Παλαιά κόμματα υφίστανται συντριπτικές ήττες, μικρά κόμματα γίνονται ξαφνικά μεγάλα, νέα κόμματα εμφανίζονται από το πουθενά, νέοι ηγέτες με ετερόκλητες ιδεολογίες ανταγωνίζονται τους παλαιούς. Οι ψηφοφόροι φαίνεται να έχουν τρελαθεί. Η τρελή κούρσα του κινήματος των «Πέντε αστέρων» του Μπέπε Γκρίλο ήρθε να υπενθυμίσει ότι η αστάθεια της εκλογικής συμπεριφοράς τείνει να γίνει η νέα σταθερά στις χώρες της Ευρώπης που έχουν πληγεί από τις πολιτικές λιτότητας. Εάν οι περιοριστικές πολιτικές και το πλέγμα ιδεών που τις στηρίζει και νοηματοδοτεί, ο νεοφιλελευθερισμός, βρίσκονται στο επίκεντρο των πρόσφατων εκλογικών σεισμών, η εκλογική ρευστότητα είναι φαινόμενο που προηγείται της κρίσης χρέους. Και εμφανίστηκε πρώτα στον Βορρά, πριν εισδύσει με μεγάλη δύναμη στον Νότο.
Η παρατήρηση της μακράς διάρκειας καθιστά τα συμπεράσματα πιο αξιόπιστα.
1. Την επαύριο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου οι βασικές κομματικές οικογένειες (Συντηρητικοί, Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές) άθροιζαν περίπου 94% της ψήφου στις χώρες της Δ. Ευρώπης. Σήμερα, με δυσκολία συγκεντρώνουν το 80%. Ηττα των παραδοσιακών κομμάτων; Ναι, αλλά όχι όλων, όχι στον ίδιο βαθμό. Οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι Χριστιανοδημοκράτες (από 22,5% την περίοδο 1951-55 σε μόλις 12% την περίοδο 2006-10) και οι Σοσιαλδημοκράτες, οι δύο οικογένειες που βρίσκονται στην αφετηρία (ιδιαίτερα οι πρώτοι) της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο μεγάλος νικητής είναι η συντηρητική οικογένεια, η οποία αύξησε τη συνολική επιρροή της κατά περίπου 7 μονάδες (30,5% την πενταετία 2006-2010 έναντι 23,5% την πενταετία 1951-55). Ο δεύτερος μικρός –«έμμεσος» –νικητής είναι η ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία κατάφερε να «κρατήσει» την παλαιά επιρροή της (γύρω στο 10%), γεγονός αξιοσημείωτο μετά το τεράστιο ηθικό πλήγμα της παταγώδους κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού (στοιχεία του A. Krouwel, 2012). Η διαδεδομένη ιδέα ότι τα mainstream και παραδοσιακά κόμματα καταγράφουν απώλειες «προς όφελος του λαϊκισμού» δεν ισχύει ούτε για όλα τα mainstream κόμματα ούτε για όλα τα παραδοσιακά.
2. Ειδικότερα, η μεγάλη παράταξη της σοσιαλδημοκρατίας έχει πάψει προ πολλού να είναι τόσο μεγάλη. Η αποδόμηση της ισχύος της αποκτά χαρακτηριστικά βαριάς τάσης και κάθε δεκαετία λειτουργεί σαν ένα επιπλέον σκαλοπάτι σε μια πτωτική δυναμική που, προς το παρόν, δεν έχει ούτε έλεος ούτε τέλος. Είναι ενδεικτικό ότι από 33,2% στη δεκαετία του 1960 υποχωρεί στο 26,6% στη δεκαετία του 2000 (στον υπολογισμό περιλαμβάνω 13 χώρες, όχι όμως τις Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία). Η δε περίοδος της κρίσης έχει επιτείνει την πτωτική δυναμική. Στις 9 χώρες που είχαμε εκλογές στην περίοδο 2010-2012 (δεν μετράμε τις χώρες του Νότου) έλαβε μόλις 24% (έναντι 25,3% για τις ίδιες χώρες στην περίοδο 2000-9). Αν δε, συμπεριλάβουμε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία, τότε από 29,1% (μέσος όρος 12 χωρών στην περίοδο 2000-9) πέφτει στο εξαιρετικά ταπεινό 23,8%. The roof, the roof, the roof is on fire, όπως λένε οι στίχοι γνωστού ροκ συγκροτήματος.
3. Νικητές δεν είναι μόνον οι κλασικοί «λαϊκιστές». Οι Πράσινοι (5,7% την πενταετία 2006-10) και, βέβαια, η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά (9,2% την ίδια περίοδο) αποτελούν, μαζί με τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, οι οποίοι συχνά υιοθετούν έναν συνδυασμό νεοφιλελεύθερων ιδεών και λαϊκίστικων μοτίβων, τους μεγάλους ωφελημένους της αναδιάταξης του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού (A. Krouwel, 2012). Η αστάθεια, μετά τις χώρες του Βορρά, έχει εισέλθει με καταιγιστικό τρόπο στις χώρες του Νότου. Αστάθεια, όμως, που θίγει περισσότερο τα κεντροαριστερά κόμματα τα οποία, όπως έδειξε ο ευρωπαϊκός Νότος, είναι πολύ πιο «ευαίσθητα» στην ύφεση απ’ ό,τι τα κεντροδεξιά (Σ. Καλύβας, «Καθημερινή», 19.8.2012).
4. Η γνωστή κλασική ευρωπαϊκή συνταγή των ημίμετρων, των «ατελών συμβολαίων» και της λιτότητας αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των αντιπολιτεύσεων κάθε είδους. Καθώς οι πολίτες γνωρίζουν ότι οι πολιτικές τους προτιμήσεις δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από τα μετριοπαθή κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα συχνά επιλέγουν να υποστηρίξουν κόμματα «πιο ακραία», έστω και αν οι θέσεις των κομμάτων αυτών διαφέρουν –όντας πιο ριζοσπαστικές –από τις δικές τους. «Οι εκλογείς προτιμούν κόμματα των οποίων οι θέσεις διαφέρουν από τις δικές τους στο μέτρο που οι θέσεις των εν λόγω κομμάτων σπρώχνουν τις πολιτικές προς μια κατεύθυνση που και οι ίδιοι επιθυμούν» έγραψε, και πολύ σωστά, ο Orit Kedar. Η ψήφος προς τα ριζοσπαστικά κόμματα ή προς κόμματα λαϊκιστικά (ριζοσπαστισμός και λαϊκισμός δεν ταυτίζονται) δεν είναι, για το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων τους, ψήφος ταύτισης. Ούτε τόσο πολύ ψήφος διαμαρτυρίας. Είναι μάλλον ψήφος «εργαλειακή», ψήφος για να στρίψει το τιμόνι της κεντρικής πολιτικής –εθνικής και ευρωπαϊκής –σε μια άλλη, πιο επιθυμητή, κατεύθυνση. Και όσο το τιμόνι δεν στρίβει, όσο τα λαϊκά στρώματα θα πληρώνουν τις ανεπάρκειες των αυτορυθμιζόμενων αγορών, η δυναμική των εν λόγω κομμάτων θα ενισχύεται.
Τα σημερινά μεγάλα κόμματα έχουν δυσκολία να ανταποκριθούν στα αιτήματα του εκλογικού σώματος, ιδιαίτερα όταν αυτά υπερβαίνουν τον περιορισμένο «διάδρομο δυνατοτήτων» που ορίζεται από την παγκοσμιοποίηση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τον σεβασμό της κυριαρχίας των αγορών. Οι διεθνείς καταναγκασμοί έχουν καίρια υποσκάψει τη μοναδική ιστορικά ικανότητα ανανέωσης των μεγάλων κομμάτων. Η δε ΕΕ, με καταλυτική την κυριαρχία της Γερμανίας, έχει συμβάλει στη δημιουργία συνασπισμών «αντι-λιτότητας» στις χώρες του Νότου και συνασπισμών «τιμωρίας» στις χώρες του Βορρά. Η ασυμμετρία αυτή τεντώνει το σκοινί των παραλυτικών ευρωπαϊκών ισορροπιών. Ισως, για μια φορά, δεν θα ήταν κακό το σκοινί αυτό να σπάσει.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ