και αυτό συμπεριλαμβάνει την αποκρατικοποίηση των επιχειρήσεων που παράγουν ελλείμματα. Οσο ταχύτερο γίνει αυτό τόσο το καλύτερο. Εξίσου αναγκαίο είναι βέβαια η πώληση κρατικής περιουσίας να μη γίνει σε τιμές ντάμπινγκ. Κάθε πώληση όμως που υπόσχεται κέρδος πρέπει να γίνει χωρίς περιττή καθυστέρηση».
Πώς θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα το κλίμα αλλαγής που δημιούργησαν οι ιταλικές εκλογές;
«Με το να ζητήσει τη συμμετοχή των Ευρωπαίων στην αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών των προγραμμάτων λιτότητας. Ενα τέτοιο μέτρο θα ήταν η καθιέρωση μιας ευρωπαϊκής ασφάλισης ανέργων που θα χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ένα άλλο προγράμματα για τη μείωση της ανεργίας στη νεολαία».
Θα τα βγάλει πέρα η Ελλάδα χωρίς νέο «κούρεμα» του χρέους της;
«Πιθανότατα όχι. Τα 300 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ που χρωστάει ακόμα δεν αποπληρώνονται με τίποτα. Η έννοια «κούρεμα» έχει πάψει όμως να αποτελεί φόβητρο, πρώτον επειδή οι θιγόμενοι έχουν διαπιστώσει ενδιάμεσα τα πλεονεκτήματά του και δεύτερον επειδή δεν θα προκαλούσε ντόμινο χρεοκοπιών, δεδομένου ότι τα περισσότερα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται τώρα σε φορείς του Δημοσίου. Η άφεση χρεών θα έρθει λοιπόν –το αν αυτό γίνει σε ένα ή σε πέντε χρόνια είναι μάλλον δευτερεύον θέμα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ