Διαστημικοί τουρίστες υπάρχουν πολλοί. Στη λογοτεχνία. Στην πράξη οι μιμητές του Ντένις Τίτο, ο οποίος το 2001 έσκασε 20 εκατ. δολάρια στη NASA για διαμονή οκτώ ημερών (με ημιδιατροφή) στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, δεν κάνουν ουρά γύρω από τη γωνία. Πόσοι θα στοιχηθούν πίσω από τον αμερικανό πολυεκατομμυριούχο στο νέο του εγχείρημα, την ιδιωτική αποστολή ανθρώπων στον Άρη, είναι ένα καλό ερώτημα για τα γραφεία στοιχημάτων.    

Ο 73χρονος Τίτο, διπλωματούχος μηχανικός, πρώην επιστήμονας της NASA στο Εργαστήριο Αεροπροώθησης της Πασαντένα και νυν ιδιοκτήτης εταιρείας επενδυτικού μάνατζμεντ με ειδίκευση στην ανάλυση κινδύνων, είναι πνευματικός συνοδοιπόρος του Ρίτσαρντ Μπράνσον: άλλος ένας μεγιστάνας που γοητεύεται από το τελευταίο σύνορο. Σε αντίθεση με το Star Trek και το πολυπληθές πλήρωμά του, όμως, μικρή κιβωτό και κειμενική μεταφορά του ανθρώπινου είδους, ο Τίτο καλεί μόλις δύο υποψήφιους για τη δυνητική απόβαση του 2018 στον «κόκκινο πλανήτη»: έναν άνδρα και μια γυναίκα ως εκπροσώπους αμφοτέρων των φύλων, με χρόνια προϋπηρεσία συμβίωσης για να αντέξουν τον διαρκείας 500 ημερών ταξιδιωτικό εγκλεισμό στο σκάφος-κονσερβοκούτι, μάλλον ηλικιωμένων ώστε να έχουν τεκνοποιήσει και να μην τους απασχολούν οι απαγορευτικές δόσεις κοσμικής ακτινοβολίας που θα λάβουν στην πορεία.  

Οι αρειανοί παππούδες του Τίτο αντιτίθενται στη λογική του νέου, ωραίου, ανδρείου αστροναύτη που ξεφεύγει από τα όρια της γήινης στρατόσφαιρας ως δυνητικός άποικος του απείρου. Οι κατακτητές του διαστήματος της δεκαετίας του ’60, Αμερικανοί και Σοβιετικοί, υμνήθηκαν από τον τύπο της εποχής σαν να είχαν βγει από το “The White Man’s Burden” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (“Send forth the best ye breed…”), πρότυπα ρώμης και αρετής – με χαμηλό ύψος ώστε να χωράνε στο θαλαμίσκο εκτόξευσης. Οι απρόσμενοι κλητοί του 21ου αιώνα αποπνέουν κάτι πολύ λιγότερο φιλόδοξο, καθημερινό και αντι-ηρωϊκό ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να κατάγονται από Τα Τρία Στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς (Parsec, 2008) και το Εμείς οι Αρειανοί (Alien, 1994) του Φίλιπ Κ. Ντικ ή να ανταλλάξουν θέσεις με κάποιους από τους πρωταγωνιστές των κατά Ρέι Μπράντμπερι Χρονικών του Άρη (Άγρα, 2011).

Άλλωστε και η ιδιωτική εξερεύνηση του διαστήματος μοιάζει με δάνειο από κιτρινισμένα από το χρόνο φύλλα pulp επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ’50, προορισμένης να εξάρει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο Τίτο είναι το αντίστοιχο του Ντ. Ντ. Χάριμαν, τελευταίου των «ληστών βαρόνων», που οργανώνει τον εποικισμό της Σελήνης στα The Man who Sold the Moon (Baen Books, 2000) και Διάστημα 1999 του Ρόμπερτ Χάινλαϊν (Κάκτος, 1978) – καθαρές προβολές στο μέλλον αξιακών προτύπων από την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και του εποικισμού της αμερικανικής Δύσης.

Τα έπη του Χάινλαϊν μπορεί να διαβάζονται σήμερα με τη συμπάθεια που αρμόζει σε κλασικά έργα των απαρχών ενός λογοτεχνικού είδους, αλλά πόσο εφικτό είναι να καταστούν πραγματικότητα; Οι επανδρωμένες αποστολές δεν περιέπεσαν τυχαία σε τέλμα, τα κόστη είναι απαγορευτικά: η αρειανή περιπέτειεα προβλέπεται να στοιχίσει 1,5 ως 2 δις δολάρια. Έως ότου προσελκύσει τα αναγκαία κεφάλαια ο Ντένις Τίτο, οι επίδοξοι ηλικιωμένοι αστροναύτες έχουν καιρό να μηχανευτούν τρόπους για το πώς θα διασκεδάζουν τη μοναξιά τους επί 500 μέρες. Κι επειδή με τα μέτρα ενός κόσμου κρίσης οι φιγούρες αυτές μοιάζουν καταδικασμένες να παραμείνουν φανταστικές, έχει κανείς το δικαίωμα να φανταστεί τους πρεσβύτες πρέσβεις της ανθρωπότητας να απαγγέλλουν καθ’ οδόν ο ένας στον άλλο την επωδό του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ με την οποία ο Ισαάκ Ασίμοφ ολοκλήρωνε τους δικούς του Γαλαξίες (Κάκτος, 1984): Γέρασε κι εσύ μαζί μου / Τα πιο καλά ακόμα μας προσμένουν / Τα τελευταίας της ζωής / Όπου γι’ αυτά εγίνηκαν τα πρώτα